Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν. blg. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν. blg. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

... δύσκολο να παραμείνει ...





























Από την καθαρότητα στην οξύτητα ή στην καταχνιά του πόνου όλες αυτές οι στιγμές χαμένες και ασήμαντες, σ' ένα χαμένο και ασήμαντο συνεχές, που συνεχίζει τις διακλαδώσεις του, όπως μια λεπτή αόρατη γραμμή μέσα σ' ένα άπειρο πλήθος γραμμών, ένα αόρατο μηδενικό, μηδενισμένο σημείο μέσα σ' ένα άπειρο χώρο σημείων , μέσα σ' ένα άπειρο χώρο όψεων
και όλα αυτά είναι εκεί, μέσα στη στιγμή και μέσα στη σάρκα και με τη σκέψη, με την αίσθηση, πηγαίνω μπροστά στη μη ύπαρξη, στο θάνατο, στο πέρα του θανάτου, για να γυρίσω πίσω εδώ
ή πηγαίνω πίσω, σ' ένα άλλο θάνατο σ' ένα άλλο ποτέ για να γυρίσω πίσω εδώ, σ' ένα πολλαπλό εδώ, που εξαφανίζεται διαρκώς και που εμφανίζεται μονάχα ως σκιά ως ένα σύννεφο ενορμήσεων, αναγκών, τάσεων, ως ένα θολό σύννεφο αισθήσεων και γλωσσικών μυρηκασμών, βλεφαρισμών, κούρασης, θλίψης ...
Έρχεται κοντά σου και πάλι, απ' το χθες ή απ' το αύριο και είναι δύσκολο να μιλήσει, να εκφραστεί, να εκδιωχθεί, είναι δύσκολο να παραμείνει, να παραμείνεις κι εσύ, χωρίς να φύγει, να ξεφύγει ή χωρίς να ξεφύγεις κι εσύ ...
ανολοκλήρωτο, σχεδόν αόρατο, σχεδόν ανύπαρκτο, σχεδόν υπαρκτό (το εδώ και το τώρα) το τίποτε, το κάποτε ...

Ν.






Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Ημιδιάφανος ...

Κάτω από την ημιδιάφανη σάρκα φαίνονται, ως υποψίες ακατέργαστες μιας λαχτάρας συγκρατημένης,
αχνοφαίνονται μέσα στη ροή των οδυνών και εμφανίζονται άξαφνα και εξαφανίζονται πάλι
όταν πέσει το φως ή όταν πλησιάσουν στην εγγύτητα
κι έτσι, βουτώντας μέσα στο γάλα, θωπεύουν το εσωτερικό της ψυχής, την ακτίνα δράσης της δράσης
και, αφαιρώντας τις προεκτάσεις, έτσι, ως κυλινδρικά σκεύη της ρευστότητας, αφανίζουν την ύπαρξη σε μια αγέννητη γέννα.

Απ' έξω όλα φωνάζουν δυνατά, μέσα στον ήλιο ή μες στο κρύο
κι ένα μαχαίρι φωτός ή πέτρας είναι πάντοτε έτοιμο να ουρλιάξει.
Αν κανείς δεν κοιτάζει, το αίμα μπορεί να γίνει κόκκινο
και τότε, η φαντασία τους γεννά, γεννά μια άμορφη μάζα.

Ωστόσο, κάτω από την ημιδιάφανη σάρκα, μπορείς να τα δεις
και μπορείς και να απλώσεις τα χέρια.
Στρατιές πολλές ή ένα μονάχα, ένας όγκος, μια ροή, μια κίνηση,
είναι ένας οφθαλμός, ένας κόμπος, μια κίνηση,
και κατεβαίνει βαθιά μέσα στα σπλάχνα,
εκεί που κρύβεται ο θησαυρός της ζωής, σε μικρά στόματα, σε λάχνες και πομφόλυγες
και σκάζει η μνήμη μ' ένα υπόκωφο κρότο.


















































































Θυμάμαι που κλαίγαμε ο ένας πάνω στον άλλο
τα πρόσωπά μας ανακλώντας στον καθρέπτη
και από τη μέση μου έφυγε μία λωρίδα φωτός
και μια λαμπάδα πήγε και στάθηκε στο στενό διάδρομο.
Ήταν τότε που τόσο ψηλά μετέωροι θρηνούσαμε το θάνατο
και είχαν γεμίσει οι τοίχοι μ' αυτή τη μαύρη μούχλα του χρόνου
και από το λεπτό μπαλκόνι έπεφτε κυματιστό ένα δέντρο από φωνή.
Και τότε το γνωρίζαμε πως θα σε θυμάμαι όταν θα έχεις για πάντα ξεχάσει
πως τα κόκκαλά μας τρίζουν έναν αποχαιρετισμό
πως η γλώσσα μου λύνεται στο λυγμό
πως απ' το μικρό δευτερόλεπτο θα πλάθω ένα θρήνο
πως για πάντα πλαγιάσαμε σε ένα κάμπο του μηδενός
πως ήρθε η ώρα να πεθάνεις
κι εγώ να σωθώ στην αιωνιότητα
κι έτσι άνοιξα την πόρτα και μπήκα
αλλά δεν υπήρχε κανείς πια εκεί όπως παλιά
και το φως δεν ήταν το ίδιο
και ονειρεύτηκα το μετά και το άλλο
τα μεγάλα θρησκευτικά σύμβολα και τη λάμψη
το ασανσέρ, το διάδρομο και τη σκάλα
και είδα τη γερασμένη γειτόνισσα
κι ένα σωρό από στήθη, από κορμούς, από κόπρανα, από ρούχα τριμμένα
και πάνω στη μοκέτα μια γραμμή από το βάρος
κι έτσι εισήλθα στο νέο σκοτεινό φως
που ανοίγει την όραση στο βάθος και αγναντεύεις τα πέλαγα που κλείνονται στους τέσσερις τοίχους
και είπα "ποτέ ξανά τέτοια λάμψη, η λάμψη του κρίνου, η λάμψη του μάρμαρου"
όταν ξεπλένεις ένα θάνατο στα νερά του ασυνειδήτου ...















































































Θυμάμαι που κλαίγαμε ο ένας πάνω στον άλλο
και ένιωσα πως είχε εισχωρήσει η μέρα και η νύχτα μέσα στο κενό
πως πλατιά τα χέρια μας ακουμπούσαν σ' αυτό που δεν λέγεται, σ' αυτό που δεν λύνεται
και πως τα πρόσωπα είχαν αρχίσει να αναμειγνύονται
και έτσι, αγκαλιά με τα κόκκαλα και τις σάρκες
ξύπνησε η Γη στη σειρά της, ογκώδης, μεγάλη ...

Ν.



Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Χειμώνας

Θυμήθηκα πάλι πως θέλω να πεθάνω, και τώρα, με τα δάκτυλα της μνήμης και της φαντασίας, ακουμπάω στο βωμό, αυτό το μεταφορικό βωμό,
κι έτσι συντίθεται και πάλι η πνιγηρή, η θυελλώδης μάζα της σάρκας,
που θαμπή λάμπει μέσα στο σκοτάδι της,
ως αποκρουστική αποκάλυψη, ή ως επανάληψη φρικώδης ...

Αν μπορούσες να 'ρθείς σ' αυτό το χώρο, το δύσκολο, τον ελεύθερο χώρο της επαφής,
τι όνειρο θα ήταν η ζωή!
και τι όνειρο θα ζούσαμε μαζί εκείνη τη νύχτα,
από την αρχή του απογεύματος, στο ήσυχο σπίτι,
από την αρχή της ζωής και πάλι,
όλοι εμείς οι τρομακτικοί άγνωστοι που ανοίγουμε την αγκαλιά μας ...

Θυμήθηκα και πάλι το θάνατο, στις άδειες πόρτες,
όταν δίπλα μου περνάς με μια αύρα του αοράτου
και θρυμματίζονται τα κρύσταλλα του αέρα,
κι έπειτα έψελνα σιωπηλά τις αυτόματες γραφές μου γονατιστός ...

Όμως την άπειρη νύχτα του πόνου σου, λουσμένη με εικόνες, τη βάζω στο χειμώνα,
και, όπως οι λέξεις ξεθωριάζουν, έτσι, οι άκρες απ' τις σάρκες αργοσέρνονται και σβήνουν,
όπως τα μάτια της απειλής στον αέρα,
όπως οι μεγάλες κατακτήσεις των βουνών, που ηχούσαν από πόνο και ηδονή
άλλοτε, με τη λάμψη του ήλιου ...

κάτω από χλωρά φύλλα λούζομαι, και, όπως τα ρόδα,
περιμένω τη νύχτα ...

Ν.





























Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

...











Και όταν θα έρθει και η σειρά σου, έτσι θα σ' αφήσω να πεθάνεις κι εσύ,
γελώντας βαθιά που τίποτα δεν έκανα για σένα
κι έτσι ταχύτατα θα φύγεις, αφήνοντας την πνοή να κυλήσει στο κενό
και αφήνοντας να κλείσει το στόμα,

εκδικούμενος έτσι σε σένα, του δικού μου θανάτου τη φρίκη,
ή ακόμα και της δικής μου ζωής









































Ίσως το καλύτερο να ήταν αυτό, αυτό το έρημο κομμάτι του κόσμου,
όπου το μέλλον και το παρελθόν έσμιξαν σ' ένα νέο κορμί,
ακούραστο ακόμα, ν' ανεβάζει τα βουνά, και να γυρνά τις μέρες,


όμως,
αν ήταν,
ήσυχα θα τερμάτιζα μια νύχτα τους ύπνους όλους, σ' έναν ύπνο
πιο μεγάλο και πιο ήσυχο,
ανίκανος πια για πραγματική χαρά,
ή για λαχτάρα της χαράς,


κι έτσι,
αλλαγμένος από τους σκοτεινούς καιρούς,
σαν εύπλαστη εύθραυστη χάρτινη σκιά,
θα αφανιζόμουν, σ' ένα νεύμα του τίποτα,
όπως εξαφανίζονται τα μέλη μου ιριδίζοντας, σ' ένα διάχυτο κρότο,
μουδιασμένα




















Και όταν θα έρθει και η δική σου σειρά, έτσι θα σ' αφήσω να πεθάνεις κι εσύ,
γελώντας βαθιά, που τίποτα δεν έκανα για σένα,
κι έτσι ταχύτατα θα φύγεις,
αφήνοντας την πνοή να κυλήσει στο κενό,
και να κλείσει το στόμα,
εκδικούμενος σε σένα τη φρίκη του δικού μου θανάτου,
ή ακόμα και της δικής μου ζωής


Ίσως το καλύτερο να ήταν αυτό,
αυτό το ανέφελο παρελθόν κάτω απ' τον ήλιο,
και τώρα, απ' τις ανοικτές σειρές, έρχονται μονάχα οι κραυγές σου



















Και κατρακύλησες κι έπεσες εδώ,
γέννημα των πραγμάτων και σώμα,
που αλλάζεις με τη νύχτα και την εποχή,
για να κρατήσεις τα γεννήματα κι εσύ,
μιας ύλης απύθμενης,
άναρχης


Για να κρατήσεις τα γεννήματα κι εσύ,
των φιδιών και των εντόμων



















Χλωρός, νωπός, ήταν ο θάνατος,
και τώρα έχει ξεραθεί και ζέχνει


Μια κρούστα από ζωές παγιδευμένες, κάτω απ' το χνάρι σου,
ή ανάμεσα στα πλευρά και τη μασχάλη,
όπως αποκαλύπτονται και όπως απομακρύνονται οι οφθαλμοί της πλαγιάς,
και μηρυκάζει ο αμνός, και διαστέλλεται


Στη σκιά πια,
εκεί που εκκρίνουν οι νεκροί τις φυσαλίδες της νιότης,
αφήνοντας την ανάσα να φύγει, να ξεφύγει







Απ' την αρχή ήταν έτσι γνωστό,
πως απ' τη γέννα πεθαίνουν,
και πως τα μέρη της ύπαρξης είναι πολλά,
και τα χτυπήματα της καρδιάς,
και ανοίγουν τα χέρια και κυλά ο ποταμός των βλεμμάτων,
στο δικό τους το άπειρο


Και έτσι, αλλάζοντας τις ισορροπίες των βραχιόνων και των μοχλών,
η μηχανή αλυχτά, ως ένας άλλος οργανισμός,
και, ίσως,
αν κοιτούσες καλύτερα,
αν κοιτούσες καλά,
να μπορούσες ν' αντέξεις,
ή, αν άξαφνα,
τα ρόδα και οι καρποί έσκαζαν στα δέντρα
- μέρα ή νύχτα - της φαντασίας



Τα ξύλα και τα σπαθιά και τα δικά σου τραγούδια, μοιάζουν τρομερά,
και η αφή και η όψη,
και στρέφεις το βλέμμα
και στρέφεσαι,

όμως,

αν ήταν και πάλι να ζήσω,

δεν θα μπορούσα ξανά,

γνωρίζοντας πια τόσο καλά

το τέλος























Θυμάμαι, μες στο μυστήριο του φωτός του απογεύματος,
αυτό το παιχνίδι πάνω στη διάφανη σάρκα του νερού,
ένα παιχνίδισμα στο βλέμμα σου, και τη στροφή του κεφαλιού,

όνειρα, μυστήρια, και τις φωνές των όντων της νύχτας,
σ' ένα σκοτεινό ουρανό απ' αστέρια

Θυμάμαι αυτό,
αυτό που φέρνουν όλα μαζί,
τα φύλλα, οι ρίζες, τα κλαδιά, οι φωνές τους



Ν.




Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Έλα ...




Στις μεγάλες μας μάχες/ στις μεταξύ μας ξαφνικές ριπές
πάντοτε καλούσα το θάνατο να σε βρεί, μ' αυτή τη φοβερή ορμή/
που ξεσπά,
κι έτσι απ' το πυκνό παρελθόν σ' ένα πυκνό μέλλον να διαλυθείς να λιώσεις/
με μια έκρηξη σάρκας,
και ήθελα πολύ την ανάσα της γης να ψιθυρίζει/
στο αυτί μου τις εντολές του αγώνα, δύο μεγάλα τεμένη
κρυμμένα στο αόρατο και στο ορατό κι εσύ πέπλο
σωρός πάνω στη σωρό σου
ξεδιάντροπα μέλη και οστά
που λαχταρούν την ανάσταση ...

κι έτσι δειλά δειλά σε καταριόμουν με το σύρσιμο της γλώσσας
κι ο λαιμός μου ακόμα διψά/ τα μαύρα σου λαγόνια τα πλευρά
τα τυφλά σου γεννήματα και τη μνήμη

ανοικτός σαν τάφος του τάφου/
ανοικτός σαν την κοιλιά της ανάσας ...









































Έλα, δεν σε φοβάμαι!
Το θάνατο, δεν φοβάμαι
δεν φοβάμαι πια να πεθάνεις

κι ούτε κι εγώ/

Μ' ένα νήμα ξεκαθάρισε η μέρα μας!




















μ' ένα νήμα ξεκαθάρισε η μέρα
ή τα μεγάλα μέλη, ή ένας ουρανός από ανάσα και θαύματα αδιάφορα
τη νύχτα που όλα διαλύονται και χτίζονται ξανά μέσα στο ψύχος

στα χέρια μου κρατούσα ένα παράθυρο από θλίψη,
μια ρίζα μητρική, πατρική, ένα ολόκληρο σπίτι,
μια χιλιετία σε φύλλα και σε άχυρα
κι έτσι στο χνώτο κοντά, να γεννηθώ μπορούσα πάνω στην κοπριά
και χάθηκαν όλα

ένα πρόσωπο λευκό, τα πέταλα, τα πόδια, οι μπότες και οι σφήνες
και μίκρυνες,
από πάνω ως τη σκεπή,
άνδρες των ερειπίων και γυναίκες μικρές από το στήθος στο γόνατο,
μ' αυτή την άμοιρη ψυχή,
και ξεκοιλιάστηκες ...








































Ω να μπορούσα να χωρέσω στο χορό σου, γυμνό σώμα, χαμένο σώμα
να μπορούσα να χωθώ στο σωρό σου, παγωμένο κορμί, μαυσωλείο
άκαμπτο λουτρό, ριπή και λεπίδα
στη ράχη σου πάνω να γευτώ τα μαλλιά σου την άνοιξη που αλυχτάς

κόλαση, ήλιε μεγάλε των δακρύων, τι θέλεις ακόμα να πείς;

Ω να μπορούσα να σε σκοτώσω και πάλι, με τα χέρια μου τώρα
αρπάζοντάς σου τη ράχη ή την καρδιά και κρατώντας ψηλά
ένα καθρέπτη της τύχης σου, τη γέννηση των παιδιών του θανάτου
τότε που αγαπούσες ακόμα τη ζωή και άνοιγες τα μάτια στο φως

αν τραβήξω λίγο ακόμα που θα πάει ξεχειλωμένο το θάρρος της ύπαρξης
που γλυστρά στο χαρτί;
σ' αυτή την άβυσσο σ' αυτή τη σωρό ...








































μια συγκέντρωση από μέλλον, ένας σωρός
ο σωρός μου, μία σωρός εγώ
μία σωρός από τις έρπουσες στιγμές των σωμάτων
σκληρές αυστηρές λουτροπόλεις όπου λούζονται τα πάθη ξανά και ξανά
στο νερό, τα χέρια τα πόδια τα στόματα
η γούβα στην κοιλιά που υποχωρεί ξαφνιασμένη




















Στις μεταξύ μας μάχες στις μεταξύ μας ξαφνικές ριπές
πάντοτε καλούσα δυνατά το θάνατο, τον θάνατο αυτόν
Πάντα καλούσα το θάνατο, το θάνατο αυτόν,
να έρθει να μας βρεί, μ' αυτή τη φοβερή ορμή που ξεσπά
Το θάνατο, κι έτσι δειλά δειλά σε καταριόμουν
κι εσύ, πέπλο, σωρός πάνω στη σωρό μου, άνοιγες
ξεδιάντροπα μέλη και οστά
κοκκαλωμένος





















Τώρα είμαι έτοιμος είπες(είπα), καθώς η νύχτα περνά στη μέρα και πάλι
σε μια δύσκολη μέρα ...

Ν.
(εικόνες Dante, Greenaway)






Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Ένα δοχείο ...



Ένα δοχείο, μια διαφορετική σειρά, ένα τρέμισμα στη φωνή
αυτό το αδιόρατο άλφα, το ωμέγα των ημερών όπως υπερκαλύπτονται
στον αιθέρα με τις γραμμές της εξώσφαιρας
αυτή η πεπλατυσμένη καμάρα των ποδιών και των χεριών
το μεσόφυλλο πλάτωμα, η χίμαιρα των ασθενικών χειμώνων ...



(Dante, στοπ καρέ)


Ένα τραπέζι και τα πόδια διπλωμένα στα δυό, ή τα χέρια
σαν στηρίγματα,
μια σύνδεση ή η συγγένεια με τις σπηλαιώδεις
ηδονές
κι έτσι, απ' τον καναπέ, πάνω στο ύφασμα, με τις μακρινές λεπτές
απολήξεις
το απόβραδο πέρασε της σάρκας
διεθλασμένο σε χιλιάδες στόματα,
ένα θηλυκό έρεβος
και μια προσμονή μέσα στη λάσπη ...


Ν.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Γλώσσα











































Με όλες τις λέξεις πάνω, πάνω σ' ένα κουρασμένο κορμί
ο κορμός, τα πονηρά μάγουλα, στο στέρνο τα επίθετα μάτια και το στόμα,
η γραμματική του ελέγχου και του χρόνου
ή η δομή και η σύνταξη της αντανάκλασης της ύλης, μια λαμπερή ουσία,
η πίεση στα πόδια, ένα ανεκπλήρωτο επίρρημα,
γραμμές γραμμές οι όροφοι των λέξεων, το τσιμέντο και το σίδερο
κι έπειτα η κάθετη, η σταύρωση, η κλίση της γης, η κλήση του κόσμου, η φωνή της ανάσας.

Στο λαιμό μια κατάποση πικρή, στα σπλάχνα η φουσκωμένη θλιβερή βλέννα, και είτε στο φως είτε στο σκοτάδι, αυτή η γκρίζα παρελθούσα ύλη της όρασης, το σώμα σου ή τα ρούχα σου, πενήντα χρόνων ξεθωριασμένα αντικείμενα, χέρια και σάρκα ξεθωριασμένες
και το μυστικό ακόμα ή το ημερολόγιο του πρωινού στο δελτίο του σώματος ή ο ήχος του ρολογιού ή η ανάσα της μέρας εκείνης.

Έτσι ολόκληρος λέξη τη λέξη, ένας κορμός από βιαστές και βιασμένους, ένα κουτάλι, ένα άρθρο στη φωνή ή πίσω απ' το βλέμμα ή πίσω απ' τη σκέψη, μια καθυστερημένη, άγονη ιδέα, μια αντωνυμία απ' την τηλεόραση, που προεκτείνεται, ή μια γραμμή ανοξείδωτη του ραδιοφώνου, τότε που η λάξευση ή η οπή, δίνεται στα χείλια, στα χείλια και η άτολμη θλίψη. Κι έτσι με το θλιβερό χαμόγελο της λέξης υπήρξα, τα χέρια ψηλά που με ληστεύουν, ή τα χέρια που ασελγούν, κι εγώ ένα ημερολόγιο άδειο, οι φονικές αδιάλειπτες σειρές των γραμμάτων, στη φωνή ένα σίδερο ή ένας σουγιάς, στο στήθος είχα το όνομά μου, στην κοιλιά τον επικήδειο ασπασμό του, κι αυτή τη λέξη που ξυπνά μ' ένα λάκτισμα με μια γερή κλωτσιά στην κοιλιά, απότομα, ή στους γελοίους κροτάφους, και πετούν στον αέρα τα αντικείμενα, τα τηλέφωνα, τα μολύβια πάνω απ' το χάσμα και σκάνε στη γη έπειτα με τον ήχο της διάλυσης ή της καταστροφής, σπασμένα πρωινά όνειρα, ένας άνθρωπος γάτα πίσω απo ένα κλειδί δεμένο σε κλωστή, μια ομάδα από ζωόμορφα μέλη, κι εσύ κι εγώ στην έπαυλη με τα πολυτελή αγάλματα και τα μαξιλάρια.

Ολόκληρος κορμός σφιχτός, κι αυτή ηπίεση των εικόνων λέξεων, σ' ένα σύμπαν κι ένα δίχτυ από παλλόμενες γλώσσες. Στο στόμα μια ρίζα κόκκινη που ξεδιπλώνεται στο χώρο και σπαθίζει το χώρο, που πλαταγίζει μ' ένα σύρσιμο παχύρευστης οράσεως, μ' ένα είδος αχλής από όνειρα της ηδονής ή της ιστορίας του χρόνου, παθητική φωνή ή ενεργητική, απλωμένη στα σκαλοπάτια με την κοιλιά ή τη ράχη, από εκείνη τη στιγμή της αφηγήσεως, ή όταν εκείνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε, θολές εικόνες σ' ένα απομεσήμερο της σάρκας, λέξεις ραβδιά που τρυπούν την ουρά μου, κι έτσι μες στο αέρα των κοφτερών ρημάτων, κύλησα κυνηγημένος ως ένας σταυρός στο μονοπάτι και πέρα απ' την πόρτα και τα θαμνωτά περιβόλια τα θαμπά φώτα της κίνησης στο δρόμο κι ένας στρατός από ντυμένες θλιβερές όψεις, το βάρος τους και η βαρύτητα της γης που επέστρεψε άγονη ή φθονερή, λαξεύοντας διχαλωτές παλάμες ή αγαπώντας να τρυπά τη συνείδηση με αυτή τη δύναμη του σώματος που υποφέρει, και να κρεμά τις απολήξεις τους ανάποδα ψηλά σ' ένα συρμό των υδάτων των υπογείων.

Έτσι ψηλά, ψηλά πάνω απ' τα κεφάλια των άρθρων, στέκονται τα παρα-μυθικά, τα παρα-νυμφικά, τα διάστικτα αλάβαστρα των λήψεων, τα παρα-ληπτικά στενώματα, οι παρα-βιάσεις των λεπτών υμένων, των χρόνων των ρημάτων, ένας διαρκής παρατατικός των βασάνων, ή μια ευχετική παθητική φωνή, που διαρκώς μέλλεται ή συντελείται, κι απέναντι, στόματα κόκκινα με δυνατά λαγόνια πυορροούν και φτύνουν μια εντατική προστακτική, μια κλίση του απάνθρωπου, την κόκκινη παθητική φωνή της γλώσσας και του σώματος, την οδοντική σύνταξη της μετοχής μας ή της ζωής, ένα σύρμα υπερσυντέλικο κι οριστικό, πάνω από το εξακολουθητικό αόριστο της ύπαρξης, μια βαθιά χαραγή απ' το σουγιά του υπάρχω, και το επίρρημα μονάχα, εδώ, μονάχα εδώ, ή ένα επίθετο που μεταλλάσσεται, μονάχος, μονάχος εδώ, ένα υποκείμενο πλαστό και ψευδαισθητικό, εγώ, εγώ κι εσύ, ο κολοφώνας των απολήξεων των ρημάτων κι αυτή η γλοιώδης γλώσσα της πείνας.

N.





































Jindrich Styrsky




















Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Αρχείο της αχρειότητας

"Με ποιον τρόπο αυτές οι ζωές είναι παρούσες στις ύποπτες πλάγιες σημειώσειςπου τις παρέδωσαν για πάντα στο ανηλεές αρχείο της αχρειότητας; Οι άνώνυμοι γραμματείς, οι χαμηλόβαθμοι λειτουργοί που συνέταξαν αυτές τις σημειώσεις, δεν είχαν ασφαλώς την πρόθεση ούτε να γνωρίσουν ούτε να εκπροσωπήσουν - ο μοναδικός σκοπός τους ήταν να σπιλώσουν. Κι ωστόσο, τουλάχιστον για μια στιγμή, σε εκείνες τις σελίδες οι ζωές λάμπουν με ένα μαύρο, εκτυφλωτικό φως. Για τον λόγο αυτόν, όμως, θα υποστηρίξει κάποιος ότι αυτές οι ζωές βρήκαν τρόπο έκφρασης, ότι, ακόμη και σε μια τόσο δραστική σύντμηση, αυτές οι ζωές με κάποιο τρόπο μεταδόθηκαν, γνωστοποιήθηκαν; Αντιθέτως, η πράξη με την οποία παγιώθηκαν φαίνεται να τις αποσπά για πάντα από κάθε δυνατή παρουσίαση, ως εάν αυτές να εμφανίζονταν στη γλώσσα μόνο υπό τη συνθήκη ότι θα παρέμεναν εντελώς ανακδήλωτες και ανέκφραστες."
(Agamben, "Βεβηλώσεις", εκδ. Άγρα)



















Έτσι ακριβώς με ένα νεύμα στο μέτωπο
ψηλά
μ' ένα νεύμα ψηλά σε μια χώρα του αοράτου, με τις ανάσες των στίχων
και τις ιαχές,
διαλύθηκε και έπεσε και πέθανε ο αχρείος

Ο νους και η γη του πυρός, ο αχρείος ο σάκος, αυτό το πηγάδι
της δίψας, τα κλειδιά της κόλασης, η πυγμή και το αίμμα

Αν ζούσα πάλι και ίσως μισός τότε, να άνοιγα τα φτερά μου ξανά
στους πορφυρούς αέρηδες, τα μακρινά τοπία των μηρών και των βράχων

Ω! εσύ ξανθή περιστέρα της θλίψης, το ποτήρι το νερό στο χάδι του ήλιου
το χώμα το στέρφο και το άγονο, η ξανθιά τρίχα της κορυφογραμμής
η κοιλάδα των κοπράνων

με τις μέρες αυτές θα ξεπλύνω τα κρίματα






































Είναι στιγμές που η ολότητα αποκαλύπτεται, στιγμές που η ολότητα του κόσμου μοιάζει ν' αποκαλύπτεται
όλος, καρπός, σώμα, καμάρες, δύο μεριά από λύμφη και σάρκα, δυο πόδια της ζωής και της γέννησης, δυό στήθη
οι σκιές στα παράθυρα, το γέρικο ερηπωμένο σπίτι ξεχασμένο, παππούς, γιαγιά
και αυτοί με τους ασπρισμένους τοίχους, με τους ασπρισμένους αγκώνες
και έτσι μια ταλάντευση ακινησίας, τα άσπρα γόνατα, η απουσία που σέρνεται, μια οστέινη πλάκα πάνω στη γη
η προτομή του θανάτου, αυτό το βλέμμα που γλιστρά μες στο δικό μου




Έτσι είναι φορές που μοιάζει η ολότητα ν' αποκαλύπτεται, η ολότητα ν' αποκαλύπτεται, να καλύπτεται

όλες οι αισχρές μνήμες, αυτά τα βράδια και τα μεσημέρια μέσα στον κόπρο και τη βλέννα
τα πρωϊνά μέσα στο βούρκο

και αυτή η σωρός, η μεγάλη σωρός των ανθρωπίνων μελών
τα σκυλιά που αλυχτάνε, ένα ατέλειωτο αυγουστιάτικο καλοκαίρι του κινδύνου
η σύσπαση της μήτρας
και αυτό το βέλασμα το βέλασμα των στιλπνών εντοσθίων
ή το υπόκωφο, το σπογγώδες θρόϊσμα του στήθους





Ολότητα από σίδερο, στον αιθέρα ένα κρίνο που λάμπει στον ήλιο
μια μέλισσα καταδικασμένη στο φως

η αιχμή του βουνού, ένα πούπουλο ή μια λεπίδα
η πνιγηρή νύχτα ή η ολόλευκη ομίχλη του μηδενός
ένα ποτάμι ξέγνοιαστο, ένα σκυμμένο κεφάλι








Ω! ανυπόφορη είναι η σάρκα, αυτή η πρησμένη κραυγή, ο ασκός και ο σωλήνας της πικρίας

Όλον, όλον
ο λυγμός πάνω στο δέρμα, ένα σούρσιμο, μια συρραφή
ένα ένοχο βλέμμα, τα μάτια στη γη

αυτή η σκληρή καταδίκη

Το αίμμα που ξεπηδάει αίφνης μαζί με το σεισμό
ή το μηδέν,

και φεύγουν οι μνήμες σαν θρύψαλα, αυτά τα μεγαλεία της σάρκας




Ν.





















(σχέδιο-μινιατούρα, από τον Ν.)


















"Με ποιον τρόπο λοιπόν να ερμηνεύσουμε αυτή την ενική και παράδοξη παρουσία, όπου η ζωή μας παρουσιάζεται μόνο διαμέσου εκείνου που την αποσιωπά και την παραμορφώνει σε μία γκριμάτσα; Δημιουργείτα η εντύπωση πως ο Φουκώ αντιλαμβάνεται αυτή τη δυσκολία." Δεν θα βρείτε εδώ", γράφει, "μια πινακοθήκη με προσωπογραφίες: απεναντίας, πρόκειται για βρόχους, ενέδρες, όπλα, ουρλιαχτά, χειρονομίες, συμπεριφορές, τεχνάσματα, ίντριγκες των οποίων οι λέξεις στάθηκαν το όργανο.
Σ' αυτές τις φράσεις "παίχτηκαν" πραγματικές ζωές. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι εξεικονίστηκαν ή αναπαραστάθηκαν, αλλά ότι, εκ των πραγμάτων, η ελευθερία τους, τα δεινοπαθήματά τους, συχνά ακόμη και ο θάνατός τους και, εν πάση περιπτώσει, η μοίρα τους ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, προδιαγεγραμμένα. Αυτές οι εκθέσεις, αυτοί οι λόγοι, σταύρωσαν πραγματικά ζωές. Αυτές οι υπάρξεις τωόντι διακυβεύτηκαν και απωλέσθησαν σε εκείνες τις λέξεις"."
(Agamben, "Βεβηλώσεις", εκδ. Άγρα)


Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Rome



"Η οικειότητα με μια ζώνη αγνωσίας συνιστά μία καθημερινή μυστικιστική πρακτική, όπου το Εγώ, στο πλαίσιο κάποιου ειδικού και ευφρόσυνου εσωτερισμού, παρίσταται μειδιώντας στη δική του αποσύνθεση και, είτε πρόκειται για την πέψη της τροφής είτε για την έκλαμψη του νού, μαρτυρεί, στέκοντας δύσπιστο και επιφυλακτικό, τη δική του ατελεύτητη εγκατάλειψη και διάλυση. Ο Genius είναι η ζωή μας, καθότι δεν μας ανήκει."
(Giorgio Agamben, "Βεβηλώσεις", εκδ. Άγρα)




















Περπατώντας και αναλύοντας τη ζωή, ή τη μοίρα της
αυτή την αγορά την ερειπωμένη
και τα μεγάλα φασιστικά σύμβολα, τα άσπρα παλάτια και τα μάρμαρα
τη μύτη του Μουσολίνι ή τη σιαγόνα, το δάκτυλο του Καίσαρα,
μιά στήλη άλατος και μια στήλη τέφρας
τείχη από τερακότα, λουτρά και αψίδες, στήλες
τις σκοτεινές γωνιές και τις κρύπτες,
τα ασύμμετρα αγάλματα, τα πέτρινα φορέματα
τις πέτρινες στιγμές, δυό κυπαρίσσια,
τα σεμνότυφα μέλη
φορέματα παππικά στη σειρά
στη μεγάλη σειρά από φως
προσευχές μνημειώδεις, χαρούμενους άγγελους
τους ήχους να περνάνε από λόφο σε λόφο,
τις κλίμακες μέχρι ψηλά στον αιθέρα,
απλοϊκές ανθρώπινες μορφές,
απλές φιγούρες, απλά σώματα κι αυτήν την κατάνυξη του πλήθους
τη συρροή των φυλών της γης ...




















Περπατώντας και αναλύοντας τη ζωή, τη μοίρα της
κι αυτή την αγορά την ερειπωμένη των καισάρων
κι ένα δυό σειρές υπόγεια ύδατα του ελέους
και οδούς πολλές οδούς προς όλα τα κέντρα του πόνου
προς όλα τα κέντρα του μεγαλείου
Πόσο μεγαλειώδης να είναι η σάρκα;
Circus Maximus, Appia οδός, Colosseo
κι εσύ με τον πράσινο φόβο, όπως αντηχεί από λόφο σε λόφο
φόβος παλατίνος, φόβος αβεντίνος ή ένα κέλυφος ψηλό
από διαδρόμους και φύλακες
μέσα σ' ένα κέλυφος ψηλότερο
πάνω από ένα κέλυφος ακόμα πιο ψηλό
με τόξα και γωνίες που ανοίγουν και στάζουν
μέσα στη δροσιά, στα περιστέρια και τους γλάρους





















Τα οπίσθια δύο μεγάλων αγαλμάτων, δύο άλογα πλατιά, ένας στρατηλάτης
μια σκάλα που οδηγεί στον κόσμο, κι αυτός ο κορμός και τα καπούλια από φως
χάλκινο φως χρυσαφένιο, τα στήθη από δάση κι ο κόρφος
σκληρός χαλκός λαμπερός μεσα στα χέρια μας, οι θηλές του ρέμου οι θηλές του ρωμύλου
οι θηλές της λύκαινας, οι θηλές μου




















Θέλω να περάσω τις όχθες πέρα, των λόγων, και τη νύχτα
όταν παύουν οι φωνές και οι κραυγές
κι ακούγονται μόνο κάτι τραγούδια της νίκης, και το φεγγάρι
τη νύχτα να περάσω τη σκιά, σε μια πεσμένη κολλόνα
κι όλο το πέταλο της γης, όλη η κοιλιά της ρώμης ν' αδειάσει από ζωή
και να φύγω


μέσα στη νύχτα της
πάνω σε πόδια πάνω σε τροχούς




















να φύγω
πάνω σε πόδια, πάνω σε τροχούς
ν' ακούσω τη ζωή, ν' ακούσω αυτή τη ζωή που αναρίθμητη ζει
στη λάσπη και στα λουτρά, με πορφυρούς χιτώνες
αυτά τα χλωμά, τα θλιβερά φωτάκια των σωμάτων
και τις ασθενικές ανάσες των ονείρων
πάνω στο ξύλινο πάνω στο πέτρινο
πάνω στο ξύλινο, πάνω στο πέτρινο, στο λασπωμένο κρεββάτι των κοκκάλων

Ανίερα κύπελα, χοάνες από γρανίτη και νύχτα

από τις αιγυπτιακές ζωόμορφες σκιές στο λάγνο αίμα




















Τώρα που όλα σκορπίστηκαν σ' ένα κόσμο χωρίς νόημα
τώρα που ξεχνώ τα λόγια μου
κι όλο το κράσπεδο της ύλης υποχωρεί σ' άλλο κράσπεδο
και σ' άλλο και σ' άλλο και τα μέρη στροβιλίζονται και γυρνούν την περίμετρο
ρωτώντας κι αναζητώντας προσπαθώντας να θυμηθούν τι;
τι από τα λόγια του θανάτου
όλους αυτούς τους λαμπρούς επικήδειους
κι όλους τους άλλους τους θλιβερούς σακάτηδες
τους παραμορφωμένους σακάτηδες της ζωής
που ύλη και μορφή και ουσία τους πέταξαν εδώ
σ' αυτή τη λήθη του βόμβου
σ' αυτή τη λίθινη εποχή
τη λίθινη αρένα
σ' αυτή τη μηχανή του αοράτου
σ' αυτή τη μηχανική της τύφλωσης
σ' αυτή τη μεταφυσική των ρευστών
τη ρευστή μεταφυσική της σήψης




















Πολφός, νεύμα, νεύσις, πομφολυγή, ωάρια και κελύφη, μια αμυδρή απουσία, μια αμυδρή παρουσία, τι ν'ανακαλέσεις τώρα πια; και τι μουρμούριζες μέσα στο τράμ; μέσα στο λεωφορείο ή δίπλα στους Διόσκουρους, στο υπερμεγέθες πέταλο, στην πύλη του Κωνσταντίνου, μπροστά σ' αυτόν τον άγνωστο γίγαντα ...
Τι ν' ανακαλέσεις τώρα πια; και πιο ήταν το θέμα ή ο λυρισμός; ένα δάκρυ μπαρόκ ή μια ροδαλή σάρκα, τόσοι φόβοι ζωντανοί μες στις σκιές των ερειπίων ή το δάκτυλο της μοίρας, ο κόσμος, η μάζα του κόσμου που κυλά τη σκάλα του καπιτωλίου
τώρα που όλα σκορπίζονται σ' ένα κόσμο χωρίς νόημα, τώρα που όλο και καλύτερα ξεχνώ στιγμή τη στιγμή, τις στιγμές μου
και μένει μονάχα αυτή η αναμονή αυτή η κουρασμένη, η ταλαιπωρημένη, η βαριά αναμονή, αυτή η ανάσα που βγαίνει πάλι και πάλι
σπρωγμένη σ' έναν αυτοματισμό, σπρωγμένη από έναν αυτοματισμό
πεδικλωμένη, μπουχτισμένη, μπουκωμένη, θρεμμένη σ' έναν αυτοματισμό
ένα αυτόματο κλειδί μιας αόρατης κλειδαριάς, μια πορεία, ο βηματισμός
προς ένα αόρατο τέλος, ένα αόρατο τέρμα
Τώρα που όλα γυρνούν γύρω τριγύρω από αόρατα κέντρα
τώρα που ο κόσμος παίρνει τη θέση του
αυτή τη θέση την άμοιρη, τη μοιραία θέση, τη μοιρασμένη
τώρα που το πλήθος παίρνει τη θέση του, παίρνει τη θέση του και ορίζει
Η ζωή, η μοίρα της ζωής, η αγορά ερειπωμένη
και τα μεγάλα φασιστικά σύμβολα, τα μάρμαρα μιας υποθετικής ανδρείας
τα λευκά μάρμαρα μιας σίγουρης νίκης




















Απ' την ανατολή ο ευφράτης, στο νότο η αίγυπτος, και στο βορρά; τι είναι στο βορρά;

παρεκτός της τέφρας;

Πόσο μεγαλειώδης να είναι η σάρκα;

Φυλλάσσω στα πλευρά μου ένα παράξενο χρησμό

σε μια γλώσσα ξένη, τη γλώσσα μου

Φυλλάσσω στο πλευρό μου ένα μαντείο, ένα μάντη

που κλείνει τα μάτια και κοιτά την ψυχή του

Η απουσία είναι ένας αιθέρας πέτρινος στο φως του ήλιου

κι εγώ το ξέρω καλά πως ήρθε το τέλος του κόσμου, το τέλος μου




















("Ο μάντης", de Chirico)




















"Είχα πει, είχα σκεφτεί, άνοιξε τα χέρια σου, άνοιξε την αγκαλιά σου για μένα
ο πόνος είναι πιο μεγάλος απ' τους ανθρώπους
και η σκόνη η σκόνη αυτό το διάφανο απομεσήμερο, το καθαρό βράδυ
η σκόνη άπειρη γυρνά και γυρνά στο χορό των ατόμων
οι κρυσταλλένιες απολήξεις των άκρων της
αυτές οι τροχιές των αστερισμών μες στο σκοτάδι
οι αφορισμοί για το σύμπαν
κι ούτε που σμίξαμε ποτέ, εσύ, εγώ, η παρέα των φίλων που φιλοσοφούν μέσα στο βλέμμα
οι λυρισμοί και οι λυρικότητες του άστεος
μια πιπεριά και μια μελιτζάνα που ωριμάζει
η δίψα για νερό
ο θόλος της γης και η σχετικότητα της κίνησης
Ρώμη κι εκεί, κι εδώ Ρώμη, κι αυτές οι φουστανέλλες του θάρρους
μέσα στο μπράτσο των ανδρών ή κάτω απ' το δέρμα, ένα τίναγμα
το μεγάλο-σημαίνον, ο θεός ή ο διάβολος, η κρίση του μοντερνισμού
η ουσία της ευγένιας, η ουσία της ζωής, η φύση, η φύση
ο άνθρωπος από χώμα και νερό

Και όταν βραδιάζει (στις δέκα η ώρα) τότε πέφτω για ύπνο
με προσευχές
καλύτερα να πέθαινα μια τέτοια νύχτα μια τέτοια βραδυά
μες στις ανάσες απ' τα φυτά του κήπου που ποτισμένα ευτυχούν
με τα ψάρια γυμνά και τα φώτα της αίγινας
το άστυ κι η πόλη με πνίγει
αυτή η σάρκα η αξόδευτη και η δουλεία η δουλεία
οι φόνοι τόσων μα τόσων γυναικών ..."

Ν.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

"... Φως φως φως κομμάτια από φως κομμάτια από σάρκα ..."




«και ήξερα πως ακουμπούσα ένα νεκρό

πως είμαστε πληγές, αιμάσουσες πληγές

πως δεν έχει αυγή η νύχτα
πως βουλιάζουμε και πως πνιγόμαστε μ’ ένα χάδι

και μ’ ένα φιλί πως σαπίζουμε

και λιώνουμε και μυρίζει η σάρκα μας ρημαγμένη»


























«βότσαλα της θάλασσας
οι γωνιές του σπιτιού και τα θεμέλια

η γέννα μου και η ταφή μου

ένα κυπαρίσσι και ένα πεύκο αδελφωμένα

η καμπάνα και το καμπαναριό

τα ρούχα τα παπούτσια μου

το στρώμα που κοιμάμαι

η στάση που στέκεις και των μαλλιών ο θύσανος

τα ανίερα στήθη και το δέρμα του φιδιού

οι ασημένιες πόρπες της κοιλιάς σου

και τα δοχεία τα δοχεία των πτυέλων

η τρίτη σου θηλή
η τέταρτη διάσταση»





















μάτια, μάτια εξαϋλωμένα
κι από το στόμα στάζουν
οι μέρες και τα χρόνια
μες σε λυγμούς
και το φως το φως!
πόσο ήθελα να το κάνω να σωπάσει!
που πέτρωνε κι έπειτα έσπαζε σαν κερί και γέμιζε
τη σκηνή, τη ζωή, την όψη, με κραυγές και αγωνία
κομμάτια από χαρτί, ευχές και αγγελτήρια
ποινές, εκτελέσεις, θανάτους
τομές, σίδερα, βέργες
σκοτεινές σπηλιές, σκοτεινούς τάφους

που μ’ έλουζε με μια θανατερή ματιά
και σ’ έλουζε με σάβανα αισχρά
κι έπειτα ο χρόνος
αυτός ο τύραννος
με τα σφυριά και με τα δόκανα
που ερχόταν κι έφευγε
και τυραννούσε τη ζωή

η θλίψη
ένα ένα τα πήρε όλα και τα ρήμαξε
τα πέταξε …
































Τι είμαι; τι είμαι άλλο; από ανόητες ορμές,
άλλο, άλλο από τίποτα
ήττες
συντριπτικές ήττες
τι είμαι; που φτάνει το πόδι μου; μισό μέτρο πάνω απ’ τη γη
πάνω απ’ το χώμα μισό μέτρο
και δίπλα, στη σειρά, πίσω και μπρος,
μια θάλασσα από σάρκα,
καταβόθρα ,
όπου αναβλύζει το φως,
αναβλύζει το σκοτάδι,
και από τα παράθυρα η συγκίνηση,
η συγκίνηση, η συγκίνηση …
και από τα παράθυρα η συγκίνηση κυλά
στόμα πληγιασμένο,
δόντια σαθρά, όλα ένα γύρω πονούν,
ματωμένη συγκίνηση,
η συγκίνηση, η συγκίνηση …
τι είμαι; τι άλλο είμαι;
τις μέρες όλες και τις νύχτες,
που γυρνάς από μακριά, και στρίβεις την πλάτη,
που γυρνάς από μακριά, και ολόκληρος ο κόσμος παγώνει,
και αδειάζει η κοιλιά, η ράχη, σκαλιά σκαλιά οι άδειες πλατείες,
ο σπλήνας,
και φοβάμαι …
που γίνομαι κουβάρι και πάλλομαι,
την ανάσα σου φοβάμαι, άλλο δεν θέλω να υπάρχω,
όπως μεγαλώνει η σκέψη με νήματα και πονά το κεφάλι …
ήσυχη ζωή που είσαι;
εγώ δεν είμαι από σάρκα δεν θέλω να είμαι από σάρκα
κι ο πόνος μου μόνος να στέκει σ’ ένα αστερισμό του εγκεφάλου …

ανυπέρβλητος είναι,
ο θάνατός σου,
ο θάνατος,
κι ο πόνος,
αυτό το μοιραίο εισιτήριο, το μοιραίο εισιτήριο …
κι ανοίγει το μυαλό σ’ αυτή την άναρχη δυνατότητα
σ’ αυτές τις δυνατότητες
και γεμίζω με φρίκη
φρίκη
σάρκες κομμένες
σώματα γδαρμένα
φωτιά …

και δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που είναι
αυτό που είναι
αυτό που είναι
αυτό που κοιτώ
αυτό που ζητώ
αυτό που κοιτώ
αυτό που φοβάμαι
αυτό που πιστεύω
αυτό που είναι
αυτό που είναι ότι είναι
αυτό που πιστεύω ότι είναι
αυτό
αργά αργά όπως μεγαλώνει η σκέψη με νήματα
και πονά το κεφάλι …

Ήσυχη ζωή που είσαι;
Εγώ δεν είμαι από σάρκα
Εγώ δεν θέλω να είμαι από σάρκα
Και ο πόνος μου να στέκει μόνος
σ’ έναν αστερισμό του εγκεφάλου

Φως φως φως κομμάτια από φως κομμάτια από σάρκα
Η σάρκα σου στο στόμα μου οι σάρκες σου στο σώμα μου
Οι σάρκες μου στο φώς και λάμψεις λάμψεις οι δομές των κοκκάλων
Και τώρα πάλι χωρίς φωνή
Χωρίς μνήμη το φως
Και στα μάτια σου πάνω η στάχτη του κόσμου
Η έκρηξη του βουνού η φωνή του γρύλου
Η πέτρα και η βροχή κατρακυλούν στη νύχτα
Και στην όψη σου πέταλα πέταλα οι εγκοπές οι οπές τα εγκαύματα
Και οι εκκωφαντικές κραυγές οι θλιβερές κραυγές
Οι κραυγές τους
Σώματα γυμνά
Σώματα γυμνά
Σώματα γδαρμένα
















































«Δώσε μου δύναμη
να αρχίζω

να ξαναρχίζω

να ξαναρχίσω,

δώσε μου δύναμη

να τελειώνω

να τελειώνω

να τελειώσω εδώ,

του θανάτου τη δύναμη,

τη δύναμη του χρόνου,


τη δύναμη,
το θάρρος,

δώσε μου


το φόβο από πάνω μου πάρε,

από πάνω μου
τη δαιμονική φρίκη,
τα φτερά του ιλίγγου,

το καθρέπτισμα του βάθους,

τον αχό, τον αχό του βάθους,

αυτή τη συρτή βοή,

που περνά απ’ την πόρτα,

και σέρνεται στο πάτωμα,


πάρε
τα λόγια τα σιγανά,
το ψιθύρισμα του τάφου,

τη νύχτα,

του νου τη νύχτα,

τα ρυθμικά ουρλιαχτά,


από πάνω μου πάρε

του φόνου, του θανάτου το χάρισμα,

την πολυπόθητη αυγή,

την παγωμένη ανάσα,

των κυμάτων την ορμή


λύτρωσέ με απ’ την ώρα

απ’ τη φωνή,

τη λαλιά,

απ’ όλες τις λέξεις του κόσμου,


στάζουν αίμα
και χάνονται
στο σκοτάδι σβησμένα
του σφάγιου τα μάτια


τα μάτια μου

δώσε μου

και τη λήθη

τη δροσερή λήθη στην καρδιά του πυρός

τη δροσιά του ανέφελου ύπνου


πονούν τα μάτια μου

φεύγουν, ξεφεύγουν

και ψηλά κοιτώ και χαμηλά και χάνομαι

τα ανίερα, τα ιερά,
τις βδελυρές άκρες

και σφυρίζει η κραυγή

και η κόλαση χάσκει»


Ν.










































Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

" ... manmachine ..."





η όψη τους σα μηχανή έτσι σκληρή και βαριά
με κλειστά μάτια
και τη σκόνη των δρόμων στις άκρες
και τη μαυρίλα



όρθιοι στα πενήντα
ευδιάθετοι
μάτια λαμπερά
μια ηλιαχτίδα του απογεύματος στην τσέπη

τα παιδιά τους

και στις μασχάλες δυο φωνές
μια ανάσα
άπλυτα ρούχα
στην αποθήκη
μια ζεστή φωλιά το καλοκαίρι
μακριά απ’ όλους
και στην κοιλιά μια σύσπαση του γκρίζου

όταν τα έργα ανοίγονται στο χρόνο
σαν αυλές πατρικές και χαμόγελα







η βάση του λαιμού
ξανθιά και κόκκινη κρούστα
τύρφη και σκόνη
επικονίαση και σπορά
ανθοφορία και βλάστηση
με τους ήχους των μελισσών στο μακρύ χειμώνα
κι ένα μυρμήγκιασμα λεπτό από σειρές σειρές ακροδακτύλων

ελαιόφυτα στήθη και στέρνο
που αγριέψαν το περσινό καλοκαίρι
και άκρες ξερές στα κλαδιά των μαλλιών
γκρίζα και ασημένια φύλλα που ανακατεύονται στον άνεμο

ένα σκαθάρι που τρυγάει και σκάβει
ένα δάχτυλο παιδιού και μια ανάσα στης αράχνης το δίχτυ

κι όπως ένας μοχλός ή μια εσοχή το στόμα
τα μπουλόνια
οι ακτίνες
το μεταλλικό σώμα
η πλατιά βάση
τα ελατήρια
η σύσπαση των μυών
η μυρωδιά της βενζίνης
το λάδι

μυστηριώδεις χυμοί
και πάνω στο κάθισμα
ψίχουλα ή αποφάγια
μιας άλλης μέρας
ανήσυχα πόδια και κάλτσες
σακούλες πλαστικές κουβάρι
και ένα ξεχασμένο μολύβι
χαρτιά ξεθωριασμένα
μια απόδειξη ή κάτι κολλώδες
ένα σαπισμένο λάστιχο
ένα νόμισμα ευτελές
ο καθρέπτης
μ’ ένα στρώμα λεπτής σκόνης
αδιόρατης θλίψης
το βλέμμα του ήλιου του απογεύματος στο μάγουλο
λεκέδες στο ύφασμα
κύτταρα δέρματος
ή σταγόνες της βροχής
λάσπη και τρίχες απ’ τα μαλλιά και σήματα
σήματα πολλά
αγώνες δρόμου, δρόμοι αγωνίας
δρόμοι ταχύτητας, συγκρούσεις τρομακτικές
βία
βιασύνη
μια ανοικτή πληγή στα δέκα μέτρα
κάτω απ’ τον πήχη
κάτω απ’ τη μασχάλη
κάτω απ’ την κοιλιά
ένας σωλήνας παλιός αδιέξοδος
μια ξοδεμένη μέρα
η εξάτμιση που στάζει
μια ξοδεμένη ζωή
και η ράχη
γραμμές και καμπύλες
ρινίσματα σκουριάς
ρωγμές
το χρώμα
το βάρος
η ανάταση
η συστολή
η μεταφορά
ο καπνός
σταγόνα σταγόνα
μια εξάτμιση πικρή
με λυγμούς
ένας άξονας τρύπιος
ρούχα άπλυτα
κιτρινισμένα λευκά μεσοφόρια
οι σταγόνες απ’ τη βρύση του μπάνιου
το επίχρισμα του γιαουρτιού
το μπλε σου σακάκι
κομμάτια κεριού στις παλάμες
στους ώμους
ένα νεύμα ματαιωμένο
ή μια λάμψη στα μάτια
σα σπίθα
αυτός ο σκληρός μοχλός
που δύσκολα γυρνά
ξερές πευκοβελόνες
γράμματα της βροχής
φύλλα ευκαλύπτων
δάση καμένα
πληγωμένοι κορμοί
ομιλία λευκή και παχύρευστη
τι είπες,
τι θα πεις
ή που δάκρυσες
τα χέρια σου της αφής
ή τα χέρια του πόνου
οι ασφάλειες
οι μονώσεις
το κεντρικό κλείδωμα
το τσάι
ο τρόπος που βάζεις το ένα πόδι
πάνω στ’ άλλο
το τρίγωνο της κοιλιάς,
το τετράγωνο
η σόλα των παπουτσιών
η οσμή σου
τα μάτια και η καρδιά
της μάνας σου
το ψέμα
του πατέρα
η φοβέρα του κόσμου

όλα

δίπλα στο τιμόνι
το φλας
οι ενδείξεις
ο τρόπος που κρατάς το μήλο
ο τρόπος που κρατάς την έριδα
η ξαφνική ροή
οι συσπάσεις και οι διαστολές της γέννας
στην άθλια τούτη κάμαρη
η συντροφιά του τοίχου
η αγάπη του πατώματος
το πέταγμα της μύγας
η βουβή κραυγή
το βουβό και ψυχρό σύμπαν
οι εκρήξεις του θάρρους και οι ηρωισμοί




όλα

ρυάκια και ρωγμές
χείλη και δάχτυλα
δάκρυα
χρώμα
χτύπημα

όλα

τα ευαίσθητα βλέφαρα
ατσάλι
μέταλλο
ρινίσματα
σκόνη
μηχανή
λωτός
νούφαρα
στάχτη
ο τρόπος να είσαι
ο τρόπος να κοιτάς
ο τρόπος να είσαι
βαθιά μέσα στον τοίχο
τα συρμάτινα νήματα
η απουσία
το σκοτάδι

βαθιά μέσα στο σίδηρο
το χέρι φυλακίζεται

η αόρατη καρδιά του μετάλλου


(photos by Robert Flynt)

αυτός ο τρόμος στη θέα της σάρκας η μυρωδιά από τα ρούχα που γδύθηκες και το φάσμα του σώματος που ξεθωριάζει

N.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

"... αδύναμο κορμί αδύναμη ζωή ... κι εσύ μες στο θολό κόσμο ...".












... τρίμματα από την περσινή σου καρδιά

υπολείμματα
απ’ τις βλέννες της περσινής γέννας
τα έμμηνα
το γαστρικό υγρό
οι νύχτες του έρωτα
η λάσπη του έρωτα ...


... μάτια πλημμυρισμένα

τα δάκρυα των κεριών

το τυχαίο το απαλό φιλί στο μάγουλό σου

μια πεταλούδα σα σκιά στο σβέρκο σου

και η άνοδος, η πτώση

η γραμμή του ουρανού στον καθρέπτη ...





















εσύ που κρατούσες στα χέρια σου και στην κοιλιά
τις τύχες του κόσμου
σαν σπαρταριστό πουλί
σαν καρδιά από πέτρα
πάνω στο τραπέζι απλωμένος
με μια δράκαινα στην κοιλιά
με τις κοπριές των αλόγων
και τις μύγες του απογεύματος να ψέλνουν





























που πήγε η ατσάλινη μέση
αυτή η πνοή η συντροφική
στο αυτί το ψιθύρισμα της αγάπης
το λουλούδι του κόσμου και του φωτός
η χλόη της ευτυχίας
η σιωπηλή πνοή των αγοριών που μεγαλώνουν
τα γλυκά γλυκά μάτια των κοριτσιών
που μυρίζουν τα ρόδα




















... όλες αυτές οι χαμένες λέξεις

η γέννηση
η τροφή
η απόλαυση
και η σήψη

τα άγνωστα σώματα
και οι παράλληλες μέρες

για πάντα άγνωστες και ξένες

η θρυαλλίδα απ’ το γόνατο
ο ιδρώτας στην παλάμη

το δασωτό στήθος
η κουρασμένη γλώσσα

οι φλογισμένες σπηλιές
οι γλιστερές κατηφόρες

αυτές οι συραγγώδεις διαστάσεις
οι συσπάσεις της καρδιάς σου

και οι μορφασμοί στον καθρέπτη

αυτός ο διψασμένος δαίμονας του τάφου
και ο σκώληξ της σαρκός
που ριγά κάτω απ’ τη γνάθο σας ...


Ν.