όταν κατεβάζω τη φράντζα μου και καλύπτω το μέτωπό μου πιάνοντας τα υπόλοιπα μαλλιά σε μια σφιχτή κοτσίδα- δε θέλω να γράφω αλογοουρά γιατί δε μ'αρέσει η λέξη- είμαι 10 χρονών ξανά, ίδια όπως ήμουν, στην άκρη της σειράς των συμμαθητών μου στην αναμνηστική φωτογραφία πριν κλείσει το σχολείο για τις καλοκαιρινές διακοπές, προσπαθώντας να'μαι κοντά στην καλύτερή μου φίλη χωρίς να τα καταφέρνω γιατί εκείνη ήθελε να' ναι κοντά σε άλλους, με χτυπημένα πόδια, μάτια ορθάνοιχτα και μυαλό με τις γωνίες του και τις αράχνες στις γωνίες του και όλα.
δύσκολο πράγμα να κουβαλάς ενα μοναχικό παιδί, που ποτέ δεν ταίριαξε, μέσα σου. πώς να το προστατέψεις ενάντια στους αέρηδες της ζωής του; χέρια να φτιάξεις από λέξεις για να το κρατήσουν και να το χαΐδέψουν Ντίνα, κι αφέσου στις διακλαδώσεις των χεριών αυτών,κυλήσου και σπάσε μέσα τους γιατι δε θα πέσεις, οι μόνοι που σ'αγάπησαν, και πεθαμένοι ακόμα, είναι οι Πεσσόα και Σαραμάγκου και Μπόρχες και Μάρκες και Νερούντα γιατί σ'εκείνους όλα τα χιλιάδες μεγάλα και μικρά κομμάτια του εαυτού σου λάμπουν σαν κομμάτια από καθρέφτη κι είναι, για λίγο και για πολύ και για πάντα, σαν να μην έσπασες ποτέ ή σαν να έσπασες και να μην πειράζει.
και πρέπει όλα τα κομμάτια να αγαπήσουν για ν'αγαπήσω και πρώτα πρέπει να θαυμάσουν και να εμπιστευτούν και να αφεθούν στην ειλικρίνεια και την αθωότητα μιας ώριμης αφοσίωσής και να τους δοθεί χρόνος. και εναν άνθρωπο που τολμάει όλα, και σε όλα, αυτά κι ακόμα περισσότερα, και τ'ανείπωτα και τα απ'αλλού φερμένα, που τολμάει ν'αγαπήσει το παιδάκι που μεγάλωσε αλλά είναι πάντα αυτό που ήταν.
δεν εχω κουραστεί να περιμένω. μέχρι τότε θα τρώω βουνά και θάλασσες και τις λέξεις όλες.
για το Γ. που ήθελε τις λέξεις μου και για το Γ. που δεν τις θέλει πια.
δύσκολο πράγμα να κουβαλάς ενα μοναχικό παιδί, που ποτέ δεν ταίριαξε, μέσα σου. πώς να το προστατέψεις ενάντια στους αέρηδες της ζωής του; χέρια να φτιάξεις από λέξεις για να το κρατήσουν και να το χαΐδέψουν Ντίνα, κι αφέσου στις διακλαδώσεις των χεριών αυτών,κυλήσου και σπάσε μέσα τους γιατι δε θα πέσεις, οι μόνοι που σ'αγάπησαν, και πεθαμένοι ακόμα, είναι οι Πεσσόα και Σαραμάγκου και Μπόρχες και Μάρκες και Νερούντα γιατί σ'εκείνους όλα τα χιλιάδες μεγάλα και μικρά κομμάτια του εαυτού σου λάμπουν σαν κομμάτια από καθρέφτη κι είναι, για λίγο και για πολύ και για πάντα, σαν να μην έσπασες ποτέ ή σαν να έσπασες και να μην πειράζει.
και πρέπει όλα τα κομμάτια να αγαπήσουν για ν'αγαπήσω και πρώτα πρέπει να θαυμάσουν και να εμπιστευτούν και να αφεθούν στην ειλικρίνεια και την αθωότητα μιας ώριμης αφοσίωσής και να τους δοθεί χρόνος. και εναν άνθρωπο που τολμάει όλα, και σε όλα, αυτά κι ακόμα περισσότερα, και τ'ανείπωτα και τα απ'αλλού φερμένα, που τολμάει ν'αγαπήσει το παιδάκι που μεγάλωσε αλλά είναι πάντα αυτό που ήταν.
δεν εχω κουραστεί να περιμένω. μέχρι τότε θα τρώω βουνά και θάλασσες και τις λέξεις όλες.
για το Γ. που ήθελε τις λέξεις μου και για το Γ. που δεν τις θέλει πια.