Tuesday, June 20, 2006

ΗΡΩ και ΛΕΑΝΔΡΟΣ.




"-Εσύ φοβάσαι το θάνατο? ρώτησε εκείνος ξαφνικά την Ηρώ.

-Εγώ για το θάνατο δεν ξέρω τίποτα, ξέρω μόνο ότι θα πεθάνω στις 12 και 5΄.

............................................................................................................................

Αλλά ο Χρόνος ποτέ δεν στέκεται πάνω σ΄ένα πόδι.Τα πράγματα προχώρησαν.Κάθε βράδυ εκείνος άναβε το φώς τη στιγμή που η Ηρώ το έσβηνε.Εγώ καθόμουν στο μπαλκόνι,κάπνιζα την πίπα μου,που και που σήκωνα το καπέλο μου και το γέμιζα με
καπνό.Έβλεπα απο την άλλη πλευρά του δρόμου,τον Γιάν Κομπάλα να βγάζει τις μποτες του και να τις πετάει,τη μια στη μια και την άλλη στην άλλη γωνία τουδωματίου,να πίνει, κρατώντας το μπουκάλι μόνο με τα δόντια,να κόβει με το σπαθί,μπούτι απο το ψητό κοτόπουλο πάνω στο τραπέζι.Έπειτα να ξαπλώνει στο κρεβάτι,να ξεκοκαλίζει το μπούτι και να ρίχνει το κόκαλο κατευθείαν μέσα στην μπότα,στη γωνία του δωματίου.Ύστερα να βγάζει το πουκάμισό του και εκείνη τη στιγμή ν΄ανοίγει η πόρτα,να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο η Σελήνη και μέσα απο τη Σελήνη,η αδελφή μου,η Ηρώ.
Εκείνη κοιτάζει τον αξιωματικό κατάματα,σα να είναι τυφλή.Τον πλησιάζει,σκύβει επάνω του και εκείνος,με τη γλώσσα,αρχίζει να ξεκουμπώνει την μπλούζα της.Τότε η Ηρώ ρίχνει μιά ματιά προς το μπαλκόνι,όπου εγώ καπνίζω,φτύνει στο κερί,και μαστιγώνοντας τη Σελήνη με τα μαλλιά της,καβαλάει το κρεβάτι του και εκείνον πάνω στο κρεβάτι,έπειτα σαν το χιόνι που πέφτει στη Γη,χωρίς ν΄αποτραβηχτεί ούτε μιά φορά,αρχίζει να κατεβαίνει πάνω στο θήραμά της...
Το καπέλο και τα μαλλιά μου είναι γεμάτα καπνό,μερικές φορές σηκώνομαι και
πηγαίνω στο Πανεπιστήμιο να εξασκηθώ,ή στις ταβέρνες που κολλούν απο την μπύρα.Ή να δω πως οι Εβραίοι θάβουν βιβλία ,αλλά μέσα μου κάτι χύνεται και αισθάνομαι πως το μούσι μου κάτω απο τις κρεατοελιές μεγαλώνει πιο γρήγορα απ΄όσο γύρω τους,αισθάνομαι πως πρέπει να αλλάξω τον εαυτό μου.Πραγματικά αρχίζω να αλλάζω και συνέχεια κάτι κάνω γι΄αυτό.
Μιά μέρα, η αδελφή μου εμφανίζεται φορώντας τα μάτια της σαν πολύ ώριμα φρούτα και τα χέρια ξεχασμένα μέσα στο μανσόν.Ο αξιωματικός Γιάν Κομπάλα δεν ανοίγει πιά την πόρτα του.Εκείνος δέχεται στο δωμάτιό του κάποια άλλη Αγάπη.Η Ηρώ δεν λέει τίποτα.Εγώ κάθομαι όπως συνήθως και περιμένω.Έρχεται η στιγμή που εκείνη σβήνει το φώς στο δωμάτιό της,ενώ εκείνος το ανάβει στο δικό του δωμάτιο.Κι εμένα με διαπερνάει ρίγος στην πλάτη,ξελύνονται οι τρίχες μου κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης,το πουκάμισό μου τρίζει.Σβήνω την πίπα με τον αντίχειρά μου,και βρωμάει όπως το κρέας στα κάρβουνα.Σηκώνομαι αθόρυβα,βγαίνω έξω στο δρόμο,τον διασχίζω και ανεβαίνω ως το διαμέρισμα του
Κομπόλα.Ανοίγω την πόρτα,μπαίνει η σελήνη μέσα στο δωμάτιο,μέσα απο τη σελήνη
μπαίνω κι εγώ.Τον κοιτάζω κατάματα,σαν να μη βλέπω,τον πλησιάζω,σκύβω επάνω του και εκείνος,με τη γλώσσα του,αρχίζει να ξεκουμπώνει το παντελόνι μου.Εκείνη τη στιγμή ρίχνω μιά ματιά πρός το μπαλκόνι μας,όπου κάθεται η Ηρώ,φτύνω στο κερί και ξαπλώνω με τον Κόμπολα.Διότι εγώ είμαι τώρα εκείνος τον οποίο αυτός περιμένει κάθε βράδυ,αντί για την Ηρώ.
Μιά μέρα η Ηρώ σηκώνεται νωρίς,πλέκει τα μαλλιά της με τρόπο που της επιτρέπει
να αισθάνεται σαν να είναι η Άνοιξη,γιατί αυτή είχε διαφορετικούς τρόπους χτενίσματος: εάν έβαζε στα μαλλιά της κορδέλα,αισθανόταν σαν να είναικαλοκαίρι,
εάν χτενιζόταν φτιάχνοντας τα μαλλιά της κοτσίδα,είχε την αίσθηση ότι είναι Άνοιξη.Και εκείνη την ημέρα χτένισε τα μαλλιά της κοτσίδα,πίσω στον αυχένα,και έφυγε νωρίς απο το σπίτι.

Δεν την είδα ποτέ πιά.

Με ειδοποίησαν ότι αυτοκτόνησε.

Εκείνη την ημέρα στις 12 και πέντε σκοτώθηκε απο έκρηξη που την προκάλεσε μόνη
της στο εργαστήριο της Χημείας.Έτσι ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να την ρωτήσω εξαιτίας τίνος έκανε αυτό το βήμα πέρα απο τη γραμμή,του Γιάν ή εμένα.Δεν με άφησαν να δω ούτε τη σορό της.
Το ρολόι τσέπης,απο τότε,το φοράω σταματημένο στην ώρα του θανάτου της,αυτό πάντα δείχνει 12 και πέντε και κάθε μέρα περνάει τη στιγμή της τρομακτικής του ακρίβειας. Και το φοβερό ερώτημα,ποιανού η πράξη,του αξιωματικού ή η δική μου, ποιά απ΄αυτές τις δύο απιστίες την έσπρωξε στο θάνατο,έγινε για μένα ερώτημα ζωής και θανάτου.
Η φιλία μου με τον Γιάν Κομπάλα,βεβαίως διακόπηκε αμέσως.Εκείνος εξαφανίστηκε χωρίς ν΄αφήσει κανένα ίχνος κι εγώ απο τότε γυρίζω σκοντάφτοντας στον ίδιο μου τον ίσκιο...".

Wednesday, June 07, 2006

Του Ιούδα...




Όταν κατέβουμε τη σκάλα,τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί γνώριμοι,αόριστοι φίλοι,
μ΄ένα χαμόγελο στ΄ανύπαρκτα τους χείλη?
Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι,
περνά η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μές στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγματα χρώμα.
Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε,που να πάμε?
Αναγκαστικά ένας τον άλλο θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.
Άν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεσαι πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα΄ναι της άμμου.
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε,Κύριε και το τεραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.
ΥΓ.Ο Καρυωτάκης,λίγο πριν κεράσει εαυτόν μιά καυτή σφαίρα στον κεφάλι,έγραψε (ίσως) το συγκλονιστικότερο Μαύρο Ποίημα, της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του 20 ου αιώνα.Δεν τού΄μεινε χρόνος,ούτε καν τίτλο να του βάλει...