Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Οι ποιμαντικές προκλήσεις στον σύγχρονο κόσμο

Πηγή

Στη σύγχρονη κοινωνία αμφισβητείται πλέον ο παραδοσιακός ρόλος και η σημασία της Εκκλησίας και αναδύονται νέες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η μετεξέλιξη της κοινωνίας σε μία κοινωνία χρησιμοθηρική όπως και η ανάπτυξη της ιδέας του μηδενισμού έχουν οδηγήσει σε αμφισβήτηση της χρησιμότητας της Εκκλησίας, μα και της διαχρονικότητας της χριστιανικής παράδοσης

Η ποιμαντική είναι το μέσο που θα χρησιμοποιήσει η Εκκλησία, για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις. Σε αυτήν την κοινωνία θα πρέπει να δώσει απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα των ανθρώπων, να καλλιεργήσει ένα εκκλησιοποιημένο φρόνημα στην καθημερινότητα της ζωής τους και να βρει τρόπους να προσεγγίσει τη νέα γενιά που βρίσκεται μακριά από την παράδοση

Οι ποιμαντικές προκλήσεις στον σύγχρονο κόσμο – π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

 

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

10. Ποιος ευθύνεται για το κακό; Ποιος μπορεί να μας σώσει από το κακό;

Ο σεβασμός του άλλου στην Ορθόδοξη παράδοση




Το κουτσό

1974

Εγκατάσταση

Περιβάλλον
6 ανθρώπινες φιγούρες, 9 βαλίτσες, ένα κλουβί, βάση από πισσόχαρτο και σχέδιο κουτσού ζωγραφισμένο με κιμωλία
155 x 440 x 600 εκ.
Αγορά 2000
Αρ. Εισ. 3/2000

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Βλάσης Κανιάρης, από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ελληνικής μεταπολεμικής τέχνης, στρέφεται σε μια «κοινωνιολογία του πραγματικού» διερευνώντας τη λειτουργία του έργου τέχνης ως κοινωνική μαρτυρία. Εκκινώντας από την πρόθεση να «ξαναδημιουργήσει την εικόνα καθώς και την αίσθηση των τοίχων στην Αθήνα της Κατοχής», ο Κανιάρης θα ξεκινήσει το 1959 τη σειρά έργων Τιμής ένεκεν στους τοίχους της Αθήνας 1941–19…. Τα έργα παράγονται μέσα από μια χειρονομιακή διαδικασία αλλεπάλληλων επιστρώσεων γύψου, υφασμάτων, χαρτιών, παλίμψηστων γραφών, χαράξεων και αποσβέσεων, με σκοπό να συμπυκνωθεί και να διασωθεί η μνήμη του αστικού δημόσιου χώρου σε μια από τις πιο τραγικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Κατά τη διαδικασία αυτή, ο Κανιάρης οικειοποιείται και μεταγράφει με κόκκινο χρώμα αποσπάσματα από τον δημόσιο λόγο της Αντίστασης και του Απελευθερωτικού Αγώνα, όπως αποτυπώθηκαν σε συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας στη γερμανική κατοχή, όχι χωρίς αναγωγές στην πρόσφατη για τον καλλιτέχνη μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Το γράμμα E, που διακρίνεται στο έργο, θα μπορούσε να διαβαστεί ως το αρχικό γράμμα αντιστασιακών οργανώσεων όπως το EAM και ο ΕΛΑΣ ή απλώς ως το αρχικό γράμμα της λέξης Ελευθερία. Ο θεματικός και μορφολογικός προσανατολισμός στο πραγματικό ενισχύεται στα έργα των επόμενων ετών, στα οποία εμφανίζονται ακρωτηριασμοί και γυψώματα ανθρώπινων μελών και αντικειμένων. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η χρήση του γύψου θα συσχετιστεί από τον καλλιτέχνη με «ένα συγκεκριμένο γύψωμα, το οποίο υφίστανται όλοι στην Ελλάδα από τότε που έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα το 1967». Μετά και την έκθεση του καλλιτέχνη στη Νέα Γκαλερί το 1969, έργα της ενότητας, όπως οι Όψεις του ρατσισμού II που δημιουργεί το 1970 στο Παρίσι, θα αποτελέσουν με τον άμεσα αναφορικό τους χαρακτήρα σύμβολα της αμφισβήτησης και της απελευθερωτικής λειτουργίας της τέχνης απέναντι στις ακραίες συνθήκες της στέρησης ελευθεριών και της πολιτικής καταπίεσης. Τα έργα Συνύπαρξη και Κουτσό του Βλάση Κανιάρη δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της ενότητας Μετανάστες (1971–1976), που αναπτύχθηκε αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Βερολίνο, με την υποστήριξη του οργανισμού DAAD, και παρουσιάστηκε στην περιοδεύουσα έκθεση με τίτλο Gastarbeiter–Fremdarbeiter [Φιλοξενούμενοι εργαζόμενοι – Ξένοι εργαζόμενοι] στη Γερμανία και την Αγγλία το διάστημα 1975–1976. Ο όρος Gastarbeiter χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης φτηνού ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού από χώρες του ευρωπαϊκού Νότου στην κεντρική Ευρώπη κατά τις δεκαετίες 1950–1970, στο πλαίσιο διακρατικών συμφωνιών με σκοπό τη μεταπολεμική βιομηχανική ανασυγκρότηση. Από τα σημαντικότερα έργα της ενότητας, το Κουτσό είναι ένα περιβάλλον από ακέφαλα ανδρείκελα που στέκονται σε ένα δάπεδο με το σχέδιο για το παιχνίδι «κουτσό», στο οποίο οι αριθμοί αντικαθίστανται από λέξεις που σχετίζονται με τους μηχανισμούς της μεταναστευτικής πολιτικής και τα στάδια ένταξης του «φιλοξενούμενου» εργατικού δυναμικού. Μέσα από μια διαδικασία επεξεργασίας επιστημονικών στοιχείων και επιτόπιας έρευνας, ο Κανιάρης επικεντρώνεται σε αφηγήσεις, φωνές, χειρονομίες, καθημερινά αντικείμενα γύρω από τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες επιβίωσης των «φιλοξενούμενων εργατών», αναδεικνύοντας όψεις της αβέβαιης πραγματικότητας του εκτοπισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού, της εθνικής προέλευσης και της αμφισβητούμενης υπηκοότητας.
Τίνα Πανδή, κείμενο από τον οδηγό της μόνιμης έκθεσης ENTER EMΣΤ : Συλλογή & Ιστορία, Ένας σύντομος οδηγός, 2020

Πηγή 


Το κουτσό

Ο Βλάσης Κανιάρης και τα ακέφαλα ανδρείκελά του με τις βαλίτσες. Αλλάζοντας το καλλιτεχνικό τοπίο τα χρόνια της μετανάστευσης. Μια περιήγηση στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης και στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Ξεκινώντας από τη μετανάστευση, ο Κανιάρης επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις Βορρά και Νότου.

 

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

Η Ορθόδοξη προσέγγιση των εσχάτων

Πηγή

 Με τον π. Δημήτριο Μπαθρέλλο, θεολόγο και επισκέπτη καθηγητή Ινστιτούτου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών στο Κέμπριτζ του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ποια είναι τα έσχατα για τα οποία μιλάει η Ορθόδοξη Εκκλησία; Είναι αυτή η δαντική αποκάλυψη η οποία έχει κατακλύσει την παγκόσμια, σχεδόν, αντίληψη για την αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο; Είναι μια εντελώς φιλοσοφική αντίληψη του τέλους της ζωής του ανθρώπου ή είναι μια οντολογική οπτική;

Για την Εκκλησία μας η εσχατολογία είναι μια συνεχής και βιωματική διαδικασία των Χριστιανών, οι οποίοι επιθυμούν να γευτούν την βασιλεία των Ουρανών, όχι περιμένοντας να έρθει με τον φυσικό θάνατο, αλλά προσπαθώντας ενεργά να γίνουν μέλη της βασιλείας αυτής «εδώ και τώρα». Είναι, λοιπόν, μια αντίληψη η οποία είναι πάντοτε προσανατολισμένη στην βιοτική του ανθρώπου και όχι σε μια μελλοντική και απόμακρη «αποκάλυψη».

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

Η αυτογνωσία ως καρπός του Αγίου Πνεύματος

Πηγή

Η ζωή ενός Χριστιανού, ενός ανθρώπου ο οποίος ζει μέσα στην Εκκλησία, έχει ως επίκεντρο τον Χριστό. Ο Χριστός γίνεται η αρχή των πράξεών μας και η αιώνια ζωή ο σκοπός τους. Μόνο μέσα από την ζωή εν Χριστώ, μπορεί ο άνθρωπος να ολοκληρωθεί όπως και μόνο μέσα από την αυτογνωσία που γεννάται από την πνευματική ζωή ο άνθρωπος μπορεί να βάλει στην άκρη τους εγωισμούς τους. Η αυτογνωσία γίνεται τρόπος ζωής και μάλιστα ευτυχούς ζωής, αφού γνωρίζοντας τα πάθη του ο άνθρωπος , έρχεται και στην θέση να τα αντιμετωπίσει.

Με τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο, Καθηγητή Δογματικής και Φιλοσοφίας στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης.

 

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Η παρακαταθήκη του Ντοστογιέφσκι

Πηγή

Η μορφή του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι αποτελεί ένα πνευματικό και συνάμα λογοτεχνικό φαινόμενο. Από τους “Αδελφούς Καραμαζόφ”, τον “Ηλίθιο” μέχρι το “Έγκλημα και Τιμωρία”, τα μυθιστορήματά του, έχουν μέσα τους τόσο ρεαλισμό όσο και βαθιά σκέψη για το ποια ακριβώς είναι η ουσία της ζωής του ανθρώπου. Μέσα από τους χαρακτήρες του, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας δείχνει τις δυσκολίες αλλά και την ελπίδα που πάντα υπάρχει, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του ανθρώπου, τις οποίες και ο ίδιος γνώριζε.

Τα κείμενά του πάντα εμπεριείχαν ένα θεολογικό στοιχείο. Το θείο πάντοτε ήταν σημείο αναφοράς για αυτόν στα κείμενά του και οι χαρακτήρες του πάντοτε έψαχναν αυτό το εμπόδιο που τους διαχωρίζει από αυτή την οπτική του κόσμου, την οπτική της ελπίδας. Θα ήταν υποτίμηση για το έργο του άμα το τοποθετούσαμε στην ίδια κατηγορία με άλλους ευρωπαίους λογοτέχνες, καθώς ο ίδιος υπερέβη την κοινή ευρωπαϊκή λογοτεχνία και της έδωσε έναν θεολογικό χαρακτήρα ο οποίος ακόμα και σήμερα δημιουργεί θαυμασμό.

Με τον Σταύρο Γιαγκάζογλου, Επίκουρο καθηγητή Δογματικής, Θεολογική Σχολή ΕΚΠΑ

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Συνοδικό σύστημα | Το χάρισμα του Παρακλήτου

Με τον κ. Δημήτριο Μόσχο, αναπληρωτή καθηγητή και πρόεδρο του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι το σύστημα με το οποίο λειτουργεί και οργανώνεται. Η πρώτη Εκκλησία οργανώθηκε από τη σύνοδο των Αποστόλων του Χριστού, οι πρώτες αποφάσεις των οποίων περιστράφηκαν γύρω από τα πρόσωπα των διακόνων. Ομοίως και σήμερα με συνοδικό τρόπο η Εκκλησία οργανώνεται και διοικείται πάντοτε με σκοπό την πνευματική στήριξη του ποιμνίου της.

Με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και με γνώμονα τον Λόγο του Θεού και τις διδαχές των Πατέρων η σύνοδος οργανώνει τα διοικητικά θέματα τα οποία το ποίμνιο δεν μπορεί να διαχειριστεί. Αποτελεί έτσι την βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η Εκκλησία στον χώρο και τον χρόνο σε πλήρη αρμονία και συνέχεια με την αποστολική παράδοση.


Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Ιεραποστολή και Διακονία: Η ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας αγκαλιάζει τον κόσμο ολάκερο!


9. Η έκφραση της οδύνης στην τέχνη


Σύγχρονες προκλήσεις της Εκκλησίας

Πηγή

 Στην σημερινή πολύπλοκη πραγματικότητα η Εκκλησία καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από προκλήσεις που “ταλανίζουν” την κοινωνία και τον κάθε πολίτη της σε κάθε πτυχή της ζωής του, από την σχολική του ζωή μέχρι και την ενηλικίωση. Σωτήριος σταθμός για τον άνθρωπο αυτής της κοινωνίας είναι η Εκκλησία, η οποία σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα κέντρο πραγματικής γαλήνης

Αυτή η Εκκλησία καλείται πολλές φορές καλείται να αντιμετωπίσει προκλήσεις της νεωτερικής και μετανεωτερικής κοινωνίας, που ποτέ προηγουμένως να μην είχε κληθεί να αντιμετωπίσει. Υπό αυτό το πρίσμα η Εκκλησία οφείλει να θέσει καινούργιες βάσεις διαλόγου με αυτή την κοινωνία για να συνεχιστεί χωρίς κάποιο εμπόδιο το έργο της, διάδοσης του μηνύματος του Ευαγγελίου

Σύγχρονες προκλήσεις της Εκκλησίας – π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, θεολόγο-εκπαιδευτικό και Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως Κέρκυρας.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Η ανακουφιστική φροντίδα

Πηγή 

Η στήριξη των ασθενών και των συγγενών τους, είναι κάτι που συναντάμε σε πολλούς πολιτισμούς και θρησκείες. Η έννοια της παρηγορίας ως ένας τρόπος συμπαράστασης στον πόνο αναγνωρίζεται από τα αρχαία χρόνια, με αναφορές σε επικές ιστορίες. Στον αρχαίο κόσμο, η ανακούφιση από τον πόνο επιτυγχανόταν κυρίως μέσω της μαγείας, της θρησκείας και της ιατρικής, με την ιατρική τελικά να επικρατεί ως βασική μέθοδος θεραπείας. Η ανακουφιστική φροντίδα, όμως, παραμένει άγνωστη σε πολλούς, ακόμα και στον ιατρικό κόσμο.

Η ανακουφιστική φροντίδα προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο των ασθενών, επικεντρώνοντας όχι μόνο στη σωματική θεραπεία, αλλά και στην ψυχική και συναισθηματική τους ενδυνάμωση. Ορισμένοι δεν γνωρίζουν ακόμη τη σημασία αυτής της προσέγγισης, παρόλο που έχει γίνει όλο και πιο γνωστή τα τελευταία χρόνια. Αυτός ο συνδυασμός σωματικής και ψυχικής ανακούφισης ήταν πάντα παρών σε θρησκευτικές και πνευματικές παραδόσεις, με τη θρησκεία να παίζει κεντρικό ρόλο στη στήριξη αυτών που πάσχουν.

Η μνήμη μπορεί να αποτελέσει είτε πηγή ανακούφισης είτε μια μορφή εσωτερικής καταδίκης. Αν και συχνά προσπαθούμε να ξεχάσουμε τις δύσκολες καταστάσεις που μας προκαλούν πόνο, αυτές οι αναμνήσεις παραμένουν βαθιά ριζωμένες και μας ακολουθούν. Το βάρος του πόνου γίνεται έτσι μέρος της ψυχικής μας μνήμης, ενώ ταυτόχρονα η ίδια μνήμη μπορεί να αποτελέσει πηγή ανακούφισης και λύτρωσης. 

 

Με τον κ. Κλεάνθη Νιζάμη, εντεταλμένο διδάσκοντα του τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ



Περί Ευθανασίας

 

Στη σύγχρονη εποχή, πλήθος ζητημάτων έρχονται στο προσκήνιο, προκαλώντας συζητήσεις και διλήμματα τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Θέματα όπως η αξία της ανθρώπινης ζωής, οι ηθικές προεκτάσεις της επιστήμης, καθώς και οι κοινωνικές αντιλήψεις που διαμορφώνουν τη στάση μας απέναντι σε κρίσιμες αποφάσεις, αναλύονται διεξοδικά. Συχνά, ιδέες που παλαιότερα θεωρούνταν αδιανόητες κερδίζουν έδαφος, εγείροντας ερωτήματα για τις αρχές που καθοδηγούν τις επιλογές μας.

Ένα από τα ζητήματα που τίθενται είναι η ευθανασία, η οποία σε ορισμένες χώρες έχει ήδη νομιμοποιηθεί. Η Ορθόδοξη Θεολογία την απορρίπτει, καθώς θεωρεί τη ζωή δώρο του Θεού που δεν ανήκει στον άνθρωπο να διαχειριστεί κατά βούληση. Ωστόσο, η συζήτηση γύρω από αυτήν είναι περίπλοκη, καθώς εμπλέκει έννοιες όπως η ελευθερία, η αξιοπρέπεια και ο πόνος, απαιτώντας προσεκτική εξέταση τόσο από νομική όσο και από θεολογική σκοπιά.

Με τον κ. Κλεάνθη Νιζάμη, εντεταλμένο διδάσκοντα του τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ

Πηγή

Τι είναι πραγματικά ο πόνος;

 

Ο πόνος δεν ανήκει στο αρχικό σχέδιο του Θεού· εισβάλλει στην ανθρώπινη ιστορία μαζί με τον χρόνο, εκείνο το «δειλινό» της εξόδου από τον Παράδεισο. Από τις πρώτες λέξεις που απευθύνει ο Θεός στους πρωτοπλάστους – λύπη, στεναγμός, κόπος – μέχρι τη σημερινή εμπειρία του σωματικού, ψυχολογικού και πνευματικού πόνου, ο άνθρωπος παλεύει με κάτι ξένο προς τη φύση του. Δεν είναι πλασμένος για τον θάνατο, αλλά για τη ζωή. Με τον κ. Κλεάνθη Νιζάμη, εντεταλμένος διδάκτωρ του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. Το μυστήριο του πόνου δεν βιώνεται, δεν υφίσταται ως τιμωρία από έναν σκληρό Θεό, αλλά ως πραγματικότητα που Εκείνος επιτρέπει «για συγκεκριμένο χρόνο και τόπο», μένοντας όμως πάντα δίπλα στον άνθρωπο. Ο πόνος περιγράφεται ως δυσάρεστη συναισθηματική εμπειρία, με πρωτογενή σωματική και δευτερογενή ψυχική διάσταση, βαθιά υποκειμενική, που ζητά σεβασμό.

Πηγή:https://aparchi.gr/2025/11/19/ti-einai-pragmatika-o-ponos/

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Το δηλητήριο του Εθνοφυλετισμού

Πηγή

 Πίσω από θεολογικές διακηρύξεις κρύβονται συχνά ψεύδη και υποκρισίες που τρέφουν τον φυλετισμό και τον εθνικισμό. Οι έννοιες διαστρέφονται, μετατρέποντας την πίστη σε εργαλείο διαχωρισμού. Όμως, η αλήθεια δεν σιωπά· αποκαλύπτει τη διάσταση μεταξύ αυθεντικής θεολογίας και ιδεολογικής πλάνης, αποκηρύσσοντας όσα αλλοιώνουν το πραγματικό της νόημα.

Το παρόν βίντεο αποτελεί απόσπασμα από το Σεμινάριο «Το δηλητήριο του Εθνοφυλετισμού» που πραγματοποιήθηκε το 2023, από την «Απαρχή».

Αγοράστε το Σεμινάριο εδώ: https://aparchi.gr/2023/11/25/dilitirio-ethnophyletismoy-seminario/

Ένα Σεμινάριο με θέμα τον Εθνοφυλετισμό: «η θεολογία, όταν διαστρέφεται, γίνεται όχημα φυλετικών και εθνικιστικών τάσεων. Πίσω από τις λέξεις, η αλήθεια παραμένει ακέραιη, αποκαλύπτοντας τη σύγκρουση μεταξύ γνήσιας πίστης και ιδεολογικής χειραγώγησης»

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

Παναγία: Η στοργική μάνα κάθε ανθρώπου

Πηγή

 Με τον Αρχιμ. Επιφάνιο Οικονόμου, προϊστάμενο του Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Νικολάου Βόλου.

Η Παναγία, η Μητέρα της Ζωής, αποτελεί τον ζωντανό δεσμό ανάμεσα στον ουρανό και τη γη. Είναι η κλίμακα που ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό και κατέβασε τον Θεό στη γη, όπως μαρτυρεί η θεολογία της Εκκλησίας.

Στο πρόσωπό της βρίσκουμε την τρυφερότητα, τη στοργή και την ασφάλεια που κάθε παιδί αισθάνεται προς τη μητέρα του. Ο Χριστός την ανέδειξε μητέρα όλων μας, μητέρα της Εκκλησίας, χαρίζοντάς μας μια ανοιχτή αγκαλιά σε κάθε στιγμή της ζωής.

Στο βίντεο αναδεικνύεται η σχέση της Παναγίας με τους πιστούς, η αγάπη και η προστασία που προσφέρει, αλλά και ο ρόλος της ως Μεσίτριας ενώπιον του Υιού της κατά την ημέρα της Κρίσεως.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Τεχνητή νοημοσύνη και υποβοηθούμενη αναπαραγωγή

Πηγή

 Μέσα στα καινούργια πλαίσια που προσφέρονται από την επιστήμη στην σύγχρονη εποχή, από τα τέλη του τελευταίου αιώνα και έπειτα, αναπαράγονται πάρα πολλές μορφές τεχνολογίας οι οποίες με αρχικό σκοπό την βοήθεια στον άνθρωπο, τελικά μεταμορφώνονται σε άτυπους κινητήριους μοχλούς κίνησης της κοινωνίας.

Ποιό είναι το μέτρο με το οποίο οφείλουμε να χρησιμοποιούμε αυτά τα δώρα της τεχνολογίας ώστε να είναι όντως δώρα και όχι «δούρειοι ίπποι» στην προσπάθειά του ανθρώπου να φτάσει σε μια κατάσταση κοινωνίας και επικοινωνίας με τον συνάνθρωπο; Πως μεταφράζεται η υπερβολική, κάποιες φορές, εξάρτηση στην τεχνολογία;

Με τον κ. Πέτρο Παναγιωτόπουλο, επίκουρο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

Προφήτες: ορθές και λανθασμένες προσεγγίσεις

Πηγή

Οι προφήτες για τους περισσότερους ανθρώπους ήταν αυτοί, οι οποίοι προανήγγειλαν το σχέδιο του Θεού μελλοντικά κάτι το οποίο δεν είναι λανθασμένο, ωστόσο η ερμηνεία αυτή είναι ημιτελής. Η δικαιολογημένη αυτή αντίληψη προέρχεται από μεταγενέστερη ερμηνεία των κειμένων των προφητών, στα οποία τα προφητευόμενα αποτελούσαν ιστορία και έτσι δημιουργήθηκε η άτοπη αντίληψη περί προφητών ως γνώστες του μέλλοντος.

Ποια η σωστή ερμηνεία των προφητών και πως πρέπει να τους προσεγγίσουμε; Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αντιλαμβάνεται τους προφήτες ως «μάντες» αλλά ως φωτισμένους της Θείας Χάριτος, εξαγγέλλοντας το σχέδιο του Θεού στον Ισραήλ, την έλευση του Κυρίου μας στον κόσμο (γέννηση, θάνατο, τριήμερη ταφή και την ένδοξη Ανάσταση) έως και των εσχάτων. Γι’ αυτόν τον λόγο, το έργο των προφητών είναι πολυσήμαντο για την Εκκλησία μας, αφού επικουρεί στην περαιτέρω κατανόηση της Θεολογίας και πιο συγκεκριμένα της Οικονομικής Αγίας Τριάδας.

Προφήτες: ορθές και λανθασμένες προσεγγίσεις – κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου

 

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Ο βιολογικός μηχανισμός της αγάπης

Η αγάπη είναι μία έννοια που έχει πολλές προεκτάσεις: φιλοσοφικές, ψυχολογικές, θεολογικές, κοινωνικές ή ακόμη και βιολογικές. Το συναίσθημα της αγάπης έχει αποδειχθεί από πολλές έρευνες ότι έχει άμεσο αντίκτυπο τόσο στην νοητική/ψυχολογική μας κατάσταση, όσο και στη σωματική. Για παράδειγμα, το σύνδρομο της «σπασμένης καρδιάς» (broken heart) είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα και περιγράφει την ιδιαίτερη σωματική ευαισθησία που προκαλείται μετά από έναν έντονο, αρνητικό γεγονός που συνήθως σχετίζεται με την απώλεια (θάνατος, χωρισμός κτλ).

Η ανθρώπινη ανάγκη για αγάπη έχει περιγραφεί σε πλήθος θεωρητικών πλαισίων, από το ψυχαναλυτικό μοντέλο του Freud έως και την πυραμίδα των αναγκών του Maslow. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε κυνηγούμε το συναίσθημα της ασφάλειας και αποδοχής που συνοδεύουν την αγάπη που λαμβάνουμε από τους γύρω μας. Η αγάπη είναι ο θεμέλιος λίθος της δημιουργίας νέων οικογενειών, αλλά και σημαντικότατος παράγοντας σύσφιξης των σχέσεων με μέλη της οικογένειάς και του φιλικού μας περιβάλλοντος.

Όπως γίνεται κατανοητό, η αγάπη δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Έχει πλήθος διαφορετικών οπτικών γωνιών υπό τις οποίες μπορεί να την προσεγγίσει κανείς. Επηρεάζεται από πλήθος άλλων παραγόντων (βιολογικούς, κοινωνικούς, γνωστικούς κτλ) και εν συνεχεία μπορεί να επηρεάσει εκ νέου αυτούς τους παράγοντες, καθιστώντας αυτό το συναίσθημα ως ένα από τα σημαντικότερα στη ζωή μας.

Βιολογία της αγάπης

Μέχρι και πρόσφατα οι επιστήμονες ερευνούσαν την αγάπη μέσα στα πλαίσια της έρευνας για την ανάπτυξη και το ρόλο των συναισθημάτων στη ζωή μας και επικεντρωνόντουσαν κυρίως στο γνωστικό κομμάτι (τι πιστεύουμε ότι είναι αγάπη, πότε νοιώθουμε ότι αγαπάμε κάποιον, πως εξηγούμε την αγάπη κτλ) και τις κοινωνικές προεκτάσεις της. Η βιολογία της αγάπης όμως άρχισε σιγά-σιγά να τραβάει τα βλέμματα της επιστημονικής κοινότητας, με αποτέλεσμα τις τελευταίες δύο δεκαετίες να έχουμε αποκτήσει αρκετές γνώσεις γύρω από τους νευροβιολογικούς και ενδοκρινολογικούς μηχανισμούς της παρατηρήσιμης, κοινωνικής συμπεριφοράς που ερμηνεύεται ως αγάπη.

Η εξέλιξη της κοινωνικής και φροντιστικής συμπεριφοράς

Η αγάπη είναι κατά βάση μια κοινωνική συμπεριφορά και ως τέτοια μπορεί να ερευνηθεί και υπό τη σκοπιά της εξέλιξης. Τι είδους εξελικτική αξία έχει η ανάπτυξη αλληλένδετων σχέσεων ενδιαφέροντος και προστασίας μεταξύ δύο οργανισμών; Η ικανότητα δύο οργανισμών να αλληλεπιδρούν και να υποστηρίζουν τους ομοιοστατικούς μηχανισμούς (την ισορροπία δηλαδή στην λειτουργία ενός οργανισμού), την ατομική ανάπτυξή αλλά και την αναπαραγωγή τους, είναι ένας από τους αρχαιότερους βιολογικούς μηχανισμούς. Τέτοιου είδους «κοινωνικές συμπεριφορές» παρατηρούνται ακόμη και στους πιο πρωτόγονους οργανισμούς: τα βακτήρια. Τα βακτήρια έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν και να προσεγγίζουν μέλη του είδους τους, ενώ έχει παρατηρηθεί ότι η αναπαραγωγή τους είναι πιο επιτυχής όταν βρίσκονται εντός των ομάδων τους [1] . Η «κοινωνική» συμπεριφορά των βακτηρίων είναι φυσικά μόνο η αρχή. Η αγάπη φαίνεται πως έχει ιδιαίτερη αξία για την επιβίωση και την αναπαραγωγή όλων των ειδών, καθώς παρατηρείται σχεδόν σε όλα τα γνωστά είδη: ερπετά, θηλαστικά, πουλιά, ψάρια. Όλοι οι οργανισμοί φροντίζουν ο ένας τον άλλο, ιδιαίτερα οι γονείς τα παιδιά τους, τα οποία άλλωστε μεταφέρουν και τα γονίδιά τους στο μέλλον. Όσοι οργανισμοί δεν έδειξαν τέτοιου είδους συμπεριφορές, φαίνεται πως απλά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν αρκετά για να μεταδώσουν τα δικά τους γονίδια έως και σήμερα. Η «αγάπη» λοιπόν φαίνεται πως είναι ένας θεμέλιος λίθος στην εξέλιξη των ειδών και ένας δυναμικός μηχανισμός που ευνοεί την ανάπτυξη και την υγεία των οργανισμών.

Ο φυσιολογικός μηχανισμός της αγάπης

ΟξυτοκίνηΗ αγάπη στον άνθρωπο –όπως και όλα τα βασικά συναισθήματα- εδρεύει στα πιο «πρωτόγονα» μέρη του εγκεφάλου, αυτά τα οποία αναπτύχθηκαν κατά τα πρώιμα στάδια της εξέλιξής μας και είναι παρόντα σε όλα τα θηλαστικά [2] . Βασικό ρόλο στο συναίσθημα της αγάπης παίζει η ορμόνη οξυτοκίνη η οποία εκκρίνεται σε αυτές τις «πρωτόγονες περιοχές» και συγκεκριμένα στην νευροϋπόφυση (posterior pituitary gland) και παίζει κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή, αυξάνοντας την ερωτική επιθυμία σε άνδρες, βοηθώντας τις γυναίκες να αντέξουν τον πόνο της γέννας, αλλά και δημιουργώντας δεσμούς μεταξύ των ενηλίκων και του νεογνού. Έχει βρεθεί πως η ύπαρξη και μόνο ενός μωρού στο χώρο αυξάνει τα επίπεδα οξυτοκίνης σε όλους τους ενήλικους, άνδρες και γυναίκες [3], κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο οργανισμός μας είναι φτιαγμένος να «επιβάλλει» σε κάποιο βαθμό την αγάπη των άλλων όσο είμαστε μωρά. Οι πολυάριθμες έρευνες γύρω από τον ρόλο της οξυτοκίνης τις τελευταίες δεκαετίες έχουν υποδείξει ότι η συγκεκριμένη ορμόνη παίζει σημαντικό ρόλο σε ένα μεγάλο εύρος κοινωνικών συμπεριφορών που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την αγάπη και την ερωτική διάθεση. Μερικά παραδείγματα πέρα από το δέσιμο μεταξύ γονιών και παιδιών, είναι η διευκόλυνση της οπτική επαφής, η ενσυναίσθηση αλλά και η διάθεση για σεξουαλική συμπεριφορά.

Αν και η οξυτοκίνη φαίνεται πως παίζει σημαντικό ρόλο στην αγάπη, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε λανθασμένα πως είναι η «ορμόνη της αγάπης», καθώς αυτό το συναίσθημα όπως και όλα τα άλλα δημιουργούνται μέσα από περίπλοκες διαδικασίες και μια σειρά από εκκρίσεις άλλων ορμονών, νευροδιαβιβαστών και επικοινωνίας μεταξύ πολλών διαφορετικών εγκεφαλικών περιοχών. Για παράδειγμα η έκκριση του νευροπεπτιδίου βασοπρεσίνη σχετίζεται επίσης με την ανάπτυξη κοινωνικών συμπεριφορών παρόμοιων με αυτές που ρυθμίζει η οξυτοκίνη. Έρευνες γύρω από αυτές τις ορμόνες έχουν δείξει ότι εάν ο οργανισμός δεν μπορεί να τις απορροφήσει (π.χ. λόγω φαρμακευτικής αγωγής ανταγωνιστών των συγκεκριμένων ορμονών) τότε μειώνεται η εμφάνιση φροντιστικών, κοινωνικών συμπεριφορών τόσο απέναντι σε ενήλικες όσο και σε παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι έρευνες σε άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο φάσμα του αυτισμού έχουν δείξει ότι μεταξύ άλλων παρουσιάζουν δυσλειτουργία στο σύστημα των κοινωνικών συμπεριφορών που σχετίζονται με την οξυτοκίνη και τη βασοπρεσίνη [4], κάτι που φαίνεται λογικό εάν αναλογιστούμε ότι το φάσμα του αυτισμού περιγράφει ακριβώς συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων.

Το σύστημα μέρος του οποίου είναι και η οξυτοκίνη και η βασοπρεσίνη είναι δυναμικό και παρουσιάζει λειτουργικές διαφορές από άτομο σε άτομο. Η έκκριση της ορμόνης αλλά και ο αντίκτυπός της στη συμπεριφορά δεν είναι ίδια σε όλους και αυτό οφείλεται τόσο σε γεννητικούς όσο και σε επιγεννετικούς παράγοντες. Ερχόμαστε εξοπλισμένοι με ένα σύστημα οξυτοκίνης το οποίο λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αλλά οι εμπειρίες της ζωής μας μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας του, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στην αντίληψη της αγάπης από το ίδιο άτομο. Κάποιος ο οποίος για παράδειγμα μεγάλωσε σε ένα αποστειρωμένο και αυστηρό περιβάλλον μπορεί να μην εκτιμά την αξία της αγάπης ή ακόμη και να μην έχει νιώσει αυτό που οι περισσότεροι περιγράφουν ως αγάπη, έως ότου βρεθεί σε ένα διαφορετικό, πιο ανοιχτό και δεκτικό περιβάλλον που θα τον περιβάλλει με στοργή, οδηγώντας το βιολογικό του σύστημα να αλλάξει τη λειτουργικότητά του και επομένως και την αντίληψη του ίδιου για το συναίσθημα της αγάπης.

Ο πυρήνας της αγάπης είναι το αίσθημα της ασφάλειας και αυτό αντικατοπτρίζεται και στις ιδιότητες των ορμονών που σχετίζονται με αυτή. Τακτικές δόσεις οξυτοκίνης σε ζώα έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν τις φροντιστηκές συμπεριφορές, μειώνουν το στρες και την αμυντική συμπεριφορά, επιτρέποντας στους γονείς να αναπτύξουν καλύτερους δεσμούς με τα νεογνά τους αλλά και τα ίδια να αναπτύξουν μεγαλύτερο ρεπερτόριο συμπεριφορών μέσα σε ένα αίσθημα ασφάλειας.

Συμπερασματικά

Η αγάπη είναι ένα από τα πιο βασικά συναισθήματα όχι μονο στον άνθρωπο αλλά και το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο και όπως βλέπουμε υπάρχουν και σαφείς βιολογικοί λόγοι γι’ αυτό. Η βιολογία παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη συμπεριφορών αγάπης και φροντίδας, αλλά και το αντίστροφο: η ένταξη του ατόμου σε ένα σύστημα φροντιστικών συμπεριφορών αλλάζει την βιολογία του, με αποτέλεσμα την ενθάρρυνση και ανάπτυξη συμπεριφορών αγάπης από το ίδιο. Η φύση της αγάπης είναι ριζωμένη καλά μέσα μας και απλά περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία να εκδηλωθεί.

Πηγή 


Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Κοινωνική συμμόρφωση: όλοι είμαστε κομφορμιστές

Πολύ συχνά οι ψυχολόγοι λέμε ότι υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που οι άνθρωποι από ανατολικές και δυτικές κοινωνίες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τις σχέσεις που αναπτύσσουν με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Συγκεκριμένα, οι δυτικές κουλτούρες δίνουν έμφαση στις ατομικές ικανότητες, ωθούν τα άτομα να είναι ξεχωριστά και να διαφέρουν από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο ανταγωνιστικά. Αντίθετα, οι ανατολίτικες κουλτούρες δίνουν έμφαση στην έννοια της κοινότητας, ωθούν τα άτομα να αναπτύσσουν στενές σχέσεις με τους υπολοίπους και να ακολουθούν πιστά τις κοινωνικές νόρμες, διαφοροποιώντας στο ελάχιστον την συμπεριφορά τους σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο και τις κοινωνικές επιταγές.

Μπορεί η Δύση να δίνει έμφαση στην ατομικότητα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτόχρονα δεν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις απόψεις των υπολοίπων. Έχουμε την ανάγκη να γίνουμε δέκτες αποδοχής από τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουμε και φυσικά να έχουμε όσο το δυνατόν λιγότερες συγκρούσεις. Πόσο μακριά όμως μπορεί να φτάσει η ανάγκη μας για αποδοχή; Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα του κλασικού πειράματος του Asch στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η ανάγκη είναι μεγαλύτερη από ότι περιμένουν οι περισσότεροι.

Ο Asch ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς κοινωνικούς ψυχολόγους του αιώνα που μας πέρασε, ο οποίος, ζώντας μετά το τέλος του Β’ ΠΠ και εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, είχε έντονους προβληματισμούς σχετικά με την επίδραση της κοινωνικής πίεσης στη συμπεριφορά του ατόμου. Οι άνθρωποι φαίνονται ελεύθεροι και έχουν την πεποίθηση ότι λειτουργούν αυτόνομα, αλλά ο Asch πίστευε ότι όλα αυτά είναι μια ψευδαίσθηση. Για να ελέγξει την υπόθεσή του σχεδίασε ένα πολύ απλό και ταυτόχρονα εξαιρετικά ευφυές πείραμα. Οι συμμετέχοντες καλούνταν να λάβουν μέρος σε ένα πείραμα το οποίο υποτίθεται ότι σκοπό είχε να ελέγξει την οπτική αντίληψή τους. Στην πιο κλασική μορφή του πειράματος οι συμμετέχοντες καθόντουσαν μαζί με άλλα άτομα σε μια αίθουσα και κοιτούσαν μια σειρά από κάρτες που έδειχναν 3 γραμμές, τις οποίες έπρεπε να συγκρίνουν (Με ποια γραμμή της κάρτας Β είναι ίση η γραμμή της κάρτας Α, βλ. Εικόνα 1). Τα υπόλοιπα άτομα στην πραγματικότητα ήταν βοηθοί του πειραματιστή και σε συγκεκριμένες ερωτήσεις έδιναν εσκεμμένα λανθασμένες απαντήσεις. Στο κλασικό πείραμα οι κρυφοί βοηθοί έδιναν πρώτοι τις απαντήσεις τους, ώστε να ασκηθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πίεση στον συμμετέχοντα και να συμμορφωθεί με τις επιταγές των υπολοίπων.

 
Παράδειγμα σύγκρισης από το πείραμα του Asch

Όπως βλέπουμε και από το παράδειγμα της Ε

ικόνας 1, οι ερωτήσεις-παγίδα ήταν αρκετά εύκολες και οι απάντηση στο ερώτημα ποια γραμμή της δεύτερης κάρτας είναι ίση με τη γραμμή της πρώτης κάρτας θα λέγαμε ότι ήταν τουλάχιστον οφθαλμοφανής. Μάλιστα, όταν οι συμμετέχοντες λάμβαναν μέρος στο πείραμα ατομικά (χωρίς άλλους συμμετέχοντες-βοηθούς στο χώρο), οι σωστές απαντήσεις έφταναν το 99%. Αυτό που πρόσεξε όμως ο Asch ήταν πως όταν οι συμμετέχοντες έδιναν τις απαντήσεις ομαδικά με τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω, τότε το ποσοστό σωστών απαντήσεων έπεφτε σημαντικά. Ενώ στις πρώτες ερωτήσεις-παγίδα οι συμμετέχοντες έδιναν τις σωστές απαντήσεις, καθώς προχωρούσαν οι ερωτήσεις και οι βοηθοί έδιναν λανθασμένες απαντήσεις, έτειναν να συμφωνούν όλο και περισσότερο με την ομάδα, πηγαίνοντας αντίθετα στις προσωπικές τους αντιλήψεις. Εκτιμήθηκε ότι έως και 75% των συμμετεχόντων συμφώνησε τουλάχιστον μία φορά με την λανθασμένη άποψη της ομάδας, ενώ το 37% συμφώνησε πλήρως με την ομάδα!

 

Τι συνέβη όμως; Πως γίνεται κάποιος να βλέπει κάτι με τα ίδια του τα μάτια και να δηλώνει κάτι διαφορετικό; Η απάντηση είναι απλά: η πίεση της ομάδας. Ακόμη και για απλές δραστηριότητες και αποφάσεις που έχουν μηδενικό αντίκτυπο για εμάς (όπως η απάντηση σε ένα πείραμα με αγνώστους) τείνουμε να πηγαίνουμε με τα νερά της ομάδας για να αποφύγουμε τις συγκρούσεις και να μην διαφοροποιηθούμε από την ομάδα [1] . Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι όταν οι βοηθοί άνηκαν στο ίδιο φύλο ή/και φυλή με τον συμμετέχοντα, τότε η υποταγή στην ομάδα αυξανόταν κι άλλο, κάτι το οποίο μας οδηγεί σε μια ακόμη παράμετρο που φαίνεται να παίζει ρόλο σε αυτές τις περιπτώσεις: το πόσο κοντά αισθανόμαστε την ομάδα η οποία μας ασκεί την πίεση. Όσο πιο όμοια χαρακτηριστικά έχουμε, τόσο λιγότερο θέλουμε να διαφέρουμε από τους υπολοίπους της ομάδας, είτε αυτή είναι μια ομάδα 3-4 ατόμων, είτε 100, είτε ένα ολόκληρο έθνος.

Ένας παράγοντας όμως μπορεί να μειώσει δραματικά την επίδραση της ομάδας πάνω μας: η ανωνυμία! Όταν οι συμμετέχοντες του πειράματος καλούνταν να δώσουν γραπτή απάντηση και όχι προφορική ενώπιον όλων, ακόμη και όταν γνώριζαν τις απαντήσεις των υπολοίπων, υπέκυπταν σημαντικά λιγότερο. Ο λόγος ήταν ότι δεν χρειαζόταν να γίνει φανερή η αντίθεση της άποψής τους με την άποψη της πλειοψηφίας, οπότε αυξανόταν η αίσθηση ελευθερίας. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το συγκρατήσουμε, καθώς η ανωνυμία αποτελεί θεμέλιο λίθο στις ψηφοφορίες των σύγχρονων δημοκρατιών ακριβώς για τη διασφάλιση της ελευθερίας της άποψης και της μείωσης των συγκρούσεων των ατόμων της μειοψηφίας με τα άτομα της πλειοψηφίας.

Η τάση να υποκύπτουμε στην πλειοψηφία φαίνεται πως σε μεγάλο βαθμό έχει γενετική βάση. Ακόμη και μικρά παιδιά 3-4 ετών τείνουν να συμφωνούν με την πλειοψηφία των συνομηλίκων τους, όταν οι απόψεις τους έρχονται σε σύγκρουση με την ομάδα [2] . Αυτό όμως δεν συμβαίνει στα παιδιά με διαγνωσμένο αυτισμό [3]. Αντίθετα, αυτά τα παιδιά τείνουν να μην δίνουν σημασία στις επιταγές της ομάδας και επιμένουν στην προσωπική τους άποψη, όσο αντιδημοφιλής και εάν είναι αυτή. Αυτό το εύρημα υπογραμμίζει τον ρόλο που παίζουν οι γενετικοί παράγοντας και η “καλωδίωση” του εγκεφάλου στην ανάπτυξη της κοινωνικής γνώσης και της ανάγκης του “ανήκειν”, στην οποία οφείλεται η ανάγκη για όσο το δυνατόν λιγότερες προστριβές με την πλειοψηφία της κοινωνίας.

Συμπερασματικά θα λέγαμε πως όσο ανεξάρτητοι και εάν νομίζουμε ότι είμαστε, στην πραγματικότητα η κοινωνία ασκεί τεράστια επιρροή πάνω στη συμπεριφορά μας, ίσως με τρόπους που δεν μπορούμε να φανταστούμε και να ελέγξουμε κάθε δεδομένη στιγμή. Η πραγματική ελευθερία έρχεται μέσα από την ανωνυμία και με το να μπορέσει η φωνή μας να ακουστεί, δίχως να ταυτοποιθούμε και να στοχοποιηθούμε για τις απόψεις μας. Βεβαίως η ανωνυμία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πανάκεια. Μια βόλτα στο διαδίκτυο θα μας πείσει πως η ανωνυμία εύκολα μπορεί να φτάσει στα όρια της ασυδοσίας και να επιτρέψει στα άτομα να βγάλουν τον χειρότερο εαυτό τους, πληγώνοντας τρίτους δίχως απολύτως κανέναν λόγο. Ο κοινωνικός κομφορμισμός έχει και θετικά στοιχεία και είναι ένα από τα βασικά υλικά που κρατάνε μια κοινωνία δεμένη και επιτρέπουν την εφαρμογή κοινωνικών κανόνων για την διαιώνισή της.

Πηγή 


Η παρεξηγημένη έννοια της θέωσης

Πηγή

Πολλές φορές εμείς οι Χριστιανοί…

οι οποίοι μπορεί να μην έχουμε την φιλοσοφική κατάρτηση και την θεολογική κατανόηση των Πατέρων της Εκκλησίας, παρερμηνεύουμε έννοιες και λόγους και τους δίνουμε νόημα εντελώς διαφορετικό από αυτό το οποίο όντως πρεσβεύουν ή δυστυχώς μερικές φορές, ένα εκ διαμέτρου αντίθετο νόημα, με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνουμε το περιεχόμενό των εννοιών αυτών.

Μια από αυτές τις έννοιες είναι είναι και αυτή της «θέωσης», μια έννοια στην οποία έχουμε δώσει κατά καιρούς πολλαπλά και πολλές φορές συγκρουόμενα νοήματα, με βάση την σχέση που έχουμε με τον Θεό. Τι εννοούμε όταν λέμε θέωση; Πως μπορούμε να φτάσουμε στην θέωση; Όλα αυτά είναι ερωτήματα τα οποία μπορούν να απαντηθούν μόνο μέσα από την θεολογία των Πατέρων και όχι μέσα από υποθέσεις και εικασίες, οι οποίες περισσότερο διαβάλλουν παρά υποστηρίζουν αυτή τη προσπάθεια του ανθρώπου προς την θέωση.

Με τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο, Καθηγητή Δογματικής και Φιλοσοφίας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης

 

Η παραβολή του κακού δούλου

Πηγή

Η παραβολή του κακού δούλου αναδεικνύει την αξία της συγχώρεσης και της ευθύνης. Ο Ιησούς διδάσκει τους μαθητές του μέσα από μία συζήτηση με τον Πέτρο, που αναρωτιέται πόσες φορές πρέπει να συγχωρεί. Με μια δυνατή αφήγηση, η ιστορία φέρνει στο προσκήνιο την αντίθεση ανάμεσα στο έλεος του Θεού και τη σκληρότητα της ανθρώπινης καρδιάς.

Ο πρωταγωνιστής της παραβολής, ένας δούλος που έλαβε απέραντη επιείκεια από τον κύριό του, αποτυγχάνει να δείξει την ίδια γενναιοδωρία σε έναν σύνδουλό του. Η διδαχή κορυφώνεται με την υπενθύμιση ότι η συγχώρεση που λαμβάνουμε πρέπει να αντικατοπτρίζεται στις πράξεις μας. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: όπως ελεηθήκαμε, έτσι και εμείς καλούμαστε να ελεούμε.

Αφήγηση: π. Γεώργιος Γανωτής

 

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Η πρόταση ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας


Η Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα


Η Ορθόδοξη Θεολογία με...καρέκλες: Η Αγάπη Νικά!

                                   

Και για ακόμη μια φορά ευχαριστώ τη Μαρία Θεοδωροπούλου που τα ανακαλύπτει και ..... μου τα προωθεί!!!!!

Η Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο


 

«Η Παραβολή των 10 Παρθένων»

Πηγή

 Η παραβολή των δέκα παρθένων μας καλεί να ζούμε με πνευματική εγρήγορση. Όσοι αναβάλλουν τη γνωριμία τους με τον Χριστό, κινδυνεύουν να μείνουν έξω από τον γάμο της Βασιλείας. Ο Χριστός θα έρθει απροσδόκητα· γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι να τον υποδεχθούμε!

Ο Λόγος του Θεού φωλιάζει σε όλες τις καρδιές των ανθρώπων. Οι παραβολές του Κυρίου είναι μικρές, καθημερινές, διδακτικές ιστορίες που οδηγούν στις Μεγάλες Αλήθειες. Στην καινούρια σείρα επεισοδίων της Απαρχής “Οι παραβολές του Χριστού” δίνεται η δυνατότητα σε μικρούς και μεγάλους να διδαχτούν από τα λόγια του Χριστού.

Αφήγηση: π. Γεώργιος Γανωτής

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Αγία Φιλοθέη, η Αθηναία

Η Αγία Φιλοθέη η Αθηναία χρησιμοποίησε όλη την πατρική και συζυγική της περιουσία για να ανακουφίσει τους υπόδουλους Έλληνες τον καιρό που «όλα τά ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Σύντομα, το μοναστήρι της έγινε μια μικρή «Βασιλειάδα» που έβρισκαν καταφύγιο όσοι είχαν ανάγκη από τα γηρατειά, την ασθένεια και την οικονομική βοήθεια. Σε αυτό το βιβλίο τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από ένα διήγημα, για τη ζωή, τη δράση και το μαρτύριο της Φιλοθέης, ώστε δικαίως να ονομαστεί «Κυρά των Αθηνών» και φυσικά Αγία. Οι αναγνώστες παίρνουν ένα ζωντανό παράδειγμα χριστιανικής πίστης, θάρρους και υπομονής για να αντιμετωπίσουν τη ζωή. Τη ζωή που μπορεί να μην είναι πάντα εύκολη ή δίκαιη. Είναι, όμως, πάντα ένα ωραίο στάδιο αγωνίσματος του «καλού αγώνα» που στεφανώνεται συνεχώς από το Θεό.

8. Το πρόβλημα του κακού στον σύγχρονο κόσμο

7. Από την εικόνα στην ομοίωση

6. Ο άνθρωπος ως δημιουργός


Υπάρχει ανάσταση χωρίς σταυρό;

Πηγή

 Ο Σταυρός δεν είναι απλώς σύμβολο πόνου, αλλά η ίδια η ουσία της ζωής. Είναι η πορεία προς την ελευθερία, ο δρόμος που καλούμαστε να βαδίσουμε με επίγνωση και προσωπική επιλογή.

Από τον Παράδεισο έως τη Σταύρωση, η ιστορία του ανθρώπου είναι ιστορία ευθύνης και αγώνα. Ο Παράδεισος δεν χάθηκε λόγω ενός «κακού καρπού», αλλά εξαιτίας της άρνησης του ανθρώπου να επιλέξει τον Θεό με ελευθερία.

Ο Χριστός ήρθε εν ελευθερία, ανέβηκε στον Σταυρό και έγινε η Ανάσταση – όχι μετά, αλλά ήδη από τη στιγμή της Σταύρωσης.

Για την Ορθόδοξη πίστη, ο Εσταυρωμένος είναι και ο Αναστάς· ο Αναστάς είναι και ο Εσταυρωμένος. Κάθε απόπειρα διαχωρισμού των δύο αυτών πραγματικοτήτων τραυματίζει την ενότητα του Χριστού.

Η εικόνα του Εσταυρωμένου ως Βασιλέως της Δόξης, όχι ως ηττημένου, φανερώνει ότι ο Σταυρός είναι θρόνος, όχι ντροπή. Είναι η ίδια η ζωή και η Ανάσταση. Και αν αφαιρέσεις τον Σταυρό, αφαιρείς τον ίδιο τον Χριστό.


Υπάρχει ανάσταση χωρίς σταυρό; – Σεβ. Μητρ. Άρτης κκ. Καλλίνικος

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Η Θεωρία του Δεσμού και το Πένθος

Ο Bowlby [1] ήταν από τους πρώτους θεωρητικούς που ανέλυσε την διαδικασία του πένθους, την οποία ενέταξε στο θεωρητικό πλαίσιο της Θεωρίας του Δεσμού.

Η κατανόηση του πένθους ως μια διαδικασία προσαρμογής του ατόμου στη νέα πραγματικότητα και η οποία ακολουθεί κάποια προκαθορισμένα στάδια ήταν πρωτοποριακή για την εποχή του. Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και μεταγενέστερους θεωρητικούς που ασχολήθηκαν με το πένθος, οι οποίοι υιοθέτησαν παρόμοια μοντέλα σταδίων, όπως η Kübler-Ross. Στο έργο του ο Bowlby [2] υπογράμμισε πως το πένθος μπορεί να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση έντονων δυσλειτουργικών συμπτωμάτων σε παιδιά ή ενήλικες που έχουν αναπτύξει δυσλειτουργικά εσωτερικευμένα πρότυπα διεργασίας. Ο Bowlby παρομοίασε τη δημιουργία ενός δεσμού με την έννοια του «ερωτεύομαι», τη διατήρησή του με την έννοια του «αγαπώ» και αντίστοιχα την απώλεια μιας σχέσης με την έννοια του «πενθώ». Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο το πένθος για το θάνατο του γονιού ή αργότερα κατά την ενήλικη ζωή το θάνατο του/της συντρόφου επικεντρώνεται στην απομάκρυνση όχι μόνο του αγαπημένου προσώπου, αλλά και της ασφαλής βάσης στην οποία θα επέστρεφε το άτομο για παρηγοριά.


Ο Bowlby [3] περιέγραψε 4 διακριτά στάδια για το πένθος. Το 1ο στάδιο είναι αυτό του μουδιάσματος, το οποίο διαρκεί λίγες ώρες έως μια εβδομάδα. Ξεκινάει με το άκουσμα της είδησης του θανάτου του αγαπημένου προσώπου και χαρακτηρίζεται από ένα χαρακτηριστικό μούδιασμα των αντιδράσεων του ατόμου, το οποίο βρίσκεται σε σοκ και ακόμη δεν είναι σε θέση να δεχτεί το γεγονός. Το άτομο δεν έχει καμία συναισθηματική αντίδραση και φαινομενικά συνεχίζει να αντιδράει όπως συνήθως, σχεδόν αυτόματα. Ωστόσο αυτό το στάδιο μπορεί να διακοπεί απότομα μέσα από έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα και έντονα συναισθήματα κατάθλιψης ή/και θυμού.

Το 2ο στάδιο είναι αυτό της έντονης λαχτάρας και αναζήτησης του χαμένου προσώπου. Αυτό το στάδιο χαρακτηρίζεται από έντονη επιθυμία του ατόμου να ξαναβρεί το χαμένο πρόσωπο και ακολουθεί αμέσως μετά το 1ο στάδιο, συνήθως λίγες ημέρες ή εβδομάδες μετά την απώλεια του προσώπου. Έχει διάρκεια λίγων μηνών ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και μερικών ετών. Σε αυτή τη φάση ο πενθών επεξεργάζεται την πραγματικότητα της απώλειας, κάτι που συχνά οδηγεί σε έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα και κρίσεις δακρύων. Μπορεί να έχει ακόμη αίσθηση της παρουσίας του χαμένου προσώπου και να το αναζητά στην καθημερινότητά του. Άλλες φορές αυτή η επιθυμία είναι συνειδητή, ενώ άλλες -τις περισσότερες- είναι ασυνείδητη. Το άτομο μπορεί να αφήνεται σε αυτή την λαχτάρα (π.χ. μέσω συχνών επισκέψεων στο νεκροταφείο για να είναι κοντά στο άτομο που πέθανε), ή να τη θεωρεί γελοία και να προσπαθεί να την καταπνίξει. Και στις δύο περιπτώσεις όμως το βασικό χαρακτηριστικό είναι η έντονη επιθυμία να βρεθεί κοντά στο χαμένο πρόσωπο. Ο Bowlby (1980, 1995) υποστήριζε πως αυτά τα χαρακτηριστικά παρουσιάζονται στην πλειοψηφία των πενθούντων, οπότε μπορούν να θεωρηθούν ως μια φυσιολογική αντίδραση και διαδικασία. Δύο συνηθισμένα χαρακτηριστικά που εντόπισε ο Bowlby στην διαδικασία του πένθους είναι τα συναισθήματα του θυμού και το κλάμα. Ο θυμός, υπογράμμιζε ο Bowlby, είναι συνηθισμένη και χρήσιμη αντίδραση στις περιπτώσεις προσωρινού αποχωρισμού. Το κλάμα αλλά και η κραυγή θυμού είναι φυσικές τάσεις των παιδιών τα οποία προσπαθούν να καλέσουν τη χαμένη μητέρα τους ή να λάβουν βοήθεια από τρίτους στην αναζήτηση της χαμένης μητέρας τους. Όταν επέλθει η επανένωση με το έτερο πρόσωπο του δεσμού, ο θυμός βοηθάει στην έκφραση της αποδοκιμασίας ενάντια σε όποιον ήταν υπεύθυνος για τον αποχωρισμό και έτσι μειώνονται οι πιθανότητες ενός μελλοντικού αποχωρισμού. Έτσι, μέσα στα πλαίσια αυτά, φαίνεται πως ο θυμός είναι κομμάτι μιας αυτοματοποιημένης βιολογικής αντίδρασης και επομένως είναι λογικό να εκδηλώνεται αυτόματα σε όλες τις μορφές αποχωρισμού, όπως είναι και στην περίπτωση του θρήνου. Τα στοιχεία του θυμού και του κλάματος εμφανίζονται στη διαδικασία του θρήνου με τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό όπως και στην περίπτωση του προσωρινού αποχωρισμού στα παιδιά. Πρόκειται για εκδήλωση του άγχους του αποχωρισμού μέσα στα πλαίσια της συμπεριφοράς του δεσμού που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον πενθών και το πρόσωπο που απουσιάζει.

Το 3ο στάδιο της διαδικασίας του πένθους είναι αυτό της αποδιοργάνωσης και απόγνωσης. Για να ολοκληρωθεί ομαλά η διαδικασία του πένθους, σύμφωνα με τον Bowlby (1980), είναι απαραίτητο για ένα άτομο που πενθεί να καταφέρει να αντέξει το αίσθημα της θλίψης και της αναζήτησης για το χαμένο πρόσωπο, και να επεξεργαστεί το πώς και γιατί έγινε η απώλεια που βιώνει, να εκφράσει το θυμό του προς αυτούς που ευθύνονται γι’ αυτή (ακόμη και ενάντια στο πρόσωπο που έφυγε). Μόνο περνώντας μέσα από αυτή την επίπονη διαδικασία θα μπορέσει να αναγνωρίσει τη μονιμότητα της νέας κατάστασης όπου το πρόσωπο που έφυγε δεν θα είναι πλέον παρών, οπότε θα πρέπει να σταθεί μέσα στα πλαίσια μια νέας πραγματικότητας. Δεδομένου ότι είναι απαραίτητο να επέλθουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης, στα συναισθήματα αλλά και τις συνήθειες τώρα που η απώλεια του προσώπου με το οποίο έχει αναπτυχθεί ο δεσμός είναι μόνιμη, είναι σχεδόν αναπόφευκτο για ένα άτομο που πενθεί να περάσει από φάσεις έντονης αποδιοργάνωσης, απάθειας και αισθημάτων θλίψης. Ο πενθών μπορεί να αισθάνεται ότι τίποτα δεν έχει νόημα γι’ αυτόν σε αυτή τη νέα πραγματικότητα την οποία δυσκολεύεται να διαχειριστεί.

Το 4ο και τελευταίο στάδιο στη διαδικασία του πένθους σύμφωνα με τον Bowlby είναι αυτό της αναδιοργάνωσης. Αφού το άτομο έχει αποδεχθεί πλέον τη μονιμότητα της απώλειας και έχει επιτρέψει στον εαυτό του να επεξεργαστεί την νέα πραγματικότητα, πλέον βρίσκει τρόπους να ανταπεξέλθει στους καινούργιους ρόλους και συνήθειες που πρέπει να αναπτύξει για να συμπληρώσει το κενό που άφησε η απώλεια. Στο τελευταίο στάδιο το άτομο θέτει καινούργιους στόχους και προσπαθεί να οργανώσει εκ νέου τη ζωή του. Αν και το κενό της απώλειας δεν θα συμπληρωθεί ποτέ και ίσως το άτομο να παραμένει πιο μοναχικό σε σχέση με το πώς ήταν όταν το πρόσωπο του δεσμού ήταν παρών, εντούτοις το πένθος περνάει σε δεύτερη μοίρα και το άτομο είναι έτοιμο να χτίσει νέες σχέσεις.

Θρήνος και πένθος στην παιδική ηλικία

Ο Bowlby μίλησε ανοιχτά για το γεγονός πως ακόμη και τα παιδιά πενθούν όταν χάσουν το πρόσωπο πρόσδεσης, ανεξαρτήτου ηλικίας. Όταν ένα παιδί ηλικίας 1-3 ετών διαχωρίζεται από το πρόσωπο πρόσδεσης και βρίσκεται πλέον μεταξύ αγνώστων, θα αντιδράσει έντονα με κλάματα και φωνές σε μια προσπάθεια να επανενωθεί μαζί του. Αυτή η αντίδραση μπορεί να συνεχίσει για πολλές ημέρες έως περίπου μία εβδομάδα. Σταδιακά το παιδί βιώνοντας την εγκατάλειψη βρίσκεται απελπισμένο. Συνεχίζει να ζητά την επανένωση αλλά όσο περνάει ο καιρός οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο μειώνονται. Τότε το παιδί γίνεται απαθές και απόμακρο, ενώ δεν αποκλείεται να παρουσιάσει στερεοτυπικές κινήσεις. Οι αντιδράσεις αυτές είναι οι ίδιες τόσο στην περίπτωση του θανάτου όσο και στην περίπτωση της εγκατάλειψης του παιδιού. Και στις δύο περιπτώσεις το πρόσωπο πρόσδεσης το οποίο φρόντιζε το παιδί απουσιάζει ξαφνικά, καταστρέφοντας την ασφαλή βάση του παιδιού.

Τα παιδιά που βιώνουν πένθος μπορεί να έχουν σε συνειδητό επίπεδο την προσδοκία ότι ο γονιός θα επιστρέψει. Ακολουθούν διαδικασίες ανάλογες με αυτές που περιγράψαμε στα 4 στάδια του πένθους. Τα παιδιά, ακριβώς όπως και οι ενήλικες, καλούνται να προσαρμοστούν σε μία νέα πραγματικότητα στην οποία το άλλο πρόσωπο στη σχέση δεσμού δεν είναι παρών. Χρειάζονται ένα νέο πρόσωπο εμπιστοσύνης το οποίο μπορεί να τα παρηγορήσει και να αναλάβει τη φροντίδα τους.


Η συναισθηματική έκφραση των πενθόντων, είτε είναι παιδιά είτε ενήλικες, είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα για την υποστήριξη τους (1995). Eίναι σημαντικό να επιτρέψουμε και να σεβαστούμε την έκφραση των συναισθημάτων όσο έντονα και εάν είναι αυτά, καθώς όπως είδαμε, είναι μέρος της διαδικασίας του πένθους τόσο στους ενήλικες, όσο και στα παιδιά. Δεν ωφελεί να προσπαθούμε να φέρουμε τους πενθούντες πίσω στην πραγματικότητα, καθώς το γεγονός ότι ακόμη αναζητούν το πρόσωπο πρόσδεσης δεν σημαίνει ότι έχουν αποκοπεί από την πραγματικότητα, αλλά ότι βρίσκονται στη διαδικασία σταδιακής αποδοχής της.

Η διαφορετική στάση ορισμένων παιδιών αλλά και ενηλίκων απέναντι στο πένθος, στην οποία αποφεύγουν την συναισθηματική έκφραση, μπορεί να βρεθεί μέσα στον τρόπο που η οικογένεια του πενθόντα αντιμετωπίζει (ή αντιμετώπιζε στην περίπτωση των ενηλίκων) την συναισθηματική έκφραση, η οποία αποφεύγονταν. Το κλάμα και ο θυμός μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι κατακριτέα και αποφευκτέα. Όσο περισσότερο το άτομο επιζητά την επανασύνδεση με το πρόσωπο πρόσδεσης και την επιστροφή του στην ασφαλή του βάση, τόσο αυξάνεται η αντίδραση του περιβάλλοντος το οποίο υποβαθμίζει την συναισθηματική και ουσιαστικά αξία αυτής της επανασύνδεσης. Εσωτερικεύοντας αυτά τα πρότυπα διεργασίας, το παιδί και αργότερα ο ενήλικας θα θεωρεί τη συναισθηματική έκφραση και ιδιαίτερα μπροστά σε σοβαρές απώλειές ως κατι κατακριτέο, κάτι που οδηγεί στο να πνίξει τα συναισθήματά του.

Εκτός από τη δυσκολία στην συναισθηματική έκφραση, ο Bowlby αναφέρθηκε και σε ένα ακόμη συχνά εμφανιζόμενο πρόβλημα κατά τη διαδικασία του πένθους: το παρατεταμένο πένθος. Ακόμη και εάν τα παιδιά ή οι ενήλικες έχουν την ελευθερία να εκφράζονται συναισθηματικά, εντούτοις βρίσκονται σε μία κατάσταση που δεν μπορούν να ξεπεράσουν το πένθος και να φτάσουν στην αναδιοργάνωση. Υπάρχουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι παρόντα σε αυτές τις περιπτώσεις. Το πρώτο είναι οι υπερβολικά στενές σχέσεις μεταξύ του ατόμου και του προσώπου πρόσδεσης. Στην περίπτωση των παιδιών αυτό είναι πολύ πιο συχνό φαινόμενο καθώς τα παιδιά μπορεί να εξαρτώνται κυριολεκτικά από το πρόσωπο αυτό. Στην περίπτωση των ενηλίκων αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει μεγάλη εξάρτηση ταυτότητας του ενός από τον άλλο η οποία εκδηλώνεται με έντονη ανησυχία και δυσαρέσκεια ακόμη και σε σύντομες περιόδους αποχωρισμού που προηγήθηκαν του θανάτου. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η απουσία κάποιου άλλου ατόμου στο περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε ο πενθών να μεταθέσει ένα μέρος του δεσμού που έχει πλέον χαθεί. Εάν ένα παιδί βρεθεί μόνο του ή έχει τυπικές σχέσεις με άλλους συγγενείς οι οποίοι δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να λειτουργήσουν ως νέα πρόσωπα αναφοράς για το άτομο, τότε το πένθος μπορεί να παραταθεί. 

Πηγή 


Η υπακοή στην εκκλησία σώζει

 Πηγή

Η Εκκλησία είναι μία· αυτή η ενότητα δεν είναι απλώς ένας όρος του Συμβόλου της Πίστεως, αλλά η καρδιά της ταυτότητάς της. Δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία χωρίς ενότητα. Η υπακοή στους θεσμούς, ιδιαίτερα στη Σύνοδο, δεν είναι θέμα τυφλής αποδοχής, αλλά πράξη εμπιστοσύνης και ταπείνωσης μπροστά στο μυστήριο της σωτηρίας. Δεν θα κριθούμε για τα λάθη των άλλων, αλλά για τις δικές μας πράξεις και επιλογές.  Ο φανατισμός δεν είναι αγάπη για την πίστη· είναι μίσος για τον άλλον. Η πίστη υπερασπίζεται με διάκριση, όχι με εγωισμό. Όταν η προσωπική άποψη τοποθετείται πάνω από την Εκκλησία, χάνεται το μέτρο και γεννιέται η πλάνη.  Με τον Σεβ. Μητροπολίτη Άρτης κκ. Καλλίνικο

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

13. Η θεολογία και το κάλλος της Ορθόδοξης εικονογραφίας


π. Σταμάτης Σκλήρης

Ο πατήρ Σταμάτης Σκλήρης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1946. Σπούδασε Ιατρική (1971) και Θεολογία (1976) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Παρακολούθησε μαθήματα τέχνης και Ιστορίας της Τέχνης στο Παρίσι και στο Βελιγράδι. Έχει μελετήσει την τοιχογραφία της εποχής των Παλαιολόγων στα βυζαντινά μνημεία του 14ου αιώνα.

Έχει δημοσιεύσει μελέτες θεωρίας και κριτικής της τέχνης σε διάφορα καλλιτεχνικά και θεολογικά περιοδικά.

Το 1979 χειροτονήθηκε ιερέας και από τότε υπηρετεί ως εφημέριος στην ενορία Κοιμήσεως Θεοτόκου Βούλας, στην Αθήνα.

Το 1986 οργάνωσε Εργαστήριο Βυζαντινής Αγιογραφίας στο Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν. Δίνει διαλέξεις πάνω σε θέματα θεολογίας και αισθητικής της βυζαντινής εικόνας.

Έχει λάβει μέρος σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις (Γκαλερί «Ζυγός, 1991 και 1994, στην Αθήνα, Salon d’ Automne», 1992 και 1993, «Salon des artistes francais», 1993 στο Παρίσι).

Ως ζωγράφος έχει δημιουργήσει προσωπικό ύφος, το οποίο προέρχεται από σύνθεση της παραδοσιακής με τη σύγχρονη τέχνη.

Περισσότερα εδώ 

Ράλλης Κοψίδης: Ο αθώος «Άγιος» καλλιτέχνης της Γλυφάδας

Το 1959, ο Λημνιός ζωγράφος, χαράκτης αγιογράφος και πεζογράφος Ράλλης Κοψίδης, ο «εικαστικός εκπρόσωπος της μεταπροσφυγικής και μετεμφυλιακής Ρωμιοσύνης», κάνει μια εκδρομή στα ψηλώματα της Γλυφάδας.

«Μόλις αντίκρισε την κατάφυτη από πεύκα -τότε- Γλυφάδα που ανάμεσα τους πρόβαλαν οι κεραμιδένιες στέγες, τους ευκάλυπτους, τις συκιές και τις χαρουπιές χωμένες σε παλιά περιβόλια και σε πυργόσπιτα  και πάντα, εκεί, την γραμμή του ορίζοντα να διαγράφεται αδιάσπαστη, συνειδητοποίησε το χωροχρονικό του ρίζωμα. Αγόρασε λοιπόν το οικόπεδο και ξεκίνησε να χτίζεται το σπίτι».

Γλυφάδα, 1984 (Ακουαρέλα)

Στο σπίτι αυτό, το «στολισμένο» από τον ίδιο με μια γοργόνα κι έναν ανάγλυφο κοχλία, ο Ράλλης θα ζήσει με την οικογένειά του και θα αφοσιωθεί στο σπουδαίο καλλιτεχνικό του έργο μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 14 Αυγούστου του 2010. Ξεκινώντας ως μαθητής του Φώτη Κόντογλου (ήταν ένας από τους βοηθούς του Κόντογλου στην Αγιογράφηση της Καπνικαρέας), ο Ράλλης Κοψίδης χάραξε δική του πορεία και δημιούργησε ένα προσωπικό στυλ, με κύριο οδηγό την λαϊκή τέχνη, αλλά ισορροπώντας άρτια μεταξύ Ελληνικότητας και Μοντερνισμού.

«Συλλογιέμαι  πως η ρίζα μας είναι αλλού, μέσα σ’ ένα χωράφι που το βλέπει όλη μέρα ο ήλιος, που το λένε Ελλάδα, που το λένε και Ανατολή. Η πίστη μας είναι ο ήλιος. Γι’ αυτό τον ζωγραφίσαμε στα παράθυρα της εκκλησιάς με ώχρα και κόκκινο που λάμπει, ολοστρόγγυλος και γελαστός σαν πρόσωπο μικρού παιδιού» – Ράλλης Κοψίδης.

Για τον καλλιτέχνη και τη ζωή της δίπλα του γράφει στο NouPou η κόρη του, επίσης εικαστικός, Σοφία Κοψίδου.

Νταμάρια, 1986 – Από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης

1. Ή την Σχολή ή τον Κόντογλου

Τι περίεργο πράγμα! Όταν είσαι νέος, θέλεις να φύγεις, να πετάξεις μακριά από ό,τι είναι πίσω σου.

Ν ’ανοίξεις τα φτερά σου και να φύγεις. Να μην γυρίσεις…Και έρχεται η στιγμή που επιστρέφεις στα πάτρια, τα παλιά, την μόνη αλήθεια…

Όπως ο Ράλλης Κοψίδης, ο πατέρας μου, σε μια περίοδο στα τέλη του ‘70 άρχισε να ζωγραφίζει τις μνήμες, το παρελθόν, τα παλιά, τα πρώτα, έτσι και εγώ μέσα στην γενικευμένη απομόνωση των ημερών της καραντίνας, πήρα την πρόταση της Γεωργίας Βαμβακερού, που έγινε αφορμή και  ανάγκη να κοιτάξω πίσω, την ζωή του, την πορεία του και μαζί την δική μου πορεία που δέθηκαν, όχι μόνο λόγω δεσμών αίματος, αλλά και πνευματικών δεσμών, από την στιγμή που αποφάσισα να ακολουθήσω τον δρόμο της τέχνης.

Υπήρχαν φορές που επηρεαζόμουν από τον κόσμο της ζωγραφικής του και τον αντέγραφα, άλλες πάλι ξεμάκραινα και πήγαινα στο άλλο άκρο. Αντίδραση η συμπόρευση, ό,τι και να ‘ναι, να ξεφύγεις δεν μπορείς απ’ ό,τι είναι δικό σου. Ό,τι και αν έκανα ήταν μια συνομιλία με τον πατέρα μου και συνάδελφο, ζωγράφο αγιογράφο, χαράκτη, συγγραφέα Ράλλη Κοψίδη.

«Ο Κοψίδης πρέπει να θεωρείται ο εικαστικός εκπρόσωπος της μεταπροσφυγικής και μετεμφυλιακής ρωμιοσύνης». Περιοδικό Άρδην, Βεινόγλου.

Από τη μεριά της μητέρας του, Δέσποινας Προδρομίδου, ο Κοψίδης έχει δεσμούς καταγωγής με την Καππαδοκία. Ο παππούς του, Πέτρος Προδρομίδης, ήταν γιατρός στο Ινδζεσού Μητροπόλεως Καισαρείας. Η καταγωγή του πατέρα του (Ανατολικοθρακιώτες καπεταναίοι που μετέφεραν εμπορεύματα στο Βόρειο Αιγαίο) εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες, μετά το 1923-24, στο Κάστρο της Λήμνου, όπου και γεννήθηκε  ο Ράλλης στο Κάστρο Λήμνου στις 5 Νοεμβρίου 1929.

Αριστερά ο πατέρας του, Θανάσης Κοψίδης

Ζωγράφιζε, απ’ όσο θυμάται τον εαυτό του, όπως λέει ο ίδιος…

«Ήμουν ακόμα μαθητής στο γυμνάσιο όταν έπεσε στα χέρια μου η Βασάντα, ένα απ’ τα πρώτα του βιβλία (του Κόντογλου) […]. Ακόμα θυμάμαι πόσο διαφορετικό μου φάνηκε απ’ ό,τι διάβασα ως τότε. Αργότερα, στο στρατό, τα βιβλία του μου κρατήσανε συντροφιά […] Οι ζωγραφιές που ήταν στολισμένα, φτιαγμένες από το χέρι του συγγραφέα, δε μ’ άφηναν να κοιμηθώ. Ήταν ένα αδιάκοπο ερωτηματικό. Σα να μου φώναζαν: “Δεν ήξερες ως τώρα την αλήθεια γι’ αυτό που λένε ‘ελληνική ζωγραφική’”». (Ράλλης Κοψίδης, «Ένας αντρειωμένος της τέχνης», στο: Οι Έλληνες Ζωγράφοι, Αθήνα 1975)

Ράλλης Κοψίδης – Παιδικά χρόνια στη Λήμνο

Το 1949, στα 20 χρόνια του, πέρασε πρώτος στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και μπήκε εργαστήριο του Ανδρέα Γεωργιάδη. Γνώρισε τον Κόντογλου στα 1953 και έγινε μαθητής του, εγκαταλείποντας την ΑΣΚΤ την διδασκαλία της οποίας ήδη αμφισβητούσε. «Το χαρτί της Σχολής δεν το πήρα[…]. Στον τέταρτο χρόνο, μια μέρα μπήκε ο Γεωργιάδης ο δάσκαλός μου (που ήξερε πως πήγαινα και στον Κόντογλου) και μου λέει: Ράλλη πρέπει να διαλέξεις. Ή την Σχολή ή τον Κόντογλου. Και τα δυο δεν γίνονται. – Δίκαιο έχεις δάσκαλε του είπα. Φεύγω αμέσως. Μάζεψα την κασετίνα μου και έφυγα δια παντός απ’ την Σχολή». (Μικρό αυτοβιογραφικό, Γενάρης 85, αδημοσίευτο χειρόγραφο, αρχείο Ρ. Κοψίδη)

Μετά από προτροπή του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, ο Κοψίδης διέκοψε τις σπουδές του σχολή στο 4ο έτος για να ξεκινήσει την μαθητεία του στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου.

2. Στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος

«Το σπίτι μου. Αυτό δεν ήταν βέβαια σπίτι καθεαυτό. Ένα σκέτο δωμάτιο, που όλα του λείπαν στην ταράτσα του σπιτιού της κυρά Αθηνάς. Το “κουβούκλιον”, όπως το ονόμασε ο μαστρο Φώτης ο Κόντογλου -ως Στρουθίον μονάζον επι δώματος, είσαι εκεί πάνω, μου έλεγε. Βλέπω τη λάμπα σου (του πετρελαίου), να καίει και λέω: Να, ο Ράλλης τώρα σχεδιάζει… Αυτό λοιπόν το “κουβούκλιον” ήταν απέναντι απ’ το σπίτι του μαστρο Φώτη, εκεί στην οδό Βιζυηνού, στα Πατήσια. Τότε, γύρω στο 53 ήταν εκεί μια αθόρυβη, μοσχομυρισμένη γειτονιά. Δυο τρείς πόρτες πιο πάνω του Δημητρίου Πικιώνη το ενδιαίτημα. Και πεύκα! Μεγάλα κι ’αληθινά». («Το συγύρισμα» του Ράλλη Κοψίδη, 1986)

Η μυθική κηπούπολη Κυπριάδη με τα πανέμορφα σπίτια του μεσοπολέμου συγκέντρωνε εργαστήρια γνωστών ζωγράφων της ομάδας «Τέχνη» και διανοουμένων της «γενιάς του ‘30». Εκεί γνώρισε τον Στρατή Δούκα, τον Δημήτρη Πικιώνη. Μέσα σε αυτό το εν βρασμώ καζάνι ιδεών και καλλιτεχνικής παραγωγής που ο Μόραλης αποκάλεσε «Σχολή Κυπριάδη» ζούσε ο Ράλλης. Εκεί γνώρισε και τον νεαρό Βασίλη Πλάτανο, δημοσιογράφο, λαογράφο, συγγραφέα και συνεργάτη του από την Μυτιλήνη. Ο ίδιος γράφει:

«Στο σπίτι του Κόντογλου γνώρισα τον μαθητή του Ράλλη Κοψίδη και γίναμε αδελφικοί φίλοι. Εκεί, κάπου στα 1955, μας μιλούσε για τη θρησκευτική τέχνη της Ορθοδοξίας και τη “χείρα” του τεχνίτη-καλλιτέχνη, που οδηγείται από τη θεία Χάρη. Είχε μια μυστικιστική τοποθέτηση και μαχότανε με φανατισμό τη δυτική τέχνη, που θεωρούσε κατώτερη σε αξία, τάξη ή ποιότητα» – Βασίλης Πλάτανος, «Ο Λημνιός μαθητής του Κόντογλου», (2012, εφημερίδα Εμπρός)

Και εγώ που δεν τα έζησα όλα αυτά τα γεγονότα από πρώτο χέρι, παρά μόνο τα γνωρίζω από μαρτυρίες, χαίρομαι να φαντάζομαι πως ο Ράλλης Κοψίδης συνάντησε τον Βασίλη Πλάτανο σε μια από αυτές τις  γιορτινές συγκεντρώσεις στο σπίτι του Κόντογλου όπως αυτή που περιγράφει ο Αλέξης Μινωτής. «Καθώς πλησιάζαμε την πόρτα ακούσαμε μέσα τραγούδια και θόρυβο από γλεντοκόπι. Μας άνοιξαν και βρεθήκαμε, απρόσμενά μας, σε οικογενειακή διασκέδαση. Γιορτάζονταν τα γενέθλια της κόρης του [Φώτη Κόντογλου].Γεμάτο γύρω-γύρω στο στρωμένο, με χίλια φαγώσιμα, μεγάλο τραπέζι, γυναίκες και άντρες, Αϊβαλιώτες συγγενείς και συμπατριώτες του, μα και ξένοι σπουδαστές, ζωγράφοι και βυζαντινολόγοι, Σουηδοί, Γερμανοί, νέοι λογιών-λογιών. […] Μας κάνανε τόπο και καθίσαμε κι εμείς στο φαγοπότι, που συνοδευόταν με απολυτίκια και διάφορους άλλους εκκλησιαστικούς ψαλμούς που οι Αϊβαλιώτες τραγουδούσαν όλοι εν χορώ, όπως και άλλα τραγούδια θαλασσινά» – Αλέξης Μινωτής, «Φώτης Κόντογλου, ο πιστός της ουσίας», στο «Φώτης Κόντογλου-Αφιέρωμα», Η λέξη, τχ. 198, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008, σ. 538

Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 μετά την πρώτη ατομική έκθεση στην Αθήνα με πολύ καλή υποδοχή από τους κριτικούς και το κοινό. Η Ελένη Βακαλό έγραφε στα ΝΕΑ τον Μάρτιο του ‘59: «Καθώς στεκόμουν μέσα στην έκθεση, μου φαινόταν πως αντίκρυζα τα έργα ενός παιδιού φορτωμένου με χίλια χρόνια γερατειών».

…και ενώ μια μαθητεία ολοκλήρωνε τον κύκλο της,  ο νεαρός Ράλλης παντρευόταν την Μαρία Αιματίδου.

Επιβεβλημένο να αφήσει το «κουβούκλιον».

3. Μεταξύ ελληνικότητας και μοντερνισμού

«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»

«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δύο χρονολογίες καθόρισαν τον ζωγράφο Κοψίδη. Το έτος 1953, οπότε και εγκατέλειψε τη Σχολή για τον Κόντογλου, και το 1959 που, όντας πια στο Chevetogne, επέλεξε να χαράξει πορεία ανεξάρτητη του δασκάλου. Όμως, δεν άλλαξε μεμιάς η ζωγραφική του Κοψίδη, δεν μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο διαγράφοντας την έως τότε πορεία του. Με κύριο οδηγό τη λαϊκή τέχνη, ο Κοψίδης για ολόκληρη τη δεκαετία του ’60 και για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ’70 μοιάζει να ισορροπεί μεταξύ “ελληνικότητας” και “μοντερνισμού”, καθώς το πρότυπο του Κόντογλου παραμένει ισχυρό, αλλά μέσα από μια πιο απελευθερωμένη ματιά» (Σπύρος Μοσχονάς)

Το ότι δεν ζήσαμε στο Παγκράτι, που είχε αρχικά επιλέξει, το οφείλουμε στον αδελφό της μητέρας μου, που ζούσε ήδη νότια και τον προέτρεψε «προς Θεού να μην κλειστεί σε μια πολυκατοικία».

Και ευτυχώς τον έπεισε να κάνουν μια εκδρομή στα ψηλώματα της Γλυφάδας.

Μόλις αντίκρισε την κατάφυτη από πεύκα -τότε- Γλυφάδα που ανάμεσά τους πρόβαλαν οι κεραμιδένιες στέγες, τους ευκάλυπτους, τις συκιές και τις χαρουπιές χωμένες σε παλιά περιβόλια και σε πυργόσπιτα και πάντα, εκεί, την γραμμή του ορίζοντα να διαγράφεται αδιάσπαστη  συνειδητοποίησε το χωροχρονικό του ρίζωμα. Αγόρασε λοιπόν το οικόπεδο και ξεκίνησε να χτίζεται το σπίτι.

Δεν το χαρήκαμε όμως αμέσως, καθώς τέλη του 59 ξενιτευτήκαμε και οι τρεις για το Βέλγιο. Για την ακρίβεια εκεί άνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο μερικούς μήνες μετά την άφιξή μας. Σε ένα μοναστήρι. Το μοναστήρι του Chevetogne όπου μας είχε στείλει ο μαστρο-Φώτης.

Ράλλης Κοψίδης και Σοφία -Βελγιο, 1960
Μαρία Κοψίδου- Βελγιο, 1960

Ήταν η πρώτη δουλειά ιστόρησης εκκλησίας που ανέλαβε ο Κοψίδης εξ ’ολοκλήρου στο εξωτερικό ο ίδιος, με τον  Γιώργη Χοχλιδάκη, επίσης μαθητή του Κόντογλου και μετέπειτα νονό μου. Το μοναστήρι αυτό είχε μια ιδιαιτερότητα που το έκανε μοναδικό. Οι Βενεδικτίνοι ιερωμένοι, όλοι μορφωμένοι θεολόγοι, δούλευαν για την ένωση των Εκκλησιών και για την εξομάλυνση των διαφορών που χωρίζουν τους ορθόδοξους από τους καθολικούς. Το μοναστήρι χωρίζεται σε δύο τύπους: τον ορθόδοξο και τον καθολικό. Και κάθε μορφή λατρείας είχε και την δική του εκκλησιά.

Αποσπάσματα  από το «Ημερολόγιο του Chevetogne» του Ράλλη Κοψίδη:

«26 Νοεμβρίου 1959 – Σήμερα αρχίζουμε την δουλειά στην εκκλησία. Έχουμε ετοιμάσει και καννάβι, το άχυρο, τον ασβέστη. Η σκαλωσιά είναι σαν ένα καράβι έτοιμο να  μαζέψει την άγκυρα και να σαλπάρει για το μεγάλο ταξίδι. Οι τοίχοι της εκκλησιάς άδειοι ακόμα μας περιμένουν σαν πέλαγος ανοιχτό».

«30 Νοεμβρίου 1959 – Το δάσος είναι γεμάτο φασιανούς που κράζουν με μια φωνή σαν λαμαρίνα  στον αέρα. Όλη μέρα βρέχει. Πράσινη μούχλα στους κορμούς των δένδρων, στις πέτρες, στο σκούρο χώμα, που είναι γεμάτο πεσμένα φύλλα που σαπίζουν. Ολόκληρο το Σεβετόν είναι τυλιγμένο σε μια γκρίζα ομίχλη που σε πιρουνιάζει ως το κόκαλο. Μα το δωμάτιο είναι ζεστό. Ο ηγούμενος είναι ευχαριστημένος από την δουλειά μας. Έχουμε ελευθέρια να κάνουμε αυτό που πρέπει» 

«25 Δεκεμβρίου 1959 – Χριστούγεννα στην ξενιτιά. Ανάθεμά σε ξενιτιά με τα φαρμάκια πού ‘χεις. Κάθομαι και γράφω. Συλλογιέμαι  πως η ρίζα μας είναι αλλού μέσα σ’ ένα χωράφι που το βλέπει όλη μέρα ο ήλιος, που το λένε Ελλάδα, που το λένε και Ανατολή. Η πίστη μας είναι ο ήλιος. Γι’ αυτό τον ζωγραφίσαμε στα παράθυρα της εκκλησιάς με ώχρα και κόκκινο που λάμπει, ολοστρόγγυλος και γελαστός σαν πρόσωπο μικρού παιδιού. Μεσ’ στην αυλή μας, εδώ που καθόμαστε φυτρώνει το δέντρο της λησμονιάς μα δεν θα φάγω από τον καρπό του». 

Tο σπιτι της οικογένειας Κοψίδη στο Chevetogne, 1960

Πολύ γλαφυρά περιγράφει τα δεινά της σκαλωσιάς ο Βασίλης Πλάτανος:

«Το 1957 είδα τον Κόντογλου να ζωγραφίζει τον Παντοκράτορα στην εκκλησιά του Αγίου Νικολάου, στα Κάτω Πατήσια, με τους μαθητές του, Ράλλη Κοψίδη, Γιώργη Χοχλιδάκη και Πέτρο Βαμπούλη. Παντοκράτορα γίγαντα, με διάμετρο 5,10 μέτρα. Σκαρφαλωμένοι στις σκαλωσιές, και με τα κεφάλια γυρισμένα προς τα πάνω, κουραστικά συνέχεια, σημαδέψανε τον “αφαλό”, το κέντρο του τρούλλου, και με σπάγκο σχεδιάσανε το κεφάλι, τους ώμους, τα χέρια, το ιμάτι, το ευαγγέλιο. Πολλά κιλά το χρώμα, ο “προπλασμός”, που στράγγιζε στα χέρια και στα πρόσωπά τους, καθώς δουλεύανε στη σκαλωσιά οι τεχνίτες. Στο ρούχο, το χωρίσανε σε πτυχώσεις με διάφορα σχήματα, τρίγωνα, τετράγωνα, γωνιές, τα “λάματα”, που τα ζωγραφίσανε με ζωηρά χρώματα, ώστε να φαίνουνται σωστά από κάτω. Πολύ κουραστική εργασία. Ο Ράλλης μικρόσωμος, υπέφερε, αλλά, καθώς τοιχογραφούσανε ψέλνανε διάφορα τροπάρια για να τους φεύγει η κούραση κι ο παιδεμός. Νωπογραφία, ζωγραφική σε νωπό κονίαμα με χρώματα διαλυμένα στο νερό, φρέσκο».

Στη σκαλωσιά: Ο Κοψίδης ζωγραφίζοντας στο μοναστήρι -Βελγιο 1960

Ως λάτρης της φωτογραφίας, o Ράλλης είχε γνωρίσει τον φωτογράφο του χωριού Bernard Labotte και τη γυναίκα του. Βλέπω σε φωτογραφίες από βραδιές στο σπίτι τους,  εμένα μέσα στο καρότσι, κι αυτός να γίνεται πάλι παιδί κάνοντας αστείες γκριμάτσες και η ομήγυρη να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Είχε μια πηγαία αίσθηση του χιούμορ στην προσωπική του ζωή, και ένα δυνητικά  χαρούμενο εαυτό. Η συμφοιτήτρια του από την σχολή Καλών Τεχνών, η Μαίρη Χατζηνικολή, μας το επιβεβαίωσε αργότερα μιλώντας για ένα πράο και ευγενικό  άνθρωπο, “πάντα με το χιουμοράκι του”.

Μιλώντας για το Βέλγιο μας έλεγε πως το κοντινό μας χωριό και γενικά η επαρχία εκεί, είχε  ότι και οι πρωτεύουσα, και οι άνθρωποι είναι παντού το ίδιο. Και να το συγκρίνει πικραμένος, με την σκοτεινιά και την εγκατάλειψη της ελληνικής επαρχίας σε σχέση την ψευτοστολισμένη και φτιασιδωμένη “δήθεν” πρωτεύουσα μας.

Επιστροφή στην Ελλάδα μετά από δύο χρόνια. Θυμάμαι αυτή την περίοδο πολύ αμυδρά, αυτό που θυμάμαι όμως καλά ήταν οι ζωγραφιές που διαχέονταν στον παιδικό μου κόσμο παίρνοντας την ένταση του πραγματικού, τον συμπλήρωναν και τον διαμόρφωναν υποσυνείδητα και δίχως όρους. Γιατί ο πατέρας μου δεν ζωγράφιζε απλά πίνακες. Η κοσμοθεωρία του άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά σε κάθε γωνιά της νέας μας κατοικίας. Το υπέρθυρο κεφάλι/κοχλίας ζωγραφισμένο πάνω από την πόρτα στην είσοδο του σπιτιού. Τα ένθετα, ζωγραφισμένα κεραμικά ή πέτρινα σκαλισμένα ανάγλυφα στους τοίχους. Τα πέτρινα υπέρθυρα στα παράθυρα με τα χρωματιστά ένθετα γυαλιά και τέλος το πλακόστρωτο στην αυλή με σκαλίσματα, ψηφιδωτά, ανάκατα, γοργόνες, καβαλάρηδες,  πουλιά και όστρακα, ήλιοι και φεγγάρια, ένα σύνολο παράξενο μυθολογικό και μαγευτικό, εικόνες της λαϊκής παράδοσης, μαγνήτιζαν τα μάτια ενός παιδιού.

«Μ’ όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις», λέει η σοφή λαϊκή παροιμία. Κι απ’ αυτά που μας έλεγε και δασκάλευε ο Κόντογλου, αποφασίσαμε ο Ράλλης κι εγώ να βγάλουμε το «Κάνιστρον». Το 1964 με πρώτο θέμα «Εξοχή». Το κείμενο έγραψα εγώ και τις 19 ξυλογραφίες χάραξε και τύπωσε ο Ράλλης. Ανάμεσά τους και μια χρωματιστή» – Β. Πλάτανος

Για τον πατέρα μου τα πράγματα νομοτελειακά είχαν πάρει τον δρόμο τους και οι συνθήκες ευνοϊκές. Τότε αποκτήσαμε το Austin Mini Countryman με τα διακοσμητικά ξύλινα δοκάρια, φωτογραφική μηχανή (μια Leica), και όλα αυτά τα ωραία της σύγχρονης τεχνολογίας. Και φυσικά τα αποκτήσαμε, καθώς τότε ήταν απαραίτητα αγαθά για να καταγράψει με τον φακό του μιαν Ελλάδα που χανόταν μέρα με τη μέρα και καιρός για χάσιμο δεν υπήρχε.  Με το Βασίλη Πλάτανο αποφάσισαν  να σώσουν ό,τι μπορούσαν.

Το πλαίσιο ήταν οι εκδόσεις «Κάνιστρον, το μεράκι της ρωμιοσύνης». Με οδηγό τη λαϊκή τέχνη πραγματοποίησε ταξίδια με  τον Πλάτανο, στην Αίγινα -από όσο γνωρίζω- συγκεντρώνοντας υλικό που αποτέλεσε βασική πηγή των εκδόσεων. «Εξοχή» 1964 και «Προσκυνητάρι της Αίγινας» 1965. Μετά το 1967 (λόγω χούντας), ο Πλάτανος αποφάσισε να σταματήσει οποιαδήποτε πνευματική δραστηριότητα.

Προσκυνητάρι της Αίγινας, εκδόσεις Κάνιστρο, 1965

Αλλά η ιδέα των εκδόσεων «Κάνιστρο» είχε ήδη εδραιωθεί. Την ίδια εποχή, με την μαμά στο τιμόνι, που είχε να το λέει πως τη μια μέρα πήρε το δίπλωμα και την επόμενη γύρισε όλη την Ελλάδα, ταξίδεψαν στην Θράκη και την Μακεδονία και πολλά οδοιπορικά κείμενα  και σχέδια από αυτά τα ταξίδια δημοσιευτήκαν από το περιοδικό «Θρακικά χρονικά».

Μέχρι τα μέσα του 1975, τα ταξίδια ήταν η βασική πηγή για την ζωγραφική του και τα κείμενα. Αίγινα, Κύθηρα, Μάνη, Άγιον Όρος, Μυστράς, Ζαγόρια, Λαύριο. Συνοδοιπόροι εκτός από τον Πλάτανο, o Γιώργος Σικελιώτης, ο Γιώργης Χοχλιδάκης και όλοι οι φίλοι του λίγο ως πολύ…

Τα θέματά του: Τοπία, σπίτια, άνθρωποι, Μακεδονομάχοι, Μανιάτισσες, Τσαμπάσηδες της Ξάνθης, το Λαύριο και το Κάστρο της Λήμνου.

Συνολικά μέχρι το 1975 είχε εκδώσει τα εξής βιβλία:

  • Σταυροί στον Άθωνα, 1963.
  • Εξοχή, 1964.
  • Προσκυνητάρι της Αίγινας, 1965.
  • Το Άδυτον-15 ξυλογραφίες για το Άγιο Όρος, 1968.
  • Μάνη η Πολύπυργος, 1972 (έκδοση Κάνιστρου).
  • Σπίτια Ελληνικά, 1973 (έκδοση Κάνιστρου).
  • 1972-74 περιοδικό Κάνιστρο.
  • Ρακένδυτοι, 1976.
  • Eκθέσεις
  • “Ώρα”, 1969, 1973, 1976, 1978.
  • “Θόλος”, 1975.
  • “Κρεωνίδη 1978.
  • Στη Θεσσαλονίκη, 1970 και “Κοχλίας” 1974, 1977.
  • Στο Βόλο “Τέχνη”, 1970
  • Στην Κατερίνη, 1977
  • Στο Ηράκλειο Κρήτης, “Γκαλερί Σταυρακάκη” 1979.

«Οχυρωμένος κάθομαι πίσω από να μετερίζι. Γιατί είναι πόλεμος η ζωή κι είναι τουφέκι η ζωγραφική»

Ο πατέρας μου δούλευε πάρα πολύ ως εργασιομανής και λεπτολόγος που ήταν. Στο σπίτι δεν υπήρχε ξεχωριστός χώρος για εργαστήριο. Είχε μια γωνιά στο σαλόνι και ένα πιεστήριο στη μικρή αποθήκη όπου τύπωνε τις εκδόσεις του και τα χαρακτικά. Στην αυλή καταπιανόταν με τα ψηφιδωτά και μικρά γλυπτά. Το 1969 και  έπειτα από τρεις ατομικές εκθέσεις μπορούσε να έχει το εργαστήριό του. Το 1969, με σχέδια του αρχιτέκτονα Βύρωνα Χρηστίδη προστέθηκε το εργαστήριο.

Η ιδέα της ανάπτυξης του χώρου από τον Χρηστίδη βασίστηκε στην σπείρα του κοχλία, ένα από τα σύμβολα του Κοψίδη στη ζωγραφική του. Συμβολικά μια πορεία προς το κέντρο του εαυτού και ταυτόχρονα την απόδραση από την δίνη του.

Στο εργαστήριό του

Τότε ξεκίνησε μια περίοδος όπου όλα όσα γνώριζε ή είχε καταγράψει άρχισε να τα συνθέτει και να τα ενσωματώνει σε ένα ενιαίο σύνολο. Τα έργα, τα κείμενα, τα χαρακτικά, τα ψηφιδωτά, συλλέγματα πολύτιμα από τα ταξίδια και συλλέγματα  της μνήμης κι άλλα φτωχά και ασήμαντα,  μαζεμένα σε μπάζα και σε σκουπίδια. Το σπίτι -ως κέλυφος κοχλία-έδενε όλες τις ετερόκλιτες ψηφίδες, στο κέντρο των οποίων ο Κοψίδης έχτιζε σιγά σιγά με ειλικρίνεια και γνώση την προσωπική του μυθολογία.

Όταν πέρναγες το κατώφλι αυτού του χώρου βρισκόσουν στο μυαλό του. Γοητευτικοί και οι δύο: Kαι ο χώρος και ο άνθρωπος.

Πολύς κόσμος ερχόταν στο σπίτι… Θυμάμαι τον Γιώργο το Σικελιώτη, ζωγράφο, φίλοι από παλιά, τότε που ταξίδευαν στο Άγιον Όρος. Τον Σάββα Τζανετάκη. Eίχαν συνεργαστεί σε μια σειρά χαρακτικών που έκαναν από κοινού. Τη Μαρίνα Καραγάτση και τον ζωγράφο Φίλιππο Τάρλοου, επίσης καλοί φίλοι. Κάνανε τα πορτραίτα ο ένας του άλλου και μια φορά με πήραν και μένα στην παρέα τους και έτσι έγινε το πορτραίτο του πατέρα μου που έκανα όταν ήμουν 15 χρονών, με στυλό Bic σε σχολικό τετράδιο με γραμμές που έχουν πια σβηστεί, αλλά το μελάνι του στυλό κρατάει ακόμα…Τον Αχιλλέα Χατζόπουλο, τον δημοσιογράφο. Επίσης ο καλός φίλος Στέλιος Ελληνιάδης που έχει γράψει κείμενα με μεγάλη ευαισθησία για τον Κοψίδη. Ο Κώστας Καββαθάς, εκδότης και συνοδοιπόρος στις εξορμήσεις στο Λαύριο. Ο στιχουργός Άκος Δασκαλόπουλος, ο τραγουδοποιός Μάνος Λοΐζος. Πολλή παρέα και εξορμήσεις στις εξοχές οικογενειακώς με τον Θόδωρο και την Ξένια Σπονδυλίδη με τους μικρούς τότε Γιώργο και Θανάση. Κι άλλοι πολλοί που τώρα ξεχνώ…

Στο εργαστήριο με τον Άκο Δασκαλόπουλο και τον Μάνο Λοΐζο τη δεκαετία του ’70

Θυμάμαι το γεμάτο με κόσμο εργαστήριο, όπου εύρισκα την ευκαιρία να τρυπώσω ανάμεσα στους μεγάλους και να χαζέψω την βιβλιοθήκη, που ήταν και το κόλλημά μου. Και τον πατέρα μου να ξεδιπλώνει την σκέψη του, ή να διαβάζει τα κείμενα του. Και όλοι να κρέμονται από τα χείλη του. Στο σπίτι δεν γίνονταν έντονες συζητήσεις. Δεν αναμοχλεύονταν πολιτικά πάθη. Γιατί αυτό που ένωνε τις αντίθετες απόψεις ήταν η τέχνη που λείαινε τις γωνίες. Και αν μη τι άλλο υπήρχε και η μητέρα μου με το τέλειο φαγητό της που πρόσθετε στη ζεστή και ευχάριστη ατμόσφαιρα. Τώρα εγώ με τα μυαλά που είχα τότε στα 15 αυτά θυμάμαι και έτσι το αντιλαμβανόμουν. Ήμουν ήσυχο παιδί και χωμένο στα βιβλία, ειδικά των άλλων, δηλαδή του πατέρα μου. Ένοιωθα ότι κάποιο μυστήριο μου κρύβουν και εκεί στην βιβλιοθήκη θα ανακάλυπτα την κρυμμένη αλήθεια.

Επίσκεψη στον Γιάννη Σκαρίμπα, μέσα της δεκαετίας του 1970. (Από αριστερά: οι ζωγράφοι Γιώργος
Ιωάννου, Ράλλης Κοψίδης, Γιάννης Παπανελόπουλος, και ο δημοσιογράφος Αχιλλέας
Χατζόπουλος. Καθιστός ο Γιάννης Σκαρίμπας)

Τελικά η αλήθεια  μου αποκαλύφτηκε εκείνη την περίοδο στο ταξίδι μας στην Γενεύη οικογενειακώς όταν ο πατέρας μου ανέλαβε την δουλειά της εικονογράφησης του Ναού του αποστόλου Παύλου. Σε μία από τις εκδρομές μας επισκεφτήκαμε την  Notre Dame du Haut’ , ένα καθολικό ναό στην Ronchamp της Γαλλίας που χτίστηκε το 1955 από τον αρχιτέκτονα Le Corbusier.

Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η αίσθηση του κενού στο χώρο. Ένας χώρος φτιαγμένος για να δώσει αξία στο Τίποτα με Τ κεφαλαίο. Μια μυστική αίσθηση που αντανακλούσε από τον εαυτό συναντούσε τις γυμνές επιφάνειες και επέστρεφε αναλλοίωτα στον εαυτόν. Το κενό αυτό με μαγνήτισε και θεώρησα από τότε την ζωγραφική σαν  μια αναγκαία σύμβαση συγκάλυψης του κενού. Ένα αναγκαίο κακό ας το πούμε.

Από κει και πέρα ακολούθησα έναν ανορθόδοξο τρόπο στις σπουδές μου, το κλασσικό φροντιστήριο για τις εισαγωγικές, εκεί όπου έμαθα καλό σχέδιο και μ ’αυτή την απαραίτητη βάση (και ας μην το σνομπάρουμε), έφυγα για Γαλλία ακολουθώντας άλλο δρόμο και την προσωπική μου ζωή. Σύντομα όμως και σε ανύποπτο χρόνο ξανασυνδέθηκα με την ζωγραφική, έδωσα εξετάσεις και μπήκα  στην École nationale supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι. Θυμάμαι την  έκθεση του Yves Klein στο Beaubourg και το πόσο με είχε επηρεάσει τότε στην αρχή… Ωστόσο η ματιά του Κοψίδη από απόσταση περνούσε από ένα προσωπικό  παραμορφωτικό καθρέφτη, γινόταν και δική μου ματιά και μου έστελνε την εικόνα μιας γης και των ανθρώπων της υπέροχα όμορφης που εγώ αφηρημένα ζωγράφιζα.

Σοφία Κοψίδου, σχέδιο με μελάνι, 2003

Πρόσφατα επέστρεψα στη Γενεύη μετά από  χρόνια και επισκέφτηκα τον Ναό του αποστόλου Παύλου. Προσπάθησα να φανταστώ το έργο πριν τις προσθήκες. Τα κατάφερα για λίγο και σκεφτόμουν την μοναξιά του Κοψίδη. Αυτός έκανε ένα έργο. Πόσοι όμως το έχουν εκτιμήσει; Ο αγαπητός πατέρας Βασίλειος, λαϊκός τότε, όταν ιστορούσε ο πατέρας μου την εκκλησία, ήταν εκεί και τον βοηθούσε κάποιες φορές ή πρόσεχε μην πέσει από την σκαλωσιά! Μια μέρα, μου έλεγε, εκεί που ζωγράφιζε την μορφή του Ιησού στο τέμπλο, στα τέσσερα μέτρα ύψος, γυρνάω και τον βλέπω σε μια στιγμή να σκοντάφτει και πηγαίνει μια δεξιά, μια αριστερά σαν μπαλόνι. Στο τέλος έσκασε στο πάτωμα εκεί που ήταν τα χρώματα. Πάω κοντά του και του λέω:–Ράλλη καλά είσαι; Έπαθες κάτι;  -Όχι δόξα τω Θεό, μου απαντάει, καλά είμαι. Τινάχτηκε λίγο, ξανανέβηκε στη σκαλωσιά και συνέχισε να ζωγραφίζει.

Αυτοπροσωπογραφία εν μέσω των ειδώλων

Στον κατάλογο της πρόσφατης αναδρομικής έκθεσης στην Λήμνο το 2019, ο επιμελητής Σπύρος Μοσχονάς αναφέρεται  στους δυο τελευταίους και ίσως τους πιο σημαντικούς θεματικούς κύκλους έργων του Κοψίδη. Το Λαύριο και το κάστρο της Λήμνου ως χώρος μνήμης.

«Η αποστασιοποίηση του Κοψίδη από το βυζαντινό ύφος ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 1970 και μέσα από τον σημαντικότερο, ίσως, κύκλο πινάκων σε ολόκληρη την εργογραφία του: τη σειρά με τα τοπία του Λαυρίου. Το Λαύριο ήταν για τον καλλιτέχνη ένας τόπος ιστορίας, μνήμης και ανθρώπινου μόχθου, που ελέω της τεχνολογίας και των μεταλλίων μεταμορφώθηκε σε τοπίο βιομηχανικό, όπου η φύση και η ιστορία βιάστηκαν, περιθωριοποιήθηκαν στο βωμό του κέρδους. Ο καταγγελτικός λόγος μπερδεύτηκε με τον συμβολικό και ο Κοψίδης ξεκίνησε να μιλάει πια μια γλώσσα συμβόλων. «Ο κάθε καλλιτέχνης διαλέγει ορισμένα σύμβολα, ορισμένα εκφραστικά μέσα, όχι τεχνητά αλλά ουσιαστικά. Διαλέγει δηλαδή ορισμένες μορφές που τον βοηθούν να προεκτείνει τον εαυτό του μέσα από αυτές. Μορφές που τον βοηθούν ακόμα να ερμηνεύσει τον εαυτό του. Εγώ στο Λαύριο είδα στοιχεία ζωγραφικά που ήταν προεκτάσεις της ζωής μου. Είδα δηλαδή φτώχεια, δυστυχία, πόλεμο, εκμετάλλευση, αγωνία, περιθωριακή ζωή. Το Λαύριο είναι ένας χώρος που καταλαβαίνω. Κυρίως οι άνθρωποί του. Και ο άνθρωπος είναι το Α και το Ω της ζωγραφικής μου», έλεγε. Μέσα από τα τοπία του Λαυρίου ο Κοψίδης στράφηκε προς τον υπερρεαλισμό, συνδυάζοντας σύμβολα και εικόνες που συγκροτούσαν ένα μαγικό περιβάλλον. Κούκλες ατενίζουν το τοπίο, γυμνά συζητούν με τους όγκους του ορίζοντα, μηχανικά και φανταστικά στοιχεία αντικαθιστούν το χώμα, τα λουλούδια, τους βράχους. Τότε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και έπειτα, ο καλλιτέχνης άρχισε να στρέφεται προς την παιδική ανάμνηση της Λήμνου. Μνήμες της τρυφερής παιδικής ηλικίας μπερδεύονταν με οράματα και όνειρα, ενώ το τοπίο στα έργα του μετατράπηκε σε τόπο φανταστικό, γεμάτο τέρατα, παράξενα όντα και φυτά».

Παράλληλα και αλληλένδετα με του δυο σημαντικούς θεματικούς πόλους, το Λαύριο και το Κάστρο της Λήμνου, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, γίνεται ανάθεση στον Κοψίδη η αγιογράφηση του ναού του Αποστόλου Παύλου από το Ορθόδοξο κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Chambesy της Γενεύης.

   

Θεωρείται ένα σημαντικό έργο όχι μόνο μορφολογικά καθώς χρησιμοποιεί στοιχεία από την προσωπική  μυθολογία του με εικαστικό τρόπο, αλλά και για τις αναφορές σε θέματα που απασχολούν την κοινωνία μας σήμερα, όπως την οικολογική καταστροφή (σκηνή του Οράματος του Αποστόλου Παύλου) και την πρόσληψη της Εκκλησίας ως πανανθρώπινου θεσμού, που ξεπερνά φυλετικά χαρακτηριστικά (παράσταση της Ανάληψης).

Ανάληψη, ναός Αποστόλου Παύλου (του Ορθοδόξου κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου) στο Chambésy της Γενεύης
Όνειρο του Αποστόλου Παύλου, ναός Αποστόλου Παύλου (του Ορθοδόξου κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου) στο Chambésy της Γενεύης

«Έτσι, στην παράσταση της Ανάληψης, εικονίζονται εκατέρωθεν της Θεοτόκου δυο υψώματα με τους Αποστόλους στην άνω ζώνη και εκπροσώπους των φυλών· στην κάτω δεξιά εικονίζονται μια γυναίκα, μάλλον από τη Βορειοανατολική Ευρώπη ή τα Βαλκάνια, ένας Άραβας και μια γυναίκα από τα νησιά του Ειρηνικού, ενώ στην άλλη πλευρά βλέπει κανείς έναν αφρικανό, έναν ευρωπαίο  και έναν ασιάτη από την κίτρινη φυλή. Οι μορφές αυτές –που εκπροσωπούν όχι μόνο τις φυλές αλλά και όλες τις γλώσσες και όλους τους λαούς– νοούνται σε ένα διαφορετικό από τους Αποστόλους επίπεδο, εικονίζονται με σύγχρονες ενδυμασίες και τοποθετούνται σε «τόπον άνυδρον και άβατον» εγγράφονται δε, μέσα σε έναν κοχλία, ένα σύμβολο που επιστρέφει συχνά στο έργο του Κοψίδη και που συμβολίζει τόσο την έννοια της κατοικίας και του καταφυγίου, αλλά και εν προκειμένω προσλαμβάνει και μια σειρά άλλων εννοιών, όπως του εσωτερικού κόσμου, του κεκρυμμένου, του μονήρους βίου και του μυστικού φωτός» -Σπύρος Μοσχονάς.

Το έργο έχει κινήσει το ενδιαφέρον ερευνητών, ιστορικών, αλλά και νέων ζωγράφων και αγιογράφων που το μελετούν και προβληματίζονται για τη συνέχιση της βυζαντινής Τέχνης.

«….το μοναδικό σύνολο της Γενεύης, που προωθεί την εκκλησιαστική ζωγραφική ένα βήμα παραπέρα σε προσωπικό αλλά και ευρύτερα καλλιτεχνικό επίπεδο, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κρίκους της αλυσίδας των δημιουργών εκείνων όπως ο Παρθένης, ο Παπαλουκάς, ο Αστεριάδης, ο Βασιλείου, ο Κόντογλου, και σύνδεσμος με τις νεότερες γενιές που εξακολουθούν να πειραματίζονται, να αναζητούν, να διερωτώνται μέσα βέβαια, από διαφορετικούς μα εξίσου προσωπικούς δρόμους» – Σπύρος Μοσχονάς.

Σίγουρα ο Κοψίδης είχε τη τύχη να βρεθεί σε μια ευτυχή συγκυρία τόπου, χρόνου και ανθρώπων, με ένα φωτισμένο επίσκοπο τον Δαμασκηνό να υποστηρίζει την πρότασή του στον επιφυλακτικό χορηγό, τον εφοπλιστή Λαιμό,  μια εκκλησία με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του Γεωργίου Π. Λάββα, το γεγονός ότι το έργο έγινε εκτός Ελλάδας και τέλος και ίσως το πιο σημαντικό, αυτό που αναφέρει ο Κοψίδης στον Σπύρο Μοσχονά: Ο Κοψίδης αντιλήφθηκε την εργασία του στη Γενεύη σαν «ευκαιρία ζωής», όπου θα εφάρμοζε μια αμιγώς προσωπική θέαση της εκκλησιαστικής ζωγραφικής, χωρίς να έχει πλήρως συλλάβει τον τρόπο· «χορεύοντας θα μάθω χορό, είπα τότε, και απλώς ξεκίνησα».

Το 1989 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα του, ζωγραφικής και χαρακτικής στην Αθήνα και Αλεξανδρούπολη. Και το 1994 παρουσιάστηκε στην πινακοθήκη της Πάτρας.

Αναδρομική Πάτρας, 1994: Ελληνιάδης Στέλιος, Σοφία Κοψίδου και Ράλλης Κοψίδης (φωτογραφία από το αρχειο Ντέφι, Σ. Ελληνιάδης)

Κλείνω αυτό το μικρό αφιέρωμα για τον πατέρα μου, Ράλλη Κοψίδη, με τα λόγια του φίλου του, Στέλιου Ελληνιάδη:

«Αθώος άγιος. “Κατά βάθος, ο Κόντογλου είναι ένας λόγιος που πασχίζει να γίνει αθώος” επισημαίνει ο Παΐσιος και συμπληρώνει “ο Κοψίδης είναι αθώος”. Αθώος που δεν χαρίστηκε σε κανέναν παράγοντα της εκκλησίας, της πολιτικής ή των γραμμάτων και των τεχνών. Ένας άγιος όχι με σταυρούς, καλυμμαύκια και αμφίβολης αλήθειας θαύματα. Ένας άγιος που από το “κελί” του -πάντα ορθάνοιχτο στους επισκέπτες- έστελνε μικρής εμβέλειας αλλά ανυπολόγιστης πνευματικής, ηθικής και καλλιτεχνικής αξίας δημιουργήματα στον έξω κόσμο. Ο Ράλλης Κοψίδης γεννήθηκε το 1929 και έφυγε από κοντά μας το καλοκαίρι του 2010, στα 81 του».

Το παιδί με το αλογάκι, 1987  – Από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης

ΥΓ: Πρόσφατα ο Νεκτάριος Μαμάης παρουσίασε στη Θεολογική Σχολή, με επόπτη τον Γεώργιο Κόρδη, την διατριβή «Το τοιχογραφικό έργο του Ράλλη Κοψίδη (1929-2010). Πορεία προς τo Σαμπεζύ».

«Η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή αποτελεί την πρώτη παρουσίαση της συνολικής διαδρομής του τοιχογραφικού έργου του Ρ. Κοψίδη και την ένταξή της στο σύνολο της εικαστικής παραγωγής του. Στόχος της εργασίας αυτής είναι να φέρει σε επαφή́ το επιστημονικό́ αλλά́ και το ευρύτερο κοινό́ με το εικονογραφικό́ έργο του Ράλλη Κοψίδη και ταυτόχρονα να αποτελέσει το έναυσμα διαλόγου και προβληματισμού́ μεταξύ́ των συγχρόνων εικονογραφών για το «πώς» του εμπλουτισμού και της ζωντανής συνέχειας της ιερής τέχνης των εικόνων». Περιμένω με ανυπομονησία την έκδοσή του.

Πηγή  


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...