Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2012

Las Acacias

Οι Ακακίες είναι μια ακόμα ταινία-ευχάριστη έκπληξη από την Argentina. Θα την έλεγες road-movie, που εμένα πολύ μου αρέσουν. Ακου τώρα να δεις ιστορία: ο Rubén καταπίνει χιλιόμετρα από το Asunción της Παραγουάης στο Buenos Aires μεταφέροντας με το φορτηγό του ξυλεία.
Αν με ρωτήσεις, θα στον χαρακτηρίσω ήρωα. Τέτοια βαρετή διαδρομή δεν έχει ξαναδεί η Οικουμένη. Επίπεδη γη, πράσινο, πράσινο, πράσινο, άντε καμιά γέφυρα, κανά προσκυνητάρι του Gauchito Gil και τέλος. Στα είχα πει παλαιότερα που είχα κάνει τις δικές μου οδικές περιπέτειες στην πατρίδα.
Και σκέψου τώρα μέσα σε όλο αυτό να κάτσει το εξής περιστατικό: να σου πει το αφεντικό, μαζί με την ξυλεία για το Buenos Aires, να πάρεις μαζί σου την κόρη της οικιακής βοηθού. Η οποία σκάει μύτη με ένα μωρό λίγων μηνών στην αγκαλιά. Καταλαβαίνεις χαρά ο Rubén. Nα έχει να καταπιεί τόσα χιλιόμετρα, τίγκα στην ξυλεία και στο διπλανό κάθισμα να κατσικωθεί μια Jacinta με ένα μωρό.
Εδώ σε θέλω κάβουρα σκηνοθέτη μου. Πώς μπορεί όλο αυτό να έχει ενδιαφέρον; Ε λοιπόν, ο σκηνοθέτης απεδείχθη όντως κάβουρας. Όχι Λάνθιμος και σκουπίδια να κάνεις εμετό.
Διότι αν αφεθείς στον αργό και αφαιρετικό ρυθμό της ταινίας, αν καθήσεις λίγο πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα να παρακολουθήσεις -σαν σε ριάλιτι- δύο κάμερες μέσα σε ένα φορτηγό, μαζί με τις ελάχιστες αναγκαστικές στάσεις για φαΐ και τσιγάρο, θα γοητευθείς. Aρκεί να προσέξεις τις λεπτομέρειες. Χρόνος υπάρχει, γιατί η διαδρομή είναι μεγάλη.
Οι διάλογοι βγαίνουν με το σταγονόμετρο και είναι φυσικό. Εσύ δηλαδή αν είχες να κάνεις αυτή τη διαδρομή, τι θα συζητούσες με την Jacinta που κουβαλά ένα μωρό και την οποία σού φόρτωσε η ανάλγητη εργοδοσία ως αγγαρεία;
Όμως οι αλήθειες των δύο πρωταγωνιστών κρύβονται στα επιφυλακτικά τους βλέμματα, στις ζωντανές εκφράσεις, στην αμήχανη συνύπαρξη στην καμπίνα ενός φορτηγού. Που άλλοτε νομίζεις ότι θα γίνει κωμωδία και άλλοτε θρίλερ.
Kάπως έτσι θα ταξιδέψεις μαζί τους από το Asunción στο Buenos Aires. Και θα διαπιστώσεις πώς 1.300χλμ επαγγελματικής διαδρομής, μπορούν να γεμίσουν τις σελίδες μιας κενής ζωής.

Σάββατο, Μαρτίου 24, 2012

Copy/Paste

Ήταν ξημερώματα της 24ης Μαρτίου 1976, όταν οι Argentinos άκουγαν από το ραδιόφωνο ότι οι στρατιωτικοί είχαν ανατρέψει μια γυναίκα πρόεδρο που όλοι φώναζαν Isabelita. Να σου πω ότι έπεσαν από τα σύννεφα; Δεν στο λέω, για να μην γίνω ψεύτης.
Ακούγεται σκληρό, αλλά τα πραξικοπήματα έχουν έναν εντελώς copy/paste χαρακτήρα: έρχονται όταν όλα έχουν χρεοκοπήσει και ο κόσμος έχει περάσει από το στάδιο της ανησυχίας, στον φόβο. Και αρχίζει να λέει μέσα του, αυτό που είπε εκείνος ο εκφωνητής στο Euro 2004 τη στιγμή του κόρνερ: «να έμπαινε τώρα ένα γκολ». Και με την εκτέλεση του κόρνερ, μπήκε το γκολ και πήγαμε τελικό.
Έτσι συμβαίνει και με τα πραξικοπήματα. Είναι αυτή ακριβώς η σκέψη που ο «άνθρωπος της διπλανής πόρτας» έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του. Επειδή φοβάται να βγει από το σπίτι μην φάει καμιά αδέσποτη. Επειδή τρέμει στην ιδέα ότι και αν ακόμα φτάσει μέχρι τον φούρνο, ψωμί δεν θα υπάρχει. Επομένως όποιος υποσχεθεί ολίγη από ασφάλεια πασαλειμένη σε μια φέτα ψωμί, γίνεται λύση. Αλλοτε πάνω σε ένα τεθωρακισμένο, άλλοτε κρατώντας τον χαρτοφύλακα του τεχνοκράτη.
Εκείνα τα ξημερώματα της 24ης Μαρτίου 1976, η «λύση» ήρθε με το τεθωρακισμένο και κράτησε 2.818 μέρες. Όμως πέρα από ολίγη ασφάλεια πασαλειμένη σε μια φέτα ψωμί, δεν έδωσε καμία άλλη λύση: συνολικά έκλεισαν 20.000 εργοστάσια και 50.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο πληθωρισμός ανέβηκε κατά 517.000% και το εξωτερικό χρέος εξαπλασιάστηκε.
Στη διάρκειά της «εξαφανίστηκαν» περίπου 30.000 άνθρωποι, ενώ 490 παιδιά γεννήθηκαν σε ένα από τα 340 συνολικά κέντρα που χρησιμοποιούνταν για βασανιστήρια.
Mόλις 88 παιδιά βρήκαν μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας τις κανονικές τους οικογένειες. Ένα από αυτά τα παιδιά είχε πει πρόσφατα ότι είναι περίεργο να συνειδητοποιείς ότι ο άνθρωπος που αποκαλείς «πατέρα» είναι ο υπεύθυνος που ο πραγματικός σου πατέρας δεν υπάρχει. «Όμως η αλήθεια είναι το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί» συνέχιζε.
Και επειδή πριν σου έλεγα για το Euro: στη διάρκεια της δικτατορίας η Αrgentina σήκωσε την Κούπα του Mundial. Και μία μέρα μετά, οι δικτάτορες έκαψαν 1,5 εκατομμύριο βιβλία. Τα βιβλία ποτέ δεν ήταν αγαπητά. Ήταν όμως ικανά να σε στείλουν σε κέντρο βασανιστηρίων, για αυτό και πολλοί τα κατέστρεφαν μόνοι τους. Το υπενθυμίζει και ο συγγραφέας Carlos María Domínguez στο βιβλίο του Casa de Papel (Το Χάρτινο Σπίτι).
Οι δικτάτορες ολοκλήρωσαν το «έργο» τους με έναν πόλεμο για την ικανοποίηση ενός συλλογικού απωθημένου: να πάρουν πίσω από τους Βρετανούς «πειρατές» τα Νησιά Malvinas. Έστειλαν 14.000 στρατιώτες, κυρίως παιδιά 19-20 χρονών, σαν πρόβατα επί σφαγή. Οι «πειρατές» κέρδισαν και πάλι τα Νησιά, αλλά 649 στρατιώτες δεν γύρισαν ποτέ πίσω. Και από αυτούς που γύρισαν, περίπου 350 αυτοκτόνησαν.
Εντελώς copy/paste τα πραξικοπήματα σε όλα τους: εκεί που ο «άνθρωπος της διπλανής πόρτας» είχε ξεχάσει το φόβο μασουλώντας επί 2.818 μέρες μια φέτα ψωμί, συνειδητοποίησε ότι η πασαλειμένη ασφάλεια που του είχαν υποσχεθεί, ήταν τόσο ολίγη που τελικά πήγε περίπατο. Χώρια που και το ψωμί ήταν σάπιο.
Και η δημοκρατία έγινε και πάλι το ζητούμενο. Αυτό το τόσο μυστήριο πολίτευμα, που όσα σου προσφέρει, άλλα τόσα σου απαιτεί. Ακούγεται σπαστικό, το ξέρω, αλλιώς το έχουμε στο μυαλό μας. Στην τελική ποιος θέλει να δίνει όσα παίρνει; Για ρώτα και το αγκαλιασμένο ζευγαράκι που μόλις πέρασε από μπροστά σου.
Αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ζήσεις χωρίς το φόβο. Που τα φέρνει όλα σαν ένα copy/paste.

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2012

Πανηγύρι

Και εκεί που έλεγες να κλείσεις λίγο το μαγαζί, να αράξεις να απολαύσεις αυτό τον ατελείωτο χειμώνα, να δεις καμιά ταινία και να καμαρώσεις το Cristinάκι στην Argentina, βάρεσε το ξυπνητήρι: «Τελείωσε το PSI, η πατρίδα σώθηκε» ακούστηκε η φωνή. Από τότε που ξεκίνησε αυτή η φάμπρικα της «σωτηρίας από τη χρεοκοπία», τρέχεις από εφιάλτη σε εφιάλτη. Ο τελευταίος δε έχει απλώσει και το χέρι και σου ζητά 2 ευρώ για να ψηφίσεις αρχηγό στο ΠΑΣΟΚ. Τα ύστερα του κόσμου.
Και το κακό ξέρεις ποιο είναι; Όταν έχεις σωθεί τόσες φορές, στο τέλος ένα κουσούρι θα σου μείνει: ή το μάτι θα παίζει, ή το χέρι θα τρέμει ή εκείνο το ελαφρύ τικ στο στόμα θα κάνει καριέρα εγγαστρίμυθου.
Και παρακάτω έχει το εξής δίλημμα: εκλογές τέλη Απριλίου ή αρχές Μαΐου; Εμένα αν με ρωτήσεις, το βρίσκω πιο appropriate αρχές Μαΐου, που είναι και η Κυριακή του Παραλύτου. Να στήσουμε και ένα πανηγύρι στα εκλογικά κέντρα με την κακοντυμένη δικαστική αντιπρόσωπο.
Ατιμο Μνημόνιο: έφτιαξες καριέρες, ανέδειξες αυτό που υπάρχει κάτω από τον πάτο του βόθρου, αλλά χάλασες παλιές-αγαπημένες συνήθειες. Κάποτε ήξερες ότι είχες δύο κόμματα εξουσίας. Της πλάκας βέβαια, αλλά έπρεπε να γίνουμε Ευρώπη. Οι πολιτικοί δούλευαν σαν μελισσούλες: το πρωί διόριζαν, το μεσημέρι ενέκριναν δάνεια σε κολλητούς επιχειρηματίες, αργότερα έκοβαν συντάξεις στα 50, απογευματάκι νομιμοποιούσαν αυθαίρετα και το βράδυ στο καπηλειό με τους συνδικαλιστές «κοινής ωφέλειας». Και στο ενδιάμεσο, fast track πλουτισμός σε εφορίες, πολεοδομίες, νοσοκομεία.
Και τι σου ζητούσαν για αντάλλαγμα; Να ανεχθείς το δικό τους πλουτισμό. Να κοιτάς με δέος το «πόθεν έσχες» και να το σχολιάζεις σαν πανελίστρια τηλεοπτικής εκπομπής. Αυτή τη δουλειά είχαν μάθει οι άνθρωποι. Κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα. Και η ζωή κυλούσε γλυκά. Αν ήσουν στο κόλπο.
Και τώρα; Το πανηγύρι που λέγαμε την Κυριακή του Παραλύτου με την κακοντυμένη δικαστική αντιπρόσωπο. Ο κάθε πικραμένος (επειδή στέγνωσαν τα φθηνά δανεικά) έφτιαξε κόμμα, κίνημα, άρμα, ένωση, συμμαχία, πρωτοβουλία, όμιλο, group στο Facebook, ποίμνιο, στάνη, στοά. Στέρεψε και το λεξικό του Μπαμπινιώτη.
Από τη μία πλευρά του νομίσματος, η πατρίδα, το αντι-μνημόνιο, οι κακοί Γερμανοί, οι κακοί καπιταλιστές, οι κακοί μετανάστες, οι κακοί κουακέροι, οι κακοί μεσάζοντες, η μοναχική πορεία, οι κρεμάλες και η δραχμούλα. Στέρεψαν και οι λέξεις.
Και από την άλλη πλευρά του νομίσματος, ο κάθε ομορφάντρας-αρχηγός, η κάθε αμαζόνα-σουφραζέτα. Mε ένα hot-dog στο χέρι.
Και μέχρι να γίνουν οι εκλογές, φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Όπως εκείνα τα video club που γέμιζαν τις γκρίζες γειτονιές της Αθήνας τη δεκαετία του 1980.
Και τι ακριβώς έχουν να πουν όλοι αυτοί; Όσα και οι βιντεοταινίες του Όμηρου Ευστρατιάδη που κρέμονταν σε εκείνα τα φτηνά ράφια.
Χάλασαν βέβαια την πιάτσα στην άλλη παλιά αγαπημένη συνήθεια: όπου υπάρχουν κόμματα εξουσίας της πλάκας, φυτοζωούν κόμματα διαμαρτυρίας εξίσου της πλάκας. Τόσο της πλάκας που ακόμα και οι ρομαντικοί Γάλλοι μοναρχικοί που μαζεύονται στην Place des Pyramides του Παρισιού για να τιμήσουν την Jeanne d' Arc, έχουν πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες να διηγηθούν.
Έτσι είναι. Εκεί που ο κάθε άεργος Αλέξης περιμένει να ορκιστεί πρωθυπουργός για να ξηλώσει -λέει- το Μνημόνιο, που κανονικά θα έπρεπε να του κάνει εικόνισμα, έσκασαν μύτη τα τσαντίρια, οι όμιλοι, οι στοές, τα άρματα, οι συμμαχίες, τα group, τα ποίμνια, οι στάνες και κλέβουν πελάτες.
Δεν θα αργήσουν και οι προσφορές να μου το θυμηθείς: την ώρα που η δυσοίωνη φάτσα της Αλέκας ξορκίζει κάθε πρωτοβουλία που δεν μπορεί να καπελώσει, τα τσαντίρια μοιράζουν ένα τσουβάλι πατάτες σήμερα, ένα αρνάκι αύριο, ένα μαγιάτικο στεφάνι μεθαύριο, ένα κοκτέιλ από φάρμακα παραμεθαύριο.
Δουλίτσα να υπάρχει. Είναι και αυτή η ρημάδα η «ανάπτυξη» που την περιμένουμε και δεν πρέπει να της κάνουμε χαλάστρα.
Αφού με σήκωσες από την ησυχία μου, λέω να της ανοίξω την πόρτα όταν χτυπήσει το κουδούνι. Θα την κάνω μια βόλτα στο σαλόνι και θα της δείξω τη θέα από το μπαλκόνι. Εδώ, αγαπητή μου, βλέπεις τη χώρα όπου επί δεκαετίες το πολιτικό προσωπικό, είτε σχολίαζε τα προβλήματα είτε απλώς τα κατήγγειλε.
Και μετά θα πάμε παρέα στο εκλογικό κέντρο. Τι λες και εσύ Παράλυτέ μου; Θα τα καταφέρει η γριά με το «Π» να ανέβει την σατανικά slippery σκάλα του εκλογικού κέντρου;
Kαι όταν φτάσει μπροστά στην κακοντυμένη δικαστική αντιπρόσωπο, τι σόι ψηφοδέλτια να ζητήσει; Αυθεντικά ή γενόσημα;