Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Η επιθυμία για δύναμη

Η σημασία της επιθυμίας
Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να επιθυμεί. Η δυνατότητα αυτή είναι φυσική δύναμη όλου του ανθρώπινου είδους. Όλοι οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με αυτήν, αλλά στη συνέχεια καθένας θα αποφασίσει πώς θα χειριστεί αυτήν τη φυσική του δύναμη. Ο άνθρωπος, δηλαδή, δίνει συγκεκριμένο,
προσωπικό προσανατολισμό στην απρόσωπη (την ενστικτώδη) δυνατότητα επιθυμίας. Όλοι, για παράδειγμα, επιθυμούμε να ξεδιψάσουμε. Αλλά καθένας μας έχει την ευθύνη για το πώς θα χειριστεί αυτήν την επιθυμία: Άλλος θα επιθυμήσει να πιει νερό από μια κοινή πηγή, άλλος να κλέψει το νερό που έχει μαζέψει ο διπλανός του. Όλοι έχουμε τη δυνατότητα να αγαπάμε. Άλλος λοιπόν αυτή τη δυνατότητα θα τη στρέψει προς το πρόσωπο άλλου ανθρώπου, άλλος θα τη στρέψει προς τα χρήματα ή προς τη δόξα. 

Στα δύο αυτά παραδείγματα, η αμαρτία αναφύεται στις επιλογές στις οποίες προβαίνει κάποιος (στην επιθυμία για το νερό του άλλου και στην επιθυμία για το χρήμα ή τη δόξα). Καθαυτήν, λοιπόν, η δύναμη να επιθυμούμε είναι σπουδαίο εφόδιο του ανθρώπου. Αν αφαιρέσουμε από τον άνθρωπο τη δυνατότητα να επιθυμεί, τότε αυτό που θα απομείνει δεν θα είναι άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χιναγυάνα Βουδισμός ορίζει ως τελικό στόχο του ανθρώπου την περιέλευσή του (το να φτάσει) στην ανυπαρξία, και γι’ αυτό θεωρεί απαραίτητο βήμα προς αυτόν τον στόχο το σβήσιμο της επιθυμίας (όχι των κακών επιθυμιών, αλλά καθαυτής της δύναμης για επιθυμία).
Για τον Χριστιανισμό η σωτηρία που προσφέρεται από τον Θεό χρειάζεται τη θερμή ανταπόκριση του ανθρώπου· όχι απλώς την επιθυμία του, αλλά τη σφοδρή επιθυμία του: «Να επιδιώκετε […] την αγάπη, και να επιθυμείτε με ζήλο τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος», μας έχει πει ο απόστολος Παύλος 
. Το ίδιο τονίζει και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας (14 ος αι.): Τα αγαθά της πνευματικής ζωής, τα οποία προσφέρει ο Θεός, «από μας εξαρτάται αν θα τα παραλάβουμε ή θα τα αποφύγουμε. Γι’ αυτό μάς είναι δυνατό να τα απολαύσουμε αν το θέλουμε· πράγμα αδύνατο αν δεν το αποφασίσουμε. Δεν γίνεται να το θέλουμε αναγκαστικά ούτε να το αποφασίζουμε πιεζόμενοι».
Η Εκκλησία αναγνώρισε τη σπουδαιότητα της ανθρώπινης θέλησης και απέρριψε την αίρεση του Μονοθελητισμού, η οποία ισχυριζόταν ότι ο Θεάνθρωπος Χριστός διέθετε μία μόνο θέληση, τη θεϊκή, η οποία είχε απορροφήσει την ανθρώπινη. Έτσι, λοιπόν, η φράση που συχνά συναντάμε στην εκκλησιαστική γραμματεία, ότι ο πιστός καλείται να «εκκόψει», να «ξερριζώσει» το «ίδιον
θέλημα», δεν σημαίνει κατάργηση του θελήματος (της δύναμης για επιθυμία), αλλά καταπολέμηση του εγωιστικού θελήματος (δηλαδή της εγωιστικής χρήσης της δύναμης να επιθυμούμε), και ηθελημένη αποδοχή του θελήματος του Θεού. Αυτό ισχύει για κάθε στιγμή του ανθρώπου, ισχύει και για την
σχέση του πιστού με τον πνευματικό του. «Ο θεσμός του Γέροντος»,μας έχει πει ο ηγούμενος Σωφρόνιος του Έσσεξ (1896-1993), δεν μπορεί να υφίσταται «δια να απαλλάσση τους  υποτασσομένους εκ πάσης ευθύνης […]. Ο άνθρωπος ο οποίος υποδουλοί τον αδελφόν – συνάνθρω-
πον αυτού, ή έστω επιβουλεύεται την ελευθερίαν αυτού, καταστρέφει αφεύκτως την ιδίαν αυτού ελευ-
θερίαν, διότι η τοιαύτη επιδίωξις αποτελεί καθ’ εαυτήν πτώσιν εκ της θείας ζωής της αγάπης εις την
οποίαν εκλήθη ο άνθρωπος» 

 Η δίψα για επιβολή
Ο άνθρωπος ποθεί να μην είναι ένα απρόσωπο ον. Ποθεί δηλαδή να γίνεται δεκτός και αποδεκτός. Ο πόθος αυτός είναι καταρχήν καλός, και απορρέει από το ότι κάθε άνθρωπος έχει δημιουργηθεί «κατ’ εικόνα του Θεού», είναι ύπαρξη μοναδική και χαίρεται όταν κοινωνεί με τους άλλους (στο πρότυπο της Αγίας Τριάδας, όπως είπαμε). Συχνά όμως αυτή η δίψα δεν αποζητά την κοινωνία με τους άλλους, αλλά την επιβολή πάνω στους άλλους. Πολλοί θεωρούν ιδεώδες το να είναι οι ισχυροί, να κυριαρχούν, να κάνουν πάντα αυτό που οι ίδιοι θέλουν. Κατά την άποψη αυτή, το να μην επιθυμεί κάποιος να
επιβάλλεται πάνω στους άλλους, είναι αδυναμία και ανοησία. «Τι είναι καλό;», ρωτούσε ο Γερμανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε (1844-1900). Και απαντούσε: «Ό,τι κορυφώνει το αίσθημα της
δύναμης, της βούλησης για δύναμη, αυτήν τούτην τη δύναμη στον άνθρωπο. Τι είναι κακό; - Ό,τι προέρχεται από την αδυναμία. Τι είναι ευτυχία; - Το αίσθημα ότι η δύναμη μεγαλώνει, ότι μία αντίσταση υπερνικήθηκε […].

Τι είναι βλαβερότερο από οποιαδήποτε διαστροφή; -Η ενεργός συμπόνια προς όλους τους εκφυλισμένουςκαι τους αδύναμους – ο Χριστιανισμός» . Ο Νίτσε ονόμασε «υπεράνθρωπο» τον τύπο ανθρώπου ο οποίος θα πετύχαινε αυτό το «ιδεώδες».
Ο Νίτσε είχε μεγαλώσει σε προτεσταντικό περιβάλλον, και γρήγορα στράφηκε κατά του Χριστιανισμού, κατηγορώντας τον ότι προβάλλει ως ιδεώδες την αδυναμία. Περίπου τριάντα χρόνια
μετά τον θάνατό του, το Ναζιστικό καθεστώς χρησιμοποίησε την ιδέα του περί «υπερανθρώπου» για τους δικούς του σκοπούς. Το πού οδηγεί η δίψα για ισχύ και επιβολή, η ανθρωπότητα το έχει βιώσει και το βιώνει αδιάκοπα. Η θυσία των πάντων στον βωμό του ατομικού κέρδους, η στέρηση των δικαιωμάτων, η απομύζηση και η καταστροφή του περιβάλλοντος χάριν του ατομικού συμφέροντος, οι γενοκτονίες, όλα αυτά είναι εκδηλώσεις της δίψας για επιβολή πάνω στους άλλους.
Ο λάτρης της ισχύος και της επιβολής δεν μπορεί να δει δύο πράγματα:
Πρώτον, ότι η φαντασίωσή του πως ο ίδιος είναι ο ισχυρότερος, μπορεί κάλλιστα να στραφεί εναντίον του. Αν ύψιστο ιδεώδες είναι η επιβολή, τι θα νιώσει, άραγε, όταν κάποιος άλλος είναι ο ισχυρός, και ο ίδιος αποδειχτεί (στη λογική αυτή) αδύναμος… προς εξόντωση;
Δεύτερον, ότι η μεγαλύτερη δύναμη είναι η άρνηση της κτηνώδους δύναμης που υποτάσσει
τους άλλους. Θα το δούμε στη συνέχεια.


Η κορυφαία δύναμη, που μοιάζει με αδυναμία
Αν κοιτάξουμε τα πράγματα σε βάθος, θα δούμε ότι η λύσσα για επιβολή πάνω στους άλλους είναι ψευδής δύναμη. Στην πραγματικότητα, είναι αδυναμία. Ο άνθρωπος που ασκεί κάθε είδους βία (σωματική ή πνευματική) πάνω στους άλλους, δεν έχει τη δύναμη να αντέξει την παρουσία τους ή και να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Τόσο η διαφωνία, όσο και η υποστήριξη της άποψής μας και του δίκιου, είναι σημαντικά πράγματα. Γι’ αυτό, η αντιπαράθεση και η επιχειρηματολογία είναι σπουδαίες υποθέσεις. Αν λείπει η δύναμη γι’ αυτά, τότε η ανασφάλεια και η αδυναμία σπρώχνουν τον άνθρωπο να βλέπει τους άλλους σαν «αντικείμενα» που θα τα εξουσιάζει.
Η κορυφαία δύναμη είναι να έχεις τη δύναμη να μη χρησιμοποιήσεις δύναμη επιβολής στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτή είναι η περίπτωση του Χριστού στον σταυρό, καθώς και των μαρτύρων. Τα ευαγγέλια μάς αφηγούνται ότι, ενώ ο Χριστός θαυματουργούσε καθ’ όλα τα χρόνια της δημόσιας δράσης του, αρνήθηκε να κατέβει από τον σταυρό, όπως τον προκαλούσαν οι Φαρισαίοι να κάνει .[ «Σώσε τον εαυτό σου, αν είσαι υιός του Θεού, και κατέβα από το σταυρό». Ματθ. 27:40.]

 Γιατί ο Χριστός δεν κατέβηκε; Διότι αν κατέβαινε, οι Φαρισαίοι θα ήταν υποχρεωμένοι να τον αποδεχτούν! Θα υποτάσσονταν στην ισχύ του, αλλά δεν θα τον δέχονταν ελεύθερα και αγαπητικά. Μα ο Χριστός ενδιαφέρεται για την καρδιά του ανθρώπου. Όχι για την καθυπόταξή του. Γι’ αυτό η θυσία του Χριστού στον σταυρό δεν ήταν κακομοιριά, δεν ήταν αναγκαστική. Ήταν εκδήλωση της κορυφαίας δύναμης, της δύναμης της αγάπης. Αληθινή δύναμη είναι η δύναμη να σπάσει κανείς τον ατελείωτο κύκλο αντεκδικήσεων, παρεμβάλλοντας τη συγγνώμη και τη συγχώρεση.

 Η δύναμη για συγχώρεση
Ποιο από τα δύο απαιτεί αληθινή δύναμη; Η ανταπόδοση ενός χτυπήματος, ή η συνειδητή αυτοσυγκράτηση; Συνειδητή αυτοσυγκράτηση δεν έχει ο τρομοκρατημένος (ο τρομοκρατημένος οπισθοχωρεί ή κρύβεται ενστικτωδώς), αλλά ο αληθινά δυνατός, ο οποίος βλέπει ότι η ανταπόδοση δημιουργεί μια τρέλα: έναν φαύλο κύκλο, μια αλυσίδα που θα συνεχίζεται για πάντα. Η αλυσίδα της αντεκδίκησης σημαίνει ότι για πάντα θα μας καθορίζει το παρελθόν: αυτό που θα κάνουμε τώρα, θα είναι μια πράξη ανταπόδοσης, την οποία μας την υπαγορεύει κάποιο κακό που έγινε κάποτε, και το οποίο είμαστε αδύναμοι να σταματήσουμε. Αυτή η υποδούλωση μπορεί να σπάσει μόνο αν μια επαναστατική πράξη εισβάλει στη ζωή εδώ και τώρα, και διακόψει την αλυσίδα, στην οποία το παρελθόν διαμορφώνει δεσμευτικά το μέλλον. Η επαναστατική αυτή πράξη είναι η συγχώρεση. Η λέξη συγχώρεση (από το συν + χώρος) σημαίνει ότι επιθυμώ να παλέψω τον εγωισμό μου και να βρεθώ πάλι παρέα με όλους τους αδελφούς μου. Η στάση αυτή δεν είναι ανοχή του κακού. Είναι τρόπος σταματήματός του .

 Βήματα μάθησης και έκφρασης

 Βήμα Πρώτο
Ας σκεφτούμε ποιες λέξεις εκφράζουν την έννοια της επιθυμίας, και αφορούν το τι είναι επιθυμία, ποιες είναι οι επιθυμίες του ανθρώπου, ποιες είναι οι επιθυμίες μας.

Ας δούμε ποιες από αυτές τις επιθυμίες αποτελούν αληθινές ανάγκες και ποιες όχι, και ας
τις χωρίσουμε σε βασικές κατηγορίες.
- Πώς ικανοποιούν τις επιθυμίες τους οι άνθρωποι; Τι κάνουν για να ελέγξουν την επιθυμία
της δίψας ή την ανάγκη να αγαπήσουν;
- Σε ποιες επιλογές αναφύεται η αμαρτία σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας;
Η Εκκλησία αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα που έχει η δυνατότητα για θέληση. Ας σκεφτούμε τον λόγο του αγίου Νικολάου Καβάσιλα: Τα αγαθά της πνευματικής ζωής, τα οποία προσφέρει ο Θεός, «από μας εξαρτάται αν θα τα παραλάβουμε ή θα τα αποφύγουμε. Γι’ αυτό μάς είναι δυνατό να τα απολαύσουμε αν το θέλουμε· πράγμα αδύνατο αν δεν το αποφασίσουμε. Δεν γίνεται να το θέλουμε αναγκαστικά ούτε να το αποφασίζουμε πιεζόμενοι». Ας συζητήσουμε τη σαφή διάκριση που υπάρχει μεταξύ του να «εκκόψει», να «ξερριζώσει» το «ίδιον θέλημα» ο άνθρωπος, και της πραγματικής κατάργησης του θελήματος. Ας σκεφτούμε, δηλαδή, την καταπολέμηση του εγωιστικού θελήματος (δηλαδή της εγωιστικής χρήσης της δύναμης να επιθυμούμε).


Βήμα Δεύτερο
Θα επιχειρήσουμε να εντρυφήσουμε στην επιθυμία της δύναμης και να καταγράψουμε τις αιτίες για τις οποίες ο άνθρωπος θεωρεί «καλό» τη δύναμη της επιβολής. Κάποιοι ας διαβάσουμε όσα λέει ο Φρειδερίκος Νίτσε για αυτό, και κάποιοι πώς αναλύει το φαινόμενο ο κοινωνικός ψυχολόγος Έριχ Φρομ (1900-1980).


Νίτσε: «Τι είναι καλό; Ό,τι κορυφώνει το αίσθημα της δύναμης, της βούλησης για δύναμη, αυτήν τού-
την τη δύναμη στον άνθρωπο. Τι είναι κακό; – Ό,τι προέρχεται από την αδυναμία. Τι είναι ευτυχία; – Το αίσθημα ότι η δύναμη μεγαλώνει, ότι μία αντίσταση υπερνικήθηκε […]. Τι πιο βλαβερό από οιαδήποτε διαστροφή; – Η ενεργός συμπόνια προς όλους τους εκφυλισμένους και τους αδύναμους: ο Χριστιανισμός»
.
Φρομ: «Ασφαλώς η εξουσία πάνω σ’ ένα λαό είναι έκφραση ανώτερης δύναμης από καθαρά υλική
άποψη. Αν έχω τη δύναμη πάνω σ’ ένα άλλο πρόσωπο να το σκοτώσω, τότε είμαι “ισχυρότερος” απ’ αυτό. Όμως από ψυχολογική άποψη, ο πόθος της εξουσίας δεν πηγάζει από δύναμη, αλλά από αδυναμία. Είναι η έκφραση της ανικανότητας του ατομικού εγώ να σταθεί μόνο του και να ζήσει. Είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια για την απόκτηση δευτερογενούς δύναμης εκεί όπου λείπει η αυθεντική δύναμη».
Ας συζητήσουμε το θέμα: «Τι είναι τελικά δύναμη και τι αδυναμία;». Οι μεν ας χρησιμοποιήσουμε όσα λέει ο Φρειδερίκος Νίτσε και οι δε όσα λέει ο Έριχ Φρόμ. 

Βήμα Τρίτο
Η κορυφαία δύναμη που μοιάζει με αδυναμία πραγματώνεται στη Σταυρική θυσία του Χριστού. Αφού αναγνωρίσουμε πώς αλλάζουν οι έννοιες «δύναμη» και «αδυναμία» στη επίγεια ζωή του Χριστού, ας
γράψουμε μία απάντηση σε όσους επιθυμούν τη δύναμη της επιβολής.
Ας χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ληστή στον σταυρό (όπως τα υποθέτει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) και του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη (1866-1938):
«Τον ονομάζω Βασιλιά, ακριβώς επειδή τον βλέπω να σταυρώνεται· διότι χαρακτηριστικό του βασιλιά είναι το να πεθαίνει χάριν των υπηκόων του» «Ο άνθρωπος πλάστηκε από τη γη. Τι καλό μπορεί να υπάρχει σ’ αυτόν; Να όμως που το έλεος του θεού στόλισε τον άνθρωπο με τη χάρη του Αγίου
Πνεύματος και έγινε όμοιος με τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού. Μεγάλο τούτο το μυστήριο και το έλεος του Θεού για τον άνθρωπο. Αν ήξεραν όλοι οι λαοί της γης, πόσο αγαπά ο Κύριος τον άνθρωπο, τότε θ’ αγαπούσαν τον Χριστό και την κατά Χριστόν ταπείνωση, και θα ποθούσαν να γίνουν σε όλα όμοιοι με Αυτόν. Είναι αδύνατον να το κατορθώσει από μόνος του ο άνθρωπος αυτό.
Ο πεπτωκώς άνθρωπος καθαρίζεται από τη μετάνοια και περιβάλλεται τη χάρη του Αγίου Πνεύματος,
και τότε γίνεται σε όλα του όμοιος με τον Κύριο. Τόσο μεγάλο είναι το έλεος του Κυρίου για εμάς!»

 Βήμα Τέταρτο
Ας δούμε πόσο δυνατή είναι η Μητέρα του Θεού και πώς ο σταυρός γίνεται σπαθί στην αφήγηση της αγίας Μαρίας Σκομπτσόβα (1891-1945). Ποια είναι η δύναμη της Παναγίας και πώς αντιμετωπίζει τον θάνατο του Υιού του Θεού:
«Δεν πάει πολύς καιρός που επισκέφτηκα ένα στρατιωτικό νεκροταφείο. Ένας τεράστιος χώρος ήταν
γεμάτος με εκατοντάδες καθαρούς τάφους, στριμωγμένους στενά ο ένας με τον άλλον, κατά σειρές. Πάνω από κάθε τάφο ήταν ένας σταυρός –όχι, δεν ήταν σταυρός, αλλά ένα σπαθί που έμοιαζε με σταυρό, η λάμα του χωμένη στο έδαφος, και η λαβή σαν να έκανε την οριζόντια και κάθετη μπάρα του σταυρού. Ο σταυρός είχε γίνει σπαθί ή το σπαθί σταυρός. Αυτή η συγχώνευση του σταυρού και του ξίφους είναι γνωστή από τον Μεσαίωνα. Επίτηδες κάνανε τον σταυρό παχύ για να θυμίζει ξίφος, και τοποθετούσαν λείψανα στη λαβή. Εκτός απ’ αυτήν την περίπτωση, θυμήθηκα και μια άλλη, το δημοσιογραφικό συνδυασμό αυτών των δυο μικρών αλλά τεράστιων λέξεων. Καλύπτοντας έτσι το πάθος για πόλεμο, και δικαιώνοντας τη βία του. Όπως και να ’χει, ο συνδυασμός, η τάση να συγχωνεύουν το σπαθί και το σταυρό, δεν είναι κάτι σπάνιο. Και μ’ έναν μοναδικό αλλά διαφορετικό τρόπο, βρίσκουμε αυτόν τον συνδυασμό και στο Ευαγγέλιο. “Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία” (Λουκ. 2:35). Η δίστομος ρομφαία της Μητέρας του Θεού. Αυτή είναι η πρώτη διαφορά από το συνηθισμένο συνδυασμό, και η πλέον σημαντική. Όταν οι δημοσιογράφοι μας λένε «ο σταυρός
και το σπαθί», υπονοούν ότι ο σταυρός είναι ένα είδος παθητικού βασάνου, ενώ το σπαθί είναι γι’ αυτούς ένα σύμβολο δραστηριότητας. Δεν είναι όμως έτσι στο Ευαγγέλιο. Ο σταυρός αίρεται εκούσια, κι επομένως ενεργητικά, από τον Υιό του Ανθρώπου. Το σπαθί κτυπά, διαπερνά την ψυχή, η οποία το δέχεται παθητικά. Κατά το Ευαγγέλιο, το σπαθί είναι σύμβολο πόνου που το υπομένει παθητικά κανείς, δεν το διαλέγει οικειοθελώς αλλά είναι αναπόφευκτο –ένα όπλο που διαπερνά την ψυχή. Ο σταυρός του Υιού του Ανθρώπου, αποδεχθείς εκούσια, γίνεται μια δίστομος ρομφαία που διαπερνά την ψυχή της Μητέρας, όχι επειδή οικειοθελώς το διαλέγει, αλλά επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς από το να υποφέρει τα βάσανα του Υιού της».
Αφού μάθουμε για τη δύναμη της συγχώρεσης, ας σκεφτούμε τι θα μπορούσε να πει η
δυνατή Παναγία στους «αδύναμους» που σταύρωσαν τον Χριστό.

 «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο
ουράνιος»
(Ματθ. 6:14).
Ας σκεφτούμε, τέλος, πόσο δύσκολο είναι μείνει κάποιος δυνατός όταν αδικείται. Ας εντοπίσουμε γεγονότα τα οποία δυσκολεύουν τους ανθρώπους να επιδείξουν τη δύναμη της συγχώρεσης, κι έτσι μνησικακούν. Ας διαβάσουμε τι λέει η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ (1906-1975) για τη συγγνώμη και την εκδίκηση, και ας σκεφτούμε (βλέποντας την «Αλληγορία της κακίας», όπως τη σμίλεψε ο Filippo Parodi), ποιος μπορεί να είναι ο δέσμιος: ο αδικών ή ο αδικούμενος; και γιατί;


«Αυτός που ανακάλυψε τον ρόλο της συγγνώμης στην σφαίρα των ανθρώπινων υποθέσεων, ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος […]. Η συγγνώμη είναι το άκρο αντίθετο της εκδίκησης, η οποία λειτουργεί ως αντίδραση εναντίον ενός αρχικού αμαρτήματος, και με την οποία (αντί να τερματίζονται οι συνέπειες του πρώτου παραπτώματος), παραμένουν όλοι δεμένοι στο πρώτο παράπτωμα […]. Αντίθετα από την εκδίκηση, η οποία αποτελεί αυτόματη αντίδραση στην παράβαση, και την οποία μπορεί κανείς να περιμένει και να υπολογίσει, η πράξη της συγγνώμης  δεν μπορεί να προβλεφθεί ποτέ· είναι η μόνη αντίδραση που πραγματοποιείται απροσδόκητα. Είναι μια πράξη πρωτότυπη – πρωτογενής - ολοκαίνουργια. Η συγγνώμη, με
άλλους λόγους, είναι η μόνη αντίδραση που δεν αντιδρά απλώς, αλλά δρα πρωτογενώς και απροσδόκητα, χωρίς να προσδιορίζεται από την πράξη, η οποία την προκάλεσε. Έτσι απαλλάσσει από τις συνέπειές της τόσο τον συγχωρούντα όσο και τον συγχωρούμενο»
Έχει σημασία να ξανασκεφτούμε τις παραπάνω περιπτώσεις που δυσκολεύουν όλους τους
ανθρώπους, αφού διαβάσουμε αυτήν την ιστορία:
«Αναφέρεται στο Γεροντικόν για έναν αδελφό ο οποίος γειτόνευε με έναν μεγάλο Γέροντα: Εισήρχε-
το ο αδελφός στο κελλί του γέροντος και έκλεπτε. Ο Γέροντας το έβλεπε αυτό, αλλά δεν τον ήλεγχε.
Εργαζόταν περισσότερο και έλεγε: Ίσως ο αδελφός έχει ανάγκη. Εστεναχωρείτο όμως πολύ ο Γέροντας, διότι με δυσκολία εξοικονομούσε τον άρτο του. Όταν επρόκειτο να αποθάνη, μαζεύτηκαν γύρω του οι αδελφοί. Μόλις είδε ο Γέροντας εκείνον τον αδελφό ο οποίος τον έκλεπτε, του λέγει: Πλησίασέ με. Και κατεφίλησε τα χέρια του λέγοντας: Ευχαριστώ αυτά τα χέρια, διότι με τη βοήθειά τους πηγαίνω στη Βασιλεία των Ουρανών. Με τα λόγια αυτά συνεκινήθη βαθειά ο αδελφός εκείνος και μετενόησε και έγινε δόκιμος μοναχός»

Πηγή: Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου, Μάριος Κουκουνάρας Λιάγκης, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής και Ποιμαντικής Θεολογίας,ΤΕΥΧΟΣ Α΄ ΘΕΜΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ Γ΄ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ,  σελ: 25-33
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...