Αρχική » Ο Roderick Beaton και οι «Προέλληνες»: αποσιώπηση και λήθη στην ιστορία

Ο Roderick Beaton και οι «Προέλληνες»: αποσιώπηση και λήθη στην ιστορία

από Δημήτριος Κουγιουμτζόγλου

 Αριστερά ο Μιχαήλ Ψελλός και δεξιά ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ Δούκας

του Δημήτρη Κ. Κουγιουμτζόγλου*, απόσπασμα από ευρύτερο κείμενο που δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 22

Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον ’ς τό γένος τῶν Ρωμαίων,

πῶς ἔγεινεν ἀνόσιον καί καταφρονεμένον!

ὤ, πῶς ἐκαταστάθηκε τό γένος τῶν Ἑλλήνων,

καί ἐπεριπλεχθήκετε μέσον πολλῶν κινδύνων.

Ἀπό τἐσᾶς ἡ φρόνησις καί ἡ σοφία ὅλη,

ἐβγῆκε καί ἐξάπλωσε ’ς τήν  οἰκουμένην ὄλην.

[…]

Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον, καλή μου βασιλεία,

καί πῶς ἐστερηθήκαμεν καλήν σου ὁμιλία.

Καί σύ, Κωνσταντινούπολις, πῶς ἐκατοφρενέθης,

καί ἀπό γένος μιαρόν ἐκατακυριεύθης.

[…]

Ὦ θάνατε μακάριε, καλός εἶναι γιά τώρα,

’ς ἑμᾶς εἰς ὅλους τούς Γραικούς νἀλθῆς τούτην τήν ὥρα!

Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος, 1617[1]


[1] Στίχοι 2359-2364, 2373-2376, 2453-2454, σε Legrand 1881: 315-318.

Το 2020 εκδόθηκε στα ελληνικά το βιβλίο του Άγγλου ελληνιστή Roderick Beaton με τίτλο Ελλάδα: Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους, σε μετάφραση του Μενέλαου Αστερίου (εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020) αν και κύριος αποδέκτης της αρχικής αγγλικής έκδοσης (2019) είναι ο αγγλοσαξονικός κόσμος. Το έργο του Beaton φιλοδοξεί να αποτελέσει το νέο βιβλίο αναφοράς για την πρόσληψη της Ελλάδας, της ταυτότητας και της ιστορίας των Ελλήνων σε διεθνές επίπεδο[1]. Ο συγγραφέας του βιβλίου, διαπρεπής ελληνιστής με πολύχρονη προσφορά και σημαντικό έργο στα ελληνικά γράμματα, τιμήθηκε το 2019 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, με το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής «για την εμβληματική συμβολή στην έρευνα της Νεοελ­­­ληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας».

Η παρούσα κριτική δεν θα αντιμετωπίσει το βιβλίο συνολικά, με τις όποιες γενικές και ειδικές αρετές και αδυναμίες του[2], παρά θα εστιάσει σε συγκεκριμένα προβληματικά σημεία του, με έμφαση στην οπτική του Beaton για την ταυτότητα των Ελλήνων και τις καταβολές της, λαμβάνοντας υπόψη και παλαιότερα συγγράμματά του.

Το ζήτημα της ταυτότητας

Ξεκινώντας με το θεωρητικό μοντέλο που ακολουθεί ο Beaton στην προσέγγιση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, ο ίδιος γράφει πως θα χρησιμοποιήσει τον όρο «έθνος»  για την περίπτωση των Ελλήνων με τη «στενότερη και αυστηρότερη σημασία του» και πως θα διερευνήσει τις συνθήκες που οδήγησαν στη «γένεση» του ελληνικού έθνους από τα τέλη του 18ου αιώνα και εξής (σσ. 26-27). Σε παλαιότερο σύγγραμμά του (Beaton 2015: 4-7), ο Beaton δείχνει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο «φαντασιακό» έθνος του Anderson και τον εθνοσυμβολισμό του Smith, αποδυναμώνοντας εμμέσως πλην σαφώς τον δεύτερο έναντι του πρώτου[3]. Τουλάχιστον, στο συγκεκριμένο σύγγραμμα, ο Beaton, σε αντίθεση με όσα παρουσιάζει στη Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους, είχε την οξυδέρκεια να αναζητήσει, ως παράδειγμα μελέτης, την ελληνική ταυτότητα στον βυζαντινό 12ο αιώνα[4], έστω και αν αυτό το έκανε πλημμελώς, εν μέρει διαστρεβλωτικά και αγνοώντας συγκεκριμένα τεκμήρια από τη βυζαντινή γραμματεία της εποχής[5].

Ο Beaton καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να αποδώσει μια μη εθνική σημασία στις περιπτώσεις της χρήσης του όρου «Έλλην» για τους βυζαντινούς που απαντώνται στην Άννα Κομνηνή και τον Τζέτζη, επισημαίνοντας πως δήθεν ο όρος «αγράμματος Έλλην» της Κομνηνής σχετίζεται αποκλειστικά με το επίπεδο γνώσης της ελληνικής, και πως αντίστοιχα η αναφορά του Τζέτζη στην «καθαρή ελληνική καταγωγή του» από την πλευρά του πατέρα του σχετίζεται με κάποιο περίεργο κόμπλεξ κατωτερότητας λόγω της ταπεινής μόρφωσης του παππού του! Αντιθέτως, ο αντικειμενικός μελετητής της αναφοράς του Τζέτζη επισημαίνει μια ξεκάθαρη δήλωση επιμέρους εθνοτικών ταυτοτήτων «Ίβηρ, Έλλην», μέσα στην ευρύτερη πολιτική ιδιότητα του Ρωμαίου, και σε κάθε περίπτωση ελληνορθόδοξου χριστιανού, υπηκόου της βασιλίδος Πόλης.

Επί πλέον, ο Beaton αποσιωπά μια ακόμη αναφορά της Άννας Κομνηνής με ξεκάθαρη εθνική σημασία του όρου «Έλλην» (δηλαδή ιδιαίτερης ταυτότητας των Βυζαντινών): «Ἡ δὲ τζάγγρα τόξον μέν ἐστι βαρβαρικὸν καὶ Ἕλλησι παντελῶς ἀγνοούμενον» (Ι΄.8.6). Εξετάζοντας συνδυαστικά τις συνολικά τρεις αναφορές της Άννας στους συγχρόνους της ως Έλληνες, καθίσταται σαφές ότι αυτές αφορούν τους συγχρόνους της Βυζαντινούς. Άλλωστε, ο Beaton αγνοεί και άλλες παρόμοιες αναφορές στις πηγές του 12ου αιώνα, όπως του Μιχαήλ Αγχιάλου και ενός ανώνυμου Έλληνα συνθέτη ενός παρακλητικού λόγου. Ο πατριάρχης Μιχαήλ της Αγχιάλου, σε λόγο που εκφωνεί απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό (1143-1180), γράφει πως «στο πέρασμά σου στρέφει τα μάτια του το Πανελλήνιο»[6]. Είναι σαφές εδώ πως η λέξη «πανελλήνιο» αντιστοιχεί απόλυτα στο «πανρωμέικο», που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναλλακτικά ο Μιχαήλ, ο οποίος όμως προτιμά το πρώτο, με σαφέστατη σημασία συλλογικής ταυτότητας.

Επιπρόσθετα, γύρω στο 1139-1145, γράφει ο ανώνυμος Έλληνας εξόριστος, αξιωματικός του Νορμανδού βασιλιά Ρογήρου Β΄, μια μακροσκελή έμμετρη παράκληση στο Γεώργιο Αντιοχέα, στην οποία σημειώνει εμφαντικά πως «…κέω γάρ οὗτοι φαμέν Ἕλληνες “τέμνω”», δηλαδή «αυτό που εκείνοι (οι Λατίνοι) το λένε «κέω» εμείς οι Έλληνες το λέμε «τέμνω»[7].

Τέλος, ο Beaton αντιμετωπίζει ως μια κάποια μοναδική «ιδιαιτερότητα» τις αντίστοιχες αναφορές του όρου «Έλλην» με εθνοτική σημασία στο κείμενο του «Τιμαρίωνα» (μέσα 12ου αιώνα)[8], για να καταλήξει πως δεν υπάρχει «ενιαία γραμμική παράδοση» ανάμεσα στις εθνικές αναφορές των βυζαντινών λογίων του 12ου αιώνα και τη μετέπειτα ελληνική εθνική συνείδηση, επικαλούμενος στο σημείο αυτό και τον Magdalino, ο οποίος εξετάζει τα δεδομένα ως και τον 15ο αιώνα. Ωστόσο, τεκμήρια του 16ου, 17ου, 18ου αιώνα διαψεύδουν κατηγορηματικά και τους δύο μελετητές (βλέπε παρακάτω).

Το πρώτο σοβαρό λάθος που οφείλουμε να επισημάνουμε στο νέο πόνημα του Beaton είναι η θέση πως ο όρος «Γραικοί», που απαντάται στο έργο «Γραμματική Γεωγραφική» του Γεωργίου Φατζέα, το 1760, προέρχεται, δήθεν, από τα λατινικά (σ. 52). Είναι απορίας άξιον, πώς είναι δυνατόν ο επί τριάντα χρόνια κάτοχος της έδρας Κοραή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου να μην αναφέρει πως ο όρος «Γραικός» είναι αρχαιότατη ελληνική λέξη, που απαντάται για πρώτη φορά στα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη και πως καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνισμού –αρχαίου, βυζαντινού, τουρκοκρατούμενου– σήμαινε σταθερά τον «Έλληνα».

Τωόντι, οι όροι «Γραικοί» και «Έλληνες» είναι συνώνυμοι και ορίζουν το ίδιο έθνος ήδη από τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά, Α΄, 352b 1-3), τον ψεύδο-Απολλόδωρο και τον Αίλιο Ηρωδιανό (1ος-2ος αι. μ.Χ.), το λεξικό του Ησύχιου (5ος-6ος αι. μ.Χ.), τον Στέφανο Βυζάντιο (6ος αι. μ.Χ.), το βυζαντινό λεξικό της Σούδας (10ος αι.), καθώς και βυζαντινά λεξικά του 11ου-12ου αιώνα. Eνδεικτικά διαβάζουμε στο Λεξικό ψευδο-Ζωναρά, 12ος αιώνας: «Γραικοί. οἱ Ἕλληνες ἀπό κώμης τινός, παρά τό ῥαῖσαι ῥαικός καί γραικός, καί γάρ τῷ ποταμῷ οἱ Γραικοί τούς βαρβάρους ἐνίκησαν»[9].

Στο Βυζάντιο, για να αναφέρουμε ορισμένα μόνο ενδεικτικά παραδείγματα, o Πρίσκος, που συμμετείχε στην πρεσβεία του 448 στον Αττίλα, αναφέρεται σε κάποιον, εκ πρώτης όψεως Ούννο, ο οποίος, όμως, τον χαιρέτισε στα ελληνικά και του εξήγησε πως «Γραικός μέν εἶναι τό γένος» (PG 113: 725). Ακόμη, ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) στις επιστολές του χρησιμοποιεί τους όρους Γραικία και Γραικός για να περιγράψει τη σύγχρονή του βυζαντινή αυτοκρατορία και τους κατοίκους της[10].

Στις αρχές του 9ου αιώνα, ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, στη Χρονογραφία του, αναφερόμενος στο –ανεπιτυχές τελικά– συνοικέσιο μεταξύ του γιου της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας, Κωνσταντίνου, και της κόρης του Καρλομάγνου, γράφει πως η Ειρήνη έστειλε σε αυτήν τον ευνούχο Ελισσαίο για να της διδάξει «τά τε Γραικῶν γράμματα καί τήν γλῶσσαν καί παιδεῦσαι αὐτήν τά ἤθη τῆς Ῥωμαίων βασιλείας»[11].

Ο εξελληνισμός των σλαβικών φύλων στον οποίο προβαίνει ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄, σύμφωνα με τα γραφόμενα του διαδόχου του, Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (886-912), δηλώνεται με τη λέξη «γραικώσας» (PG 107: 969). Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (945-959) σημειώνει στο έργο του Περί θεμάτων πως οι κάτοικοι της περιοχής της Προποντίδας μέχρι τον Γρανικό ποταμό «πάντες Γραικοί ὀνομάζονται» (Bekker 1840: 43). Σύμφωνα με τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης (12ος αιώνας), υπήρχε μια παράδοση κατά την οποία ο ποταμός Γρανικός πήρε το όνομά του από τη «νίκη των Γραικών», δηλαδή τη νίκη του Αλέξανδρου και των Μακεδόνων του κατά των Περσών («Ἐν Γρανικῷ γάρ φασί, συμβαλών Ἀλέξανδρος ἐνίκησε τούς Δαρείου σατράπας κατά κράτος, καί ἐφάνη ὡς οἷα γραικόνικος διά τήν ἐκεῖ τῶν Γραικῶν νίκην»[12].

Στους συγχρόνους τους, βυζαντινούς Έλληνες, ως «Γραικούς» αναφέρονται κατά τον 15ο αιώνα τόσο ο ιστορικός της Άλωσης, Δούκας, όσο και ο πατριάρχης Γεώργιος Σχολάριος, την ίδια στιγμή που και οι δύο, σε άλλα σημεία του έργου τους, χρησιμοποιούν για τον ίδιο σκοπό κατά κόρον τη λέξη «Ρωμαίος» και λιγότερο τη λέξη «Έλλην»[13]. Τέλος, τόσο ο Ευγένιος Βούλγαρης όσο και ο Αδαμάντιος Κοραής έχουν πλήρη συνείδηση της «ελληνικότητας» του όρου «Γραικός», τον οποίο και χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τους συγχρόνους τους Έλληνες με αναδρομές στο παρελθόν[14].

Εξίσου προβληματικό στοιχείο, ωστόσο, αποτελεί και ο τρόπος αναφοράς του Beaton στους όρους «Γραικός» και «Έλλην», στο κείμενο του Φατζέα, σαν να ήταν τότε για πρώτη φορά που χρησιμοποιούνταν ισότιμα οι όροι αυτοί με το «Ρωμαίος» για να υποδηλώσουν μια νέα –κατά Beaton– ταυτότητα, την ελληνική.

Άλλωστε, η σύγχυση των αναγνωστών του επιτείνεται και από άλλες παρόμοιες αναφορές του: σε όλη τη διάρκεια του χριστιανικού μεσαίωνα, γράφει πως η κύρια σημασία του όρου «Έλλην» ήταν ο ειδωλολάτρης και μόλις τον…18ο αιώνα η λέξη απόκτησε και πάλι τη σημασία του αρχαίου –και μόνο– Έλληνα.Η τοποθέτηση αυτή είναι απλουστευτική και γενικευτική και γίνεται με στόχο να αποσιωπηθούν και οι υπόλοιπες σημασίες του όρου «Έλλην» («αρχαίος Έλληνας», «αρχαίος/ βυζαντινός Έλληνας»), σε αυτή την περίοδο της μιάμισης χιλιετίας (!) που θέτει ως χρονολογικό πλαίσιο ο Beaton, χωρίς να εξετάζει επιμέρους τομές[15]. Αντίστοιχα, δε, υποστηρίζει πως –για μιάμιση χιλιετία –ως το…1790– όλα τα παιδιά των Ελλήνων ορθοδόξων γονέων βαφτίζονταν με ονόματα χριστιανών αγίων (σσ. 30-31).

Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η από πλευράς Beaton αποσιώπηση πολλών αναφορών των όρων «Έλλην» ή «Γραικός» με ξεκάθαρη εθνική διάσταση –δηλαδή διάσταση ιδιαίτερης πληθυσμιακής ταυτότητας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά– καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα και της τουρκοκρατίας. Αναφορές που τεκμηριώνουν πως η ελληνική ταυτότητα  –κάθε άλλο παρά «νέα» ή «κατασκευασμένη» κατά τα τέλη του 18ου αιώνα–  δεν προσδιοριζόταν, κατά τον Μεσαίωνα και αργότερα, αποκλειστικά ως «ρωμαϊκή». Ήδη, πολύ πριν τα τέλη του 18ου αιώνα, οι Έλληνες διαχρονικά αποκαλούσαν τον εαυτό τους «Έλλην», πέρα από το «Γραικός» και το κυρίαρχο «Ρωμαίος»/«Ρωμιός», με συνείδηση σε κάθε περίπτωση της ιδιαίτερης εθνικής τους υπόστασης.  Άλλωστε, θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς τι τελικά σήμαινε το «Ρωμαίος» για τους Βυζαντινούς. Ιδιαίτερα μετά τον 7ο αιώνα, οπότε και η αυτοκρατορία περιορίζεται σε εδάφη όπου κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο, «Ρωμαίος» σήμαινε είτε τον Έλληνα στην καταγωγή είτε τον εξελληνισμένο κάτοικο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δηλαδή αυτόν που έχει υιοθετήσει την ελληνο-χριστιανική ταυτότητα ως προς τη θρησκεία και τα έθιμα, έχει μια αίσθηση κοινής καταγωγής με τους Έλληνες και είναι ελληνόφωνος ως προς τη γλώσσα.

Για την ταυτότητα των «Ρωμαίων» κατά τον 12ο-13ο αιώνα επισημαίνεται η σε κάθε περίπτωση ξεχωριστή τους συνείδηση ως εθνική ομάδα και πως το βασικό χαρακτηριστικό της είναι τελικά περισσότερο η ελληνοφωνία παρά η ορθοδοξία[16]. Στο σημείο αυτό, αξίζει να παραθέσουμε κάποια ενδεικτικά παραδείγματα της χρήσης του όρου «Έλλην» με εθνοτική  διάσταση (και όχι αυτή του ειδωλολάτρη) για τους Βυζαντινούς ή τους τουρκοκρατούμενους Έλληνες: ο Προκόπιος, στα μέσα του 6ου αιώνα, σποραδικά στο έργο του, χρησιμοποιεί σαφέστατα τους όρους «Έλλην» και «Γραικός» εθνωνυμικά για να περιγράψει τους συγχρόνους του Βυζαντινούς[17]. Ακόμη, στα πρακτικά της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του 692, υπογράφει ο Στέφανος ἐλέω Θεοῦ ἐπίσκοπος τῆς Κορινθίων μητροπόλεως τῆς Ἑλλήνων χώρας[18]. Στις αρχές του 9ου αιώνα, ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, στη Χρονογραφία του, αναφερόμενος στην επανάσταση των Εβραίων της Παλαιστίνης κατά το έτος 350-351, σημειώνει πως οι επαναστάτες «πολλούς τῶν ἀλλοεθνῶν, Ἑλλήνων τε καί Σαμαρειτῶν, ἀνεῖλον»[19]. Οι αναφορές των Βυζαντινών ως Ελλήνων είναι πολλαπλάσιες από τον 11ο αιώνα και εξής, ως το τέλος του Βυζαντίου[20]. Υπάρχει μια πλειάδα βυζαντινών Ελλήνων που αναφέρονται στους συγχρόνους τους, συμπατριώτες τους ή και στους εαυτούς τους, ως «Έλληνες», είτε αποκλειστικά είτε παράλληλα με τους όρους «Ρωμαίος» και «Γραικός».

Εκτός από τις περιπτώσεις που ήδη επισημάνθηκαν παραπάνω, ενδεικτικά, το ίδιο κάνουν και ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ο Νικήτας Χωνιάτης, ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1254-1258), ο πατριάρχης Γρηγόριος Β΄ ο Κύπριος (1241-1290, βλέπε PG 142:352), ο ανώνυμος συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως (γύρω στα 1300), ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο αυτοκράτορας  Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1341-1354, με ελάχιστες, ωστόσο, τέτοιες αναφορές), ο Νικόλαος Καβάσιλας, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Τραπεζούντιος Βησσαρίων, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Γεώργιος-Πλήθων Γεμιστός, ο πατριάρχης Γεώργιος Σχολάριος (Γεννάδιος), ο Αθηναίος ιστορικός της Άλωσης, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, όπως και ο Δούκας, ο Θεσσαλονικιός λόγιος Ανδρόνικος ο Κάλλιστος. Όσον αφορά την εποχή της Τουρκοκρατίας και μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, οι αναφορές στους όρους «Έλλην» και «Γραικός» με εθνική σημασία είναι εξίσου πολλές και σημαντικές. Έτσι, επιγραφή του τάφου του προκρίτου της Θεσσαλονίκης, Λουκά Σπαντούνη, μέσα στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου, με χρονολόγηση το 1481, αναφέρει το Σπαντούνη ως «αὔχημα τοῦ τῶν Ἕλλήνων γένους … φίλη κεφαλή, ἐλπίς, ζωή, φῶς, τέρψις, τοῦ Βυζαντίου καί τῶν Ἑλλήνων ὄρπηξ» (Ενεπεκίδης 1982:29). Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Αντωνίου Έπαρχου, στον Θρῆνο εἰς τήν τῆς Ἑλλάδος καταστροφήν, για τον αρχηγό των Ελλήνων μισθοφόρων στην υπηρεσία των Άγγλων, ο οποίος, το έτος 1550, απευθυνόμενος στους συμπολεμιστές του, λέει: «Ἑλλήνων γάρ έσμέν παῖδες, καί βαρβάρων σμῆνος οὐ πτοούμεθα».

Ο μοναχός Κοσμάς Αιτωλός επίσης (18ος αιώνας) προτρέπει τους Έλληνες να στείλουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία «διότι καί ἡ ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνικήν καί τό γένος μας εἶναι Ἑλληνικόν» (Δημαράς 1985: 83, 124). Το 1631, ο Απόστολος Τζιγαράς, στην πρώτη έκδοση της Χρονογραφίας του ψευδο-Δωροθέου σημειώνει: «Συμβουλεύω λοιπόν πάντας τούς Ἕλληνας καί ὀρθοδόξους χριστιανούς (Ἕλληνας ἀπό τό γένος καί ὀρθοδόξους χριστιανούς ἀπό την πίστιν) νά μήν λυπηθοῦν ὀλίγην ἔξοδον νἀγοράσουν τοῦτο τό βιβλίο». Μια ακόμα αναφορά δείχνει πως οι Έλληνες της τουρκοκρατίας είχαν πλήρη συνείδηση της ταύτισης των όρων «Έλλην», «Γραικός», «Ρωμαίος»:  οι πατριάρχες της Ανατολής, σε απάντηση που δίνουν σε Αγγλικανούς ιερείς, τονίζουν πως είναι εκπρόσωποι των «πάλαι μέν Ἑλλήνων, νῦν δέ Γραικῶν καί Νέων Ρωμαίων διά τήν Νέαν Ρώμην καλουμένων»[21].


[1] Βλέπε τη βιβλιοπαρουσίαση του Tony Barber, Financial Times, 20.3.2019: «His new book –judicious, well-researched and commendably up-to-date– deserves to be the standard general history of modern Greece in English for years to come».

[2] Ενδεικτικά, θα σημειώναμε στα θετικά του βιβλίου την ψύχραιμη και ισορροπημένη προσέγγισή του στην πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννη Μεταξά.    

[3] Για μια κριτική προσέγγιση των παραπάνω –και όχι μόνο– θεωριών προσέγγισης του έθνους, βλέπε ενδεικτικά τα εμπεριστατωμένα άρθρα διαφόρων μελετητών στον συλλογικό τόμο Έθνος και Ταυτότητα, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού – Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017, τον Ταχόπουλο 2009 και τον Καραμπελιά 2017. Μια κοινή συνισταμένη κριτικής όλων των ξένων θεωριών προσέγγισης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας είναι πως οι εισηγητές τους αγνοούν σχεδόν πλήρως τις ελληνικές πηγές – μεσαιωνικές και νεότερες– και τα αρχαιολογικά τεκμήρια ή και –ακόμη χειρότερα– επιλέγουν να τα αποσιωπήσουν. Το δεύτερο συμβαίνει συνήθως με τους εγχώριους εισηγητές του ιστορικού εθνομηδενισμού και της άρνησης της συνέχειας της ελληνικής ταυτότητας στον χρόνο.

[4] Την ίδια εύστοχη αναζήτηση των απαρχών των νεοελληνικών παραδόσεων στον 12ο αιώνα μέσα από τον ακριτικό κύκλο και τα Πτωχοπροδρομικά κάνει ο Beaton και σε μια ακόμη παλαιότερη δημοσίευσή του (Beaton 1986). Εκεί δεν διστάζει να ονοματίσει ως Έλληνες (Greeks) τους Ακρίτες που μάχονται με τους Σαρακηνούς και να εντάξει τον νεότερο ελληνισμό σε ένα χρονολoγικό πλαίσιο με αρχή τον 12ο αιώνα (Beaton 1986: 125, 127). Τι μεσολάβησε, άραγε, και άλλαξε τόσο δραματικά τις απόψεις του, αναιρώντας τον ίδιο του τον εαυτό; Βέβαια, σημαντική παράλειψη του Beaton και στο συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί η μη αναφορά της ψευδο-καλλισθένειας παράδοσης της λεγόμενης Διήγησης του Αλέξανδρου του Μακεδόνος, η οποία, αν και έχει τις ρίζες της στην ύστερη αρχαιότητα, έχει τόσο σημαντική εξέλιξη στο Βυζάντιο και στον νεότερο ελληνισμό με τις βυζαντινές διασκευές της, τη Ριμάδα και τη Φυλλάδα, και βρίσκεται σε τέτοιο διάλογο με τα βυζαντινά και μεταγενέστερα ελληνικά κείμενα, την τέχνη και τις νεοελληνικές τοπικές παραδόσεις, ώστε ανεπιφύλακτα να μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της μεσαιωνικής ελληνικής και νεοελληνικής παράδοσης (βλέπε γι’ αυτό το ζήτημα Βελουδής 1989 (1977), Juanno 2015, Κουγιουμτζόγλου 2016: 191-226, 326-349, 354-360, 423-448).

[5] Beaton 2015: 20-33.

[6] Browing 1961.

[7] Πρωτότυπο σε Βάσσης/Πολέμης 2016: 54.

[8] Πρωτότυπο κείμενο σε Βλαχάκος 2004: 52-53.

[9] Βλέπε περισσότερα σε Παπαδοπούλου 2015: 190-200, 340-354 κ.α.

[10] Κωνσταντέλος 2001-2002.

[11] Πρωτότυπο κείμενο σε Κουστένη 2007: 1238.

[12] Παρεκβολαί, τόμος Γ΄, σσ. 345.20-21, σε Παπαδοπούλου 2015: 193.

[13] PG 160: 452, 465, 468 κ.α., Σμαρνάκης 2017: 99, Καραλής 1997: 112, 486, 488.

[14] Δημαράς 1985: 84, 86.

[15] Μάλιστα, ο κριτικός του βιβλίου του Beaton στις σελίδες των Νέων (16.6.2020), Γιώργος Σιακαντάρης, υπερθεματίζει: «Κατά τη βυζαντινή περίοδο το να ονομάζεται κανείς Έλλην ήταν ταυτόσημο με το να θεωρείται ειδωλολάτρης…», ενώ και σε άλλη βιβλιοπαρουσίαση του πονήματος του Beaton, στην ίδια εφημερίδα (25.7.2020), μας καλεί να διαβάσουμε το βιβλίο για να πάρουμε «πολύτιμα μαθήματα ελληνικής εθνικής αυτογνωσίας από έναν Βρετανό στην εποχή των εθνικισμών…».

[16] Βλέπε Malatras 2011, όπου όμως μάλλον υποβαθμίζονται ή παραγνωρίζονται τόσο οι παράλληλες χρήσεις των όρων «Έλλην» και «Γραικός», όσο και στοιχεία σύνδεσης των Βυζαντινών της εποχής με την αρχαιότητα, όπως η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

[17] Βλέπε πρωτότυπο κείμενο σε Haury 1905: 109, 164, 545, Haury 2 1905: 85, 141.

[18] Μίσιου 1992: 121.

[19] Πρωτότυπο κείμενο σε Κουστένη 2007: 112.

[20] Βλέπε τη μελέτη της Παπαδοπούλου 2015: 179-189, συμπεράσματα 340-354, Μίσιου 1992 (όπου και πλήρης ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία για το θέμα), Κωνσταντέλος 2001-2002, Σαράντη 2003, Βακαλόπουλος 2008, Σοφιανός 2008, Ταχόπουλος 2009, Αποστολίδης 2011, Καραμπελιάς 2011: 49-61, Κουγιουμτζόγλου 2016: 191-195.

[21] Μηνάογλου 2017: 198-199 όπου και πολλά άλλα τεκμήρια Ελλήνων και ξένων (Δυτικοευρωπαίων) για τη χρήση των όρων «Έλλην» και «Γραικός» και τη συνέχεια της ελληνικής συνείδησης, αρχαίας και βυζαντινής, κατά την τουρκοκρατία).

*εκπαιδευτικός, φιλόλογος/αρχαιολόγος από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφορεί το βιβλίο του, Ο Βυζαντινός Μέγας Αλέξανδρος.

ΣΧΕΤΙΚΑ

2 ΣΧΟΛΙΑ

Αλήθεια ή προπαγάνδα; 22 Νοεμβρίου 2025 - 09:55

Οι αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων ιστορικών με σοβαρότητα είναι τεράστιες, 18ος αιώνας, 12ος αιώνας, αρχαιότητα κλασική, αρχαιότητα μυκηναϊκή, μινωική κλπ. Οι σύγχρονοι έχουν την τάση να υποβαθμίζουν, οι παλαιότεροι να διογκώνουν, παίζει ρόλο και η εθνικότητα του κάθε συγγραφέα. Πάντα έχει ενδιαφέρον να ακούμε τι λένε οι ξένοι για εμάς, εφόσον βέβαια τα λεγόμενα είναι τεκμηριωμένα και καλοπροαίρετα.
Tελικά σε ποιον αιώνα ανάγεται η γέννεση του έθνους των Ελλήνων;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Αθανάσιος Αθανασόπουλος 23 Νοεμβρίου 2025 - 13:08

Γύρω είς τον εικοστό αιώνα Προ Χριστού.
Οι αποκλίσεις των λεγόμενων σοβαρών ιστορικών, εξαρτώνται από ποιόν τους πληρώνει ή ποιά ιδεολογία έχουν. Κάποιες φορές μπορεί και να συνδυάζεται. Μου κάνει εντύπωση που ο Ρόντερικ Μπίτον, από φιλέλληνας γύρισε εναντίον μας. Και από επιστήμονας έγινε μη επιστήμον, μιάς και έπαψε να εφαρμόζει επιστημονικές μεθόδους.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ