Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Novartis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Novartis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ


Για άλλη μια φορά σκάνδαλα ή σκευωρίες, εξαρτάται η οπτική θέασης, στο προσκήνιο. Ηχητικά ντοκουμέντα με συνομιλίες υπουργού της πρώην κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με ελληνοϊσραηλινό επιχειρηματία για εξυπηρετήσεις, αναφορά υπουργών νυν και πρώην σε έγγραφα του FBI  σχετικά με χρηματοδοτήσεις από τη NOVARTIS, χρηματοδοτήσεις της κυβέρνησης σε μέσα ενημέρωσης με άδηλα κριτήρια και ποσά.
         Και για άλλη μια φορά επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην ανησυχία για τη διαφθορά, καθώς ένας τεράστιος αριθμός πολιτικών και επιχειρηματιών εμπλέκονται σε παράνομες πράξεις. Παρά τη μακρά ιστορία της, δεν υπάρχει κανένας ενιαία κοινώς αποδεκτός ορισμός της διαφθοράς. Σε μια ευρεία ερμηνεία η διαφθορά θεωρείται πως συνίσταται στην αποκόμιση οφέλους από την εξουσία έναντι των άλλων με ηθικά απαράδεκτους τρόπους. Και επιμένουμε στην καταδίκη  για τη διαφθορά, ένα είδος κοινωνικού καρκίνου, σταματώντας εδώ, με τα ηθικά κριτήρια να διαφοροποιούνται, χωρίς να κατανοούμε λογικά το πρόβλημα και να αναζητήσουμε τις ρίζες του. Δεν συνδέουμε την ανάπτυξη της διαφθοράς με το οικονομικό σύστημα που την εκτρέφει, τον καπιταλισμό, ο οποίος έχει μετατρέψει την απόκτηση του χρήματος σε αληθινό θεό του. Όλα επιτρέπονται για την απόκτησή του και μάλιστα γίνεται αντικείμενο θαυμασμού η συσσώρευση πλούτου, αφού τα αγαθά στην καπιταλιστική κοινωνία παράγονται για να αποκομίσουν κέρδος πρωτίστως και όχι για να ικανοποιήσουν ανθρώπινες ανάγκες. Γι’ αυτό και δεν είναι ασυνήθιστο για μια εταιρεία να παραβεί ένα συγκεκριμένο νόμο, ακόμα και μερικές φορές με πλήρη γνώση πως η παραβίαση αυτή θα αποκαλυφθεί, από τη στιγμή που η εταιρεία υπολογίζει πως το κόστος του προστίμου που θα καταβάλλει θα αντιπροσωπεύει κλάσμα του κέρδους που θα έχει από την παραβίαση του ίδιου του νόμου. Βέβαια, ο κυρίαρχος λόγος δεν σταματά να υποστηρίζει πως αυτό που επιδιώκεται είναι η επίτευξη της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων με την τήρηση των αρχών του θεμιτού ανταγωνισμού, ενεργώντας με νόμους και κανονισμούς και εξασφαλίζοντας τη διαφάνεια των δραστηριοτήτων τους.
Η δίωξη την NOVARTIS στις ΗΠΑ έληξε με την καταβολή προστίμου. Για να επιβεβαιωθεί η διάχυτη αντίληψη πως όταν οι παρανομούντες ανήκουν στην κυρίαρχη τάξη μπορεί να λειτουργούν χωρίς να αποκαλύπτονται κι όταν παρ΄ ελπίδα ανακαλυφτούν, περισσότερο εξαιτίας ανταγωνισμών,  σπάνια διώκονται, κι όταν διώκονται δεν μπορούν να καταδικαστούν. Μια καπιταλιστική οικονομία απαλλαγμένη από τη διαφθορά μοιάζει να μην είναι εφικτή, αφού  αυτό που είναι καλό για τις επιχειρήσεις είναι σωστό ακόμα κι αν είναι λάθος για την κοινωνία.
           Βέβαια, συμφωνείται πως η διαφθορά είναι δυσμενής για τη δημόσια διοίκηση, υπονομεύει τη δημοκρατία, υποβαθμίζει τους ηθικούς ιστούς της κοινωνίας και παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ επηρεάζει δυσανάλογα τα ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας, ενισχύοντας τη διάκριση, αποκλεισμό και αυθαιρεσία. Κι εδώ ακριβώς έχουμε το ψέμα στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες οι παγκόσμιοι γραφειοκράτες ισχυρίζονται ότι πιστεύουν σε ελεύθερες ανταγωνιστικές αγορές με κανόνες, την ίδια στιγμή που  έχουν κατασκευάσει και υποστηρίζουν το πιο αθέμιτο σύστημα αγοράς ποτέ, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
           Όσο στη χώρα μας μετά τη λήξη της καραντίνας ο φόβος για καταστροφικές οικονομικές συνέπειες μεγεθύνεται, κατ’ αναλογία μεγεθύνεται και ο λόγος περί διαφθοράς. Σχεδόν καθημερινά  τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναφέρουν πολιτική διαφθορά και βέβαια όλη αυτή συζήτηση και οι καταγγελίες περί διαφθοράς  ελάχιστα στοχεύει στην πραγματικότητα ούτε καν σ’ αυτό που θεωρείται συχνά σαν διαφθορά. Εξάλλου τις περισσότερες φορές αυτό που ενδιαφέρει είναι αποκλίσεις από την αρχή της αμεροληψίας στην εφαρμογή και την επιβολή πολιτικών και νόμων από δημόσιους υπαλλήλους, όπως αστυνομικούς ή φορολογικούς φορείς, λόγω δωροδοκίας ή άλλων παραγόντων, που αφορά την εφαρμογή νόμων και πολιτικών και όχι τη δημιουργία τους. Ελάχιστα επικεντρώνεται στην πολιτική διαφθορά που έχει να κάνει με τη συμμετοχή ιδιωτικών φορέων στη  διαδικασία χάραξης πολιτικής, για …νόμιμη εξυπηρέτηση συμφερόντων τους, ακόμα και εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Είναι γιατί  οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν πολύ λίγους, αν υπάρχουν, περιορισμούς όσον αφορά το περιεχόμενο της νομοθεσίας.  Για τους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής, είναι γενικά επιτρεπτό οτιδήποτε πέρα από την άμεση δωροδοκία. Η εστίαση λοιπόν απλώς στην εφαρμογή της νομοθεσίας μετατοπίζει κάθε σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης του ζητήματος της πολιτικής διαφθοράς, δημιουργώντας την αντίληψη πως αστικό κράτος και επιχειρήσεις μπορεί να είναι καθαρά και άθικτα από τη διαφθορά. Κι έτσι μένει στο ημίφως  η σύγκρουση  μεταξύ ιδιωτικών κεφαλαίων ή  μεταξύ διακρατικών και εγχώριων τμημάτων κεφαλαίου για πολιτική κυριαρχία και η εκμετάλλευση απ’ όλους αυτούς της εργατικής δύναμης για την κερδοφορία τους.   
Η ώθηση για  διαφάνεια και οι διάφορες εθνικές στρατηγικές και μεταρρυθμίσεις για πάταξη της διαφθοράς  συμβάλλουν στην επέκταση και εδραίωση της αντίληψης για ουδετερότητα του αστικού κράτους. Έτσι που να παραβλέπεται πως το καπιταλιστικό κράτος είναι μέσο για κυριαρχία επί των εργαζομένων και των καταπιεσμένων μέσω νόμων, δικαστηρίων, δικαστών, εκλεγμένων αξιωματούχων και του στρατού. Ο υπουργός λοιπόν Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης όταν δηλώνει πως πρέπει να φυλακιστεί για κατάχρηση εξουσίας η εισαγγελέας Ε. Τουλουπάκη για την δίωξη που άσκησε εναντίον του Α. Λοβέρδου για την υπόθεση Novartis, επειδή παραβίασε το Σύνταγμα, μέσα στον υπερβάλλοντα ζήλο του στο ρόλο του επιστάτη  της αστικής εξουσίας, αποκαλύπτει την αυταπάτη για τη διάκριση των εξουσιών, αλλά και τις συγκρούσεις μεταξύ ομάδων καπιταλιστών για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού που θα τους εξασφαλίσει κέρδη.
Όταν όλη η αστική  πολιτική αποτελείται από συγκρούσεις συμφερόντων, ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί η μυθοπλασία για κάποιο καθολικό δημόσιο συμφέρον είναι  με τη διαφοροποίηση μεταξύ φυσιολογικών και παθολογικών παρουσιών των ιδιωτικών συμφερόντων στην πολιτική ζωή, χωρίς η παντοδυναμία των ιδιωτικών συμφερόντων στο δημόσιο να μπορεί να θεωρηθεί ως διαφθορά. Κι έτσι μόνο μερικές μορφές αυτού του είδους θεωρούνται διαφθορά και, κατά συνέπεια, οι περισσότερες παρουσίες του ιδιωτικού εντός του δημοσίου  θεωρούνται φυσιολογικές. Γι’ αυτό και η υπόσχεση για τερματισμό της διαφθοράς του καπιταλισμού είναι ένας ανέφικτος αλλά παραγωγικός στόχος κάθε μεταρρύθμισης που εφησυχάζει και αποπροσανατολίζει από τη ρίζα του προβλήματος, που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΠΟΙΟΝ


Τις τελευταίες μέρες η εγχώρια ειδησεογραφία επιμένει να εστιάζει το ενδιαφέρον της στους περίφημους προστατευόμενους μάρτυρες της υπόθεσης Novartis, δημοσιοποιώντας  λεπτομέρειες αντικρουόμενων δηλώσεων και συμπεριφορών των εμπλεκομένων στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής, μαρτύρων και βουλευτών, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, σε επίπεδο πια κουτσομπολιού.  
               Νομοθετικά στη χώρα μας κατοχυρώνεται η προστασία μαρτύρων με το άρθρο 9 του αντιτρομοκρατικού νόμου 2928/2001, που έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα, δίνοντας τη δυνατότητα με τις διατάξεις του 3875/2010 2010 να περιληφθούν σε καθεστώς προστασίας μάρτυρες σε υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων και παράνομης διακίνησης μεταναστών, ενώ με την τροποποίηση του  Ν. 4254/2014, που εισάγεται ο θεσμός των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος,  η ένταξη σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων επεκτάθηκε και σε οικονομικά εγκλήματα.  
               Στην αστική μας δικαιοσύνη η δημοσιότητα της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί θεμελιώδη αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το δικαίωμα επομένως σε δίκαιη  και δημόσια δίκη ενισχύει την απαίτηση για  αναγνώριση του μάρτυρα και  τη διασταυρούμενη εξέτασή του στο δικαστήριο. Συγχρόνως όμως όλο και πιο συχνά υπενθυμίζεται πως  η αρχή της δημόσιας δίκης σε περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος ή σε ό,τι χαρακτηρίζεται από το αστικό κράτος τρομοκρατία μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για αποτελεσματικές διώξεις, γιατί οι μάρτυρες μπορεί να φοβούνται αν αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους.  
Μ’ αυτόν το σκεπτικό,  ο θεσμός του προστατευόμενου μάρτυρα είναι η παραδοχή της  αδυναμίας της κρατικής εξουσίας της κυρίαρχης τάξης απέναντι στην τρομοκρατία αλλά και στο οργανωμένο έγκλημα, τα οποία  μάλιστα η κυρίαρχη εξουσία αναγνωρίζει ως σοβαρή απειλή για την ασφάλεια, γιατί υπονομεύουν τον πυρήνα της δημοκρατίας και των βασικών αξιών του πολιτισμού προκαλώντας σοβαρές ζημίες στην κοινωνία και το κράτος. Οι προβληματισμοί όμως σχετικά με την δυσανάλογη δύναμη που  πολλές φορές διευκολύνεται να αποκτά το οργανωμένο έγκλημα ή με τη  δυσκολία να ελεγχθούν οικονομικές ατασθαλίες από το ταξικό κράτος  δεν είναι ανεξάρτητοι από υπόνοιες για αφανείς σκοπιμότητές του, που του επιτρέπουν τη χρησιμοποίησή τους για εδραίωση της εξουσίας του.
               Τα ερωτήματα επομένως για τις συνθήκες που ένας κατηγορούμενος μπορεί να έχει δίκαιη δίκη, όταν αποδείξεις που υπάρχουν εναντίον του έχουν υποβληθεί από μάρτυρα του οποίου η ταυτότητα παραμένει άγνωστη, εγείρουν ζητήματα που είναι αμφιλεγόμενα και περίπλοκα, κυρίως σχετικά με τα όρια της εφαρμογής των αποδεικτικών στοιχείων που βασίζονται σε μαρτυρίες ανώνυμων μαρτύρων. Όπως, αν οι ανώνυμες μαρτυρίες πρέπει να επιβεβαιώνονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, σε αντίθετη περίπτωση αν  θα πρέπει  να  μη ληφθούν υπόψη, αν θα πρέπει να περιορίζεται η χρησιμοποίησή τους  πρωτίστως από τις δικαστικές αρχές ως βάση για την εξεύρεση άλλης απόδειξης, αν υπάρχει κίνδυνος να κατασκευάζονται μαρτυρίες ανώνυμων μαρτύρων κλπ. Όλη αυτή η διαδικασία συνιστά μια δύσκολη αναζήτηση  ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου από τη μια και των δικαιωμάτων και συμφερόντων των μαρτύρων και θυμάτων από την άλλη. Επομένως, με την προσπάθεια εξασφάλισης της προστασίας των μαρτύρων μπορεί να προκύψουν επικίνδυνες καταστάσεις σε περίπτωση κατάχρησης της  ανώνυμης μαρτυρίας, που δεν έχει βέβαια να κάνει τόσο με προσωπικές όσο με πολιτικές επιλογές.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δίκης της Ηριάννας.
 Σκέφτεται κανείς πως ο θεσμός της προστασίας των μαρτύρων επιδιώκει από τη μια μεριά να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας εξαιτίας της διαφθοράς και της κατάχρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την ίδια την κρατική εξουσία και από την άλλη επιδιώκει να της δίνει τη δυνατότητα νόμιμα να ελέγχει και να διαχειρίζεται περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται τρομοκρατικές ή σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά.
Ετούτος  λοιπόν ο εικοσαετής θεσμός και η χρησιμοποίησή του από την πολιτική μας εξουσία είναι ενδεικτικός στην ανάδειξη της δυνατότητας των πολιτικοοικονομικών ομάδων της εξουσίας να ελέγχουν  την κατεύθυνση, την ενεργοποίηση  ή την αναστολή θεσμικών λειτουργιών ανάλογα  με τα συγκυριακά  και οπωσδήποτε ιδιοτελή συμφέροντά τους. Ψηφίστηκε  από τα κόμματα που τώρα στρέφονται εναντίον του όπως η ΝΔ και το πρώην ΠΑΣΟΚ, το ΚΙΝΑΛ, και γίνεται αντικείμενο υπεράσπισης από το ΣΥΡΙΖΑ που δεν τον ψήφισε, ενώ το ΚΚΕ μένει σταθερό στη θέση του για τους κινδύνους του θεσμού των προστατευμένων μαρτύρων.
Μια τέτοια διφορούμενη  στάση των προσώπων και κομμάτων απέναντι στους θεσμούς και κανόνες αποκαλύπτει συνολικά την πεποίθηση ότι  η νομιμότητα και  απονομή δικαιοσύνης είναι περισσότερο θέμα προσωπικών προνομίων, συγκυρίας και συσχετισμού δύναμης  παρά αποτέλεσμα καθολικοποιημένης ισότητας δικαίου, όπως η αστική δικαιοσύνη ισχυρίζεται.  
Κι έτσι κάπως ξεχνιέται το ζητούμενο όλης αυτής της διαδικασίας που δεν είναι μόνο η απώλεια δισεκατομμυρίων από τα κρατικά ταμεία από την υπερτιμολογημένη φαρμακευτική δαπάνη και η αναζήτηση εμπλεκομένων πολιτικών και γιατρών σ’ αυτό, αλλά κυρίως η αποκάλυψη του  τρόπου λειτουργίας των φαρμακευτικών εταιρειών στα καπιταλιστικά κράτη που κερδοσκοπούν ασύστολα αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές   στον ευαίσθητο χώρο της υγείας.
Το βασικό σκάνδαλο   είναι το ίδιο το σύστημα το οποίο εμπορευματοποιεί την υγεία του λαού, το φάρμακο, πυροδοτεί τους σφοδρότατους ανταγωνισμούς ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους, οι οποίοι εκτός των άλλων είναι πρόθυμοι και να εξαγοράσουν, όταν πρόκειται να διεκδικήσουν μεγαλύτερα μερίδια αγοράς και κέρδη, όπως είχε επισημάνει τον περασμένο Οκτώβρη ο βουλευτής του  ΚΚΕ Ν. Καραθανασόπουλος, μιλώντας στη Βουλή.
               Στην τελική, δεν πρόκειται να γίνουμε καθόλου σοφότεροι με το πέρας της λειτουργίας της προανακριτικής όσον αφορά το σκάνδαλο της Novartis, σίγουρα όμως πολλοί  προβληματισμοί για το ρόλο  που παίζει το στενό πλέγμα ανάμεσα σε κεφαλαιούχους ιδιοκτήτες με πολιτικά πρόσωπα και μεσάζοντες χρηματοδότες θα τροφοδοτηθούν έτι περαιτέρω.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ



Κι επειδή για βδομάδες μέσα ενημέρωσης και πολιτικά κόμματα επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στις δωροδοκίες και  το  ξέπλυμα μαύρου χρήματος στην υπόθεση Novartis αλλά και στην υλοποίηση έργων του Μετρό στην Αθήνα  η διαφθορά πάλι παρουσιάζεται ως σημαντικός κίνδυνος για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Και οι προβληματισμοί για τη σημασία που της αποδίδεται δεν είναι άκαιροι.
               Η αλήθεια είναι πως σε όλα τα χρόνια της κρίσης –που μονιμοποιήθηκε πια- ραγδαίως αυξήθηκε η συζήτηση για τη διαφθορά και την αναζήτηση εκείνων των τεχνικών εργαλείων που θα την αντιμετωπίσουν, ενώ εστιάζεται το ενδιαφέρον στην κρισιμότητα της διαφθοράς,  ως δημόσιου προβλήματος,  και στην ποσοτικοποίηση του φαινομένου. Μάλιστα καμπάνιες ευαισθητοποίησης και δείκτες   μέτρησής της εντείνουν την αίσθηση της απειλητικής παρουσίας της.  Οι διεθνείς δείκτες μέτρησής της, που επιφυλάσσουν μια ιδιαίτερα υψηλή  κατάταξη για την Ελλάδα και  ενισχύουν την κατεστημένη αντίληψη για ένα δυσλειτουργικό κράτος με προβληματικό δημόσιο τομέα ο οποίος απαρτίζεται από υπαλλήλους που, μεταξύ άλλων …δεινών, είναι επιρρεπείς στη διαφθορά, χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιωθούν πολιτικές επιλογές συρρίκνωσης των κοινωνικών παροχών και ιδιωτικοποίησης δημοσίων αγαθών.  
  Η όλη συζήτηση όμως περί διαφθοράς τελικά αποκαλύπτει τη ρευστότητα της έννοιας, που γίνεται προσπάθεια να προσδιοριστεί  χρησιμοποιώντας έννοιες όπως το δημόσιο συμφέρον, τις πεποιθήσεις και τις επικρατούσες αξίες της κοινής γνώμης, το όφελος  κλπ. με αρκετή ασάφεια, όταν στο καπιταλιστικό σύστημα δεν αναγνωρίζονται ως κυρίαρχα τα πραγματικά συμφέροντα και τα συνακόλουθα ζωτικά δικαιώματα των ανθρώπων αλλά η αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Κι επειδή τα πολιτικά συστήματα στον καπιταλισμό λειτουργούν προς όφελος του κεφαλαίου η νομιμοποίηση της κάθε μορφής κερδοφορίας καθιστά κάθε φορά αρκετά ασαφές το περιεχόμενο της διαφθοράς. Και γι’ αυτό, με μια τόσο ευμετάβολη σημασία προσφέρεται για  αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης και σύγκρουσης σε διαφορετικές περιπτώσεις και πεδία.   Αυτό  το βλέπουμε από το πώς το φαινόμενο της διαφθοράς χρησιμοποιήθηκε  για την  περαιτέρω απαξίωση του δημόσιου τομέα και των εργαζόμενων σε αυτόν, όπως χρησιμοποιείται και τώρα από τον ΣΥΡΙΖΑ για απαξίωση των προκατόχων του στην κυβέρνηση. Η δε περιπτωσιολογία περισσότερο καταδεικνύει τη ρευστότητα της έννοιας «διαφθορά» και λιγότερο αποκαλύπτει  τις αιτιώδεις σχέσεις που την γεννούν.
               Η τρέχουσα έννοια της διαφθοράς λαμβάνει κυρίως οικονομική χροιά και χωρίς να λαμβάνει υπόψη το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, επιδιώκει να παρουσιάσει ως ανιστορική ακόμα και την ίδια την οργάνωση των καπιταλιστικών δυτικών κοινωνιών και να εμπεδώσει την πίστη σε μια ηθική καθαρότητά τους. Εξάλλου η διαφθορά κυρίως  εμφανίζεται ως κοινωνική παθολογία των μη αναπτυγμένων χωρών και θεωρώντας πως οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες  την ελέγχουν παραβλέπουμε το γεγονός πως σ’ αυτές έχουν υπάρξει σειρά σκανδάλων μεγάλης περιπλοκότητας και μεγέθους. Σε σχέση με την Ελλάδα μάλιστα υπάρχει η άποψη  πως η διαφθορά είναι αποτέλεσμα της αντίθεσης μεταξύ  παράδοσης και εκσυγχρονισμού από τον οποίο δεν μπορεί να διαφύγει. Αποδίδεται δηλ. κυρίως σε πολιτισμικές ιδιοτυπίες της χώρας και της συγκρότησης του κράτους της. Αναζητούνται λοιπόν οι αιτίες στην πρώιμη εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού, χωρίς αντίστοιχη αλλαγή των παραγωγικών δομών της χώρας μέσω εκβιομηχάνισης, με τη δημιουργία πελατειακών δικτύων γύρω από τους θεσμούς του νεοσύστατου κράτους, ενώ η διεύρυνση του κράτους μετά τη μεταπολίτευση που ενέτεινε ακόμα περισσότερο  την κομματοκρατία δημιούργησε θύλακες διαφθοράς στις δημόσιες υπηρεσίες..
               Κι επειδή κυρίως εντοπίζουμε το αίτιο της διαφθοράς στο μεμονωμένο, αυτόνομο άτομο το οποίο σταθμίζει το όφελος της διαφθοράς σε σχέση με το κόστος της ενδεχόμενης αποκάλυψης και τιμωρίας του αναζητούμε και  την αιτία στην κακή ηθική κλίση του ατόμου. Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως το κοινωνικό περιβάλλον μένει στο περιθώριο και χανόμαστε σε ατραπούς αναζήτησης της ουσίας του ανθρώπου. Η δε κυρίαρχη θεώρηση της διαφθοράς από την οπτική του ατομικισμού συνάπτεται με ηθικές συνδηλώσεις και γίνεται όχημα της πολιτικής στο σύνολο σχεδόν των καπιταλιστικών χωρών. Έτσι χρησιμοποιείται  η οικονομική κρίση σαν ευκαιρία για επίσπευση των πολιτικών για αντιμετώπισή της με την παραγωγή νομοθετημάτων, αυστηροποίηση κανονιστικών πλαισίων, ανάπτυξη εξειδικευμένων θεσμών κλπ.  Και ...συμπτωματικά βέβαια τα μέτρα που προτείνονται για την καταπολέμησή της δεν διαφοροποιούνται από αυτά του κυρίαρχου παραδείγματος διακυβέρνησης, δηλαδή της ιδιωτικοποίησης, του ανταγωνισμού και ενός γενικού αιτήματος για διαφάνεια.
Κι αν τις προηγούμενες δεκαετίες, στην ευρύτερη εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας απουσίαζε ή  ήταν περιορισμένη η ρητορική περί διαφθοράς αυτό είχε άμεση σχέση με  το ότι  οι πρακτικές της διαφθοράς χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στο παρελθόν από τις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, ώστε να ανοίξουν τις κλειστές οικονομίες. Όπως και σήμερα, επειδή σε ένα πλήρες παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό περιβάλλον το διακύβευμα έχει αλλάξει και  ζητείται πια να είναι  δεδομένο το κόστος των συναλλαγών και σεβαστοί οι κανόνες του παιχνιδιού, εισάγεται η ηθική για να συμβάλλει στο νέο ζητούμενο. Κι έτσι εξηγείται και η προθυμία των ΗΠΑ για έρευνα και αποκάλυψη εκείνων των εταιρειών των ανταγωνιστικών κρατών που παραβιάζουν τους όρους του παιχνιδιού.
Η διαφθορά λοιπόν και οι πολιτικές καταπολέμησής της στο καπιταλιστικό σύστημα  θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν είναι δυο αντιθετικοί πόλοι, αλλά μάλλον ένα συνεχές σε διαρκή διαπραγμάτευση, αναλόγως των εξυπηρετούμενων συμφερόντων στα οποία  αυτό που καλούμε με αρκετή, είναι αλήθεια, ασάφεια ως δημόσιο συμφέρον σπάνια ή ως παράπλευρη μάλλον …ωφέλεια συμπεριλαμβάνεται.
                                             (Διασκευασμένο από υλικό του Δ.Δ)


Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΟΛΑ ΚΑΛΑ!



Κι ίσως τελικά η πιο μεγάλη απειλή να είναι η διάθεσή μας να χωθούμε πάση θυσία σε μια μεγάλη παραίσθηση, έχοντας παρασυρθεί από τις  οργανωμένες φαντασιώσεις της κυρίαρχης εξουσίας  που ευνοούν τις ψευδαισθήσεις μας. Τα οικονομικά μέτρα και οι συνέπειές τους μοιάζει να απομακρύνονται από πεδίο αμφισβήτησης στην κεντρική πολιτική σκηνή, από το καλοκαίρι του 2015 όταν επιτεύχθηκε η παγίωση μιας νέας τύπου συναίνεσης που δεν νομιμοποιεί όσους δεν την νομιμοποιούν, με την ψήφιση από ΣΥΡΙΖΑ, Ν. Δημοκρατία, ΑΝΕΛ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ του τρίτου μνημονίου που συμφώνησε με ΕΕ ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας. Η αρνητική  ψήφος βέβαια και της Χρυσής Αυγής ήταν μια προσπάθειά να εμφανιστεί κι  αυτή εκτός της συναινετικής νομιμότητας, όχι μόνο το  ΚΚΕ, για  μια ταύτιση των δύο άκρων, συμβάλλοντας στην αναβίωση του φασισμού αναδιαμορφωμένου ως  εθνικιστικής αντίδρασης.
Καταλήξαμε έτσι η όποια ανεκτικότητα των προηγούμενων χρόνων να  φαίνεται πως αντικαταστάθηκε από ένα είδος ολοκληρωτικής θεσμικής συναίνεσης στην κυρίαρχη πολιτική της καπιταλιστικής εξουσίας, της οποίας την ιδεολογικοπολιτική κάλυψη ανέλαβε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που λεηλατεί την ιστορία του αγωνιστικού κομμουνιστικού κινήματος. Γι’ αυτό ο  ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνησης είναι καθοριστικός,  γιατί φαίνεται, πως μέσα σ’ όλα τ’ άλλα που έχει αναλάβει, το εγχείρημά του  πνιγμού  και διασυρμού κάθε άλλης αριστερής, και μάλιστα κομμουνιστικής, φωνής φέρνει αποτελέσματα.
Κυβέρνηση και εμπλεκόμενοι πολιτικοί στην υπόθεση της φαρμακοβιομηχανίας ταυτίζουν ήθος με την ηθικολογούσα υποκρισία, σπρώχνουν τη διαδικασία της τεκμηρίωσης σε δημαγωγική υπεραπλούστευση, όταν εμφανίζουν κράτος και ασφαλιστικά ταμεία να έχουν μειώσει τις φαρμακευτικές  δαπάνες κατά 57,7% χωρίς να ομολογούν πως αυξήθηκε η συμμετοχή των ασφαλισμένων κατά 43,1%,  απομονώνουν το σκάνδαλο ως εξαίρεση.  Και η δική μας σκέψη άοπλη  αδυνατεί να συσχετίσει ορθολογικά τα επιμέρους φαινόμενα και να κατανοήσει τη λειτουργία του καπιταλισμού του οποίου είναι συνέπειες.
Κι ενώ το πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα σε κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση μετατοπιζόταν στο επίπεδο πολιτιστικών θεμάτων –σύμφωνο συμβίωσης, κάναβη κλπ. με έμμεσο πολιτικό αντίχτυπο, με το ΣΥΡΙΖΑ να κραδαίνει τα προοδευτικά του διαπιστευτήρια και ν’ αναγκάζει για διαφοροποίηση την Ν. Δημοκρατία να προβάλλει τα δικά της συντηρητικά διαπιστευτήρια, ανακαλύπτει πεδίον λαμπρόν ανάδειξής της η Ν. Δημοκρατία τα σχετικά με το Μακεδονικό και η κυβέρνηση αντιπαραθέτει το σκάνδαλο Novartis.
Και τόσα χρόνια, λέγαμε, πως  είχαμε πραγματοποιήσει πρόοδο σχετικά με παλιούς διαχωρισμούς, απωθώντας τον παρακμασμένο  εθνικισμό, πετώντας το ηλίθιο φορτίο της κληρονομικής ματαιοδοξίας και μίσους που κληρονομούσαν οι γονείς στα παιδιά. Μόνο που τινάξαμε αυτούς τους φραγμούς και δουλεύαμε για να θεμελιώσουμε έναν διεθνισμό με βάση τις επιχειρήσεις και τα κέρδη. Όλοι οφείλουν να προσαρμοστούν στα καπιταλιστικά πρότυπα, η απληστία για το κέρδος μετατρέπεται σε προσόν του επιχειρηματία.   Το αποτέλεσμα, η παλιά σκουριασμένη αλυσίδα  αντικαταστάθηκε από άλλες που μας υποδούλωσαν με άλλο τρόπο. Η φυλακή μας πλάταινε, μπήκαν εκεί μέσα  εκατομμύρια άνθρωποι, όχι μόνο οι επαγγελματίες της πολιτικής που φιλονικούν μεταξύ τους για τους ρόλους τους στο έργο, αλλά και όλοι οι κομπάρσοι, τα βουβά πρόσωπα, κανείς δεν ξεφεύγει κι όλα αυτά χωρίς βιαιότητες. Ο μηχανισμός είναι τόσο τέλειος που δεν υπάρχει περιθώριο εκλογής παρά ανάμεσα στα δυο: ή θα υποταγείς ή θα πεθάνεις από την πείνα. Ούτε μια χώρα δεν υπάρχει  που να μπορεί να ξεφύγει κανείς από την καταπίεση των άλλων. Το δίχτυ σφίγγεται γύρω από όλη τη γη.
Και θεωρείται τόσο φυσικό όλα να γίνονται αντικείμενα αγοραπωλησίας. Η φύση, η εκπαίδευση, η υγεία, η πολιτική και τελικά ο ίδιος ο άνθρωπος να  μετατρέπονται σε αντικείμενα συναλλαγής, να είναι εμπορεύματα. Ο καπιταλιστής δεν ενδιαφέρεται για τη χρηστική αξία των προϊόντων παρά μόνο για την ασταμάτητη κίνηση του κέρδους. Από τη στιγμή που σκοπός της παραγωγής στην καπιταλιστική κοινωνία είναι το κέρδος και όχι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών οι νόμοι δεν υπάρχουν παρά για να το δικαιώσουν. Κι αν  οι ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους καπιταλιστές αποκαλύπτει τον αμοραλισμό της κερδοφορίας (κι από τις ομιλίες στη βουλή των εμπλεκομένων και τη γύμνια της αστικής συμπεριφοράς) η τιμωρία για την παράβαση κανόνων δεν είναι ανεξάρτητη από τη δυναμική του λαϊκού παράγοντα.
Στην προσπάθεια λοιπόν για την κάρπωση της λαϊκής συναίνεσης εντάσσονται τόσο οι κραυγές και ύβρεις της αντιπολίτευσης που θέλει να συμμετέχει στην αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής, αλλά  και ο χειρισμός από πλευράς της κυβέρνησης της υπόθεσης Novartis. Γίνεται με τέτοιο  τρόπο που να αναπαράγει μεθοδικά την κυρίαρχη ιδεολογία και προπαγάνδα σε μια επιφανειακή αριστερή συσκευασία για να αντιμετωπιστούν ευκαιριακά εκείνες οι επιθέσεις στο κυρίαρχο σύστημα που απειλούν να γίνουν επικίνδυνες γι’  αυτό. Τα αντιλαϊκά μέτρα με τα μνημόνια εμφανίζονται έτσι σαν συνέπεια της διαφθοράς με την οικονομική ζημιά που προκάλεσε. Για να πιστέψουμε αυτό που ισχυρίζεται ο προστατευόμενος μάρτυρας στην υπόθεση,  στην ανοικτή του επιστολή, πως αν αποδοθούν ευθύνες «τα πράγματα στην Ελλάδα θα αλλάξουν. Οι γιατροί θα πάψουν να είναι έμποροι και οι πολιτικοί να υπηρετούν την κοινωνία και όχι τις πολυεθνικές» Και στο τέλος να  ζήσουμε εμείς καλά κι  εκείνοι καλύτερα.