1.
Η πίστη
Στη
συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων σήμερα η λέξη πίστη έχει ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο: Σημαίνει την ανεξέταστη
αποδοχή αρχών και αξιωμάτων, τη συγκατάθεση σε μια θεωρία ή διδαχή που παραμένει
αναπόδεικτη. Πιστεύω σε κάτι, πάει να πει ότι το αποδέχομαι, έστω κι αν δεν το
καταλαβαίνω. Σκύβω το κεφάλι και υποτάσσομαι σε μιαν αυθεντία, που δεν είναι πάντοτε
θρησκευτική, αλλά μπορεί να είναι και ιδεολογική ή πολιτική. Συχνά κάτω από τον
κοινό μανδύα της πίστης καλύπτονται εξίσου και η θρησκευτική αφοσίωση
και η ιδεολογική πειθαρχία και η κομματική υποταγή. Έχει
καθιερωθεί και ένα σύνθημα άγνωστης προέλευσης, που πολλοί το θεωρούν ως
πεμπτουσία της μεταφυσικής, ενώ δεν είναι παρά η προϋπόθεση κάθε ολοκληρωτισμού:
«Πίστευε και μη ερεύνα»!
Πρέπει να πούμε απερίφραστα ότι μια
τέτοια εκδοχή της πίστης δεν έχει καμιά σχέση με το νόημα που έδωσε στη λέξη η
ιουδαιοχριστιανική τουλάχιστον παράδοση. Στα πλαίσια αυτής της παράδοσης η
πίστη λειτουργεί πολύ περισσότερο με το περιεχόμενο ου διατηρεί ακόμα σήμερα η
λέξη στο εμπόριο και στην αγορά..
Πραγματικά, όταν μιλάμε στο εμπόριο
για πίστη, εννοούμε ακόμα σήμερα την εμπιστοσύνη που εμπνέει στους κύκλους της αγοράς
ένας έμπορος. Όλοι τον ξέρουν, ξέρουν τον τρόπο και το ήθος των συναλλαγών του,
τη συνέπειά του στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Αν ποτέ αναγκασθεί να
ζητήσει χρήματα, θα βρει αμέσως δανειστή…
Με τον ίδιο αυτόν τρόπο του εμπορίου
και της αγοράς λειτουργεί η πίστη και στα πλαίσια της ιουδαιοχριστιανικής
παράδοσης. Και εδώ το αντικείμενο της πίστης δεν είναι αφηρημένες ιδέες που
αντλούν το κύρος τους από κάποια αλάθητη αυθεντία. Αντικείμενο της πίστης είναι
συγκεκριμένα πρόσωπα, που καλείσαι να τα εμπιστευθείς στα πλαίσια μιας άμεσης
εμπειρικής σχέσης.
Και πιο συγκεκριμένα: Αν πιστεύεις
στο Θεό, δεν το κάνεις επειδή κάποιες θεωρητικές αρχές στο υπαγορεύουν ή
κάποιος ιδρυματικός θεσμός σου εγγυάται την ύπαρξή του. Τον πιστεύεις, γιατί το
πρόσωπό του, η προσωπική ύπαρξη του Θεού, σου γεννάει εμπιστοσύνη. Τα έργα του
και η ιστορική του «πράξη» - οι παρεμβολές του μέσα στην Ιστορία – σε κάνουν να
θέλεις μια σχέση μαζί του.
Βέβαια, η σχέση που θεμελιώνει την
πίστη, μπορεί να είναι άμεση, μπορεί όμως να είναι και έμμεση σχέση. Όπως και
με ένα ανθρώπινο πρόσωπο: Πιστεύω σε κάποιον, τον εμπιστεύομαι, όταν τον έχω
συναντήσει, τον γνωρίζω, σχετίζομαι άμεσα μαζί του. Αλλά πιστεύω και σε κάποιον
που δεν τον γνωρίζω προσωπικά, όταν οι μαρτυρίες έμπιστων σε μένα ανθρώπων
εγγυώνται την αξιοπιστία του.
Υπάρχουν λοιπόν βαθμίδες στην πίστη
– προχωράει κανείς από λιγότερη σε περισσότερη πίστη. Και αυτή η πρόοδος μοιάζει να είναι μια ατελείωτη πορεία. Όσο
ολοκληρωμένη κι αν εμφανίζεται μια πίστη, υπάρχουν πάντοτε περιθώρια αύξησης
και ωριμότητας. Είναι μια δυναμική, πάντοτε «ατέλεστη τελειότητα». …
Σε οποιαδήποτε βαθμίδα ή στάδιο, η
πίστη είναι γεγονός και εμπειρία σχέσης – ένας δρόμος ριζικά διαφορετικός από
τη νοητική βεβαιότητα και την «αντικειμενική» γνώση. …
Όταν η Εκκλησία μας καλεί στην
αλήθεια της, δεν μας προτείνει κάποιες θεωρητικές θέσεις που πρέπει καταρχήν να
αποδεχθούμε. Μας καλεί σε μια προσωπική σχέση, σε ένα τρόπο ζωής που συνιστά σχέση με τον Θεό ή οδηγεί προοδευτικά και
βιωματικά στη σχέση μαζί του. Αυτός ο τρόπος
μεταμορφώνει τη σύνολη ζωή από ατομική επιβίωση σε γεγονός κοινωνίας. Η
Εκκλησία είναι ένα σώμα κοινωνίας…
Φτάνουμε στον Θεό μέσα από ένα τρόπο
ζωής, όχι μέσα από ένα τρόπο σκέψης.
Γιανναράς, Χρ. (1996). Αλφαβητάρι της πίστης. Αθήνα: Δόμος, σ. 25-29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας