version
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
ενικός | πληθυντικός |
version | versions |
Ουσιαστικό
version (en)
- η έκδοση, η παραλλαγή, μια μορφή κάτι που είναι ελαφρώς διαφορετικό από μια προηγούμενη μορφή ή από άλλες μορφές του ίδιου πράγματος
- ⮡ a version with corrections and improvements - έκδοση με διορθώσεις και βελτιώσεις
- ⮡ I have not yet installed the new version of the program.
- Δεν έχω εγκαταστήσει ακόμη τη νέα έκδοση του προγράμματος.
- ⮡ a version of the original idea - μια παραλλαγή της αρχικής ιδέας
- η παραλλαγή, η βερσιόν, μια ταινία, ένα θεατρικό έργο, ένα μουσικό κομμάτι κτλ. που βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο έργο αλλά είναι σε διαφορετική μορφή, στυλ ή γλώσσα
- ⮡ a version of the original text - μια παραλλαγή του αρχικού κειμένου
- ⮡ I saw the French version of the movie and not the American one.
- Είδα τη γαλλική βερσιόν της ταινίας και όχι την αμερικανική.
- η εκδοχή, μια περιγραφή ενός γεγονότος από τη σκοπιά ενός συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας ανθρώπων
- ⮡ according to his version - σύμφωνα με τη δική του εκδοχή
- ⮡ The two versions of the accident are contradictory.
- Οι δυο εκδοχές για το ατύχημα είναι αντιφατικές.
Υπώνυμα
(λογισμικό)
Πολυλεκτικοί όροι
Δείτε επίσης
- δείτε επίσης: software versioning στην αγγλική Βικιπαίδεια