some

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Δείτε επίσης: Some, Somé

Αντωνυμία

some (en)

  1. (αόριστη αντωνυμία) κάποιος, μερικός, κανείς, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε ένα ποσό από κάτι ή σε έναν αριθμό ατόμων ή πραγμάτων όταν το ποσό ή ο αριθμός δεν δίνεται
    ⮡  Some helped but not enough.
    Κάποιοι βοήθησαν αλλά αυτό δε φτάνει.
    ⮡  some of you - κάποιοι/μερικοί από σας
    ⮡  Some didn’t want to listen to him.
    Μερικοί δεν ήθελαν να τον ακούσουν.
    ⮡  Here are the strawberries, have some.
    Να οι φράουλες, πάρε καμιά.
  2. άλλοι, κάποιοι, μερικοί, μέρος του συνολικού αριθμού ή ποσού που εξετάζεται
    ⮡  Some voted for the bill and some voted blank.
    Άλλοι ψήφισαν το νομοσχέδιο και άλλοι έριξαν λευκό.
    ⮡  Some agree and some oppose.
    Κάποιοι συμφωνούν και κάποιοι αντιδρούν.
    ⮡  Some of these movies are really good.
    Μερικές από αυτές τις ταινίες είναι πολύ καλές.

Επίρρημα

some (en) (χωρίς παραθετικά)

some (en)

  1. κάποιος, μερικός, ένα ορισμένο ποσοστό, τουλάχιστον δύο
    ⮡  some important things worth knowing - μερικά/κάποια σημαντικά πράγματα που αξίζει να γνωρίζετε
  2. κάποιος, μερικός, για ένα συγκεκριμένο, απροσδιόριστο άτομο ή κάτι
    ⮡  Some doctor told me to…
    Κάποιος γιατρός μου είπε να…
    ⮡  There is some difference.
    Υπάρχει κάποια διαφορά.
    ⮡  Simple conversations with some people are very boring.
    Οι απλές συνομιλίες με μερικά άτομα είναι πολύ βαρετές.
  3. λίγος, για απροσδιόριστη ποσότητα από κάτι αμέτρητο
    ⮡  Would you like some water?
    Θα ήθελες λίγο νερό;
     συνώνυμα: a little
  4. λίγος, για απροσδιόριστη ποσότητα από κάτι μέτρητο
    ⮡  Would you like some grapes?
    θα ήθελες λίγο σταφύλι;
     συνώνυμα: a few
  5. κάποιος, χρησιμοποιείται με ουσιαστικά ενικού αριθμού για να αναφέρεται σε πρόσωπο, τόπο, πράγμα ή χρόνο που δεν είναι γνωστό ή δεν έχει προσδιοριστεί
    ⮡  I read it in some book.
    Το διάβασα σε κάποιο βιβλίο.

Συγγενικά

Πηγές