multiplicateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό multiplicateur multiplicateurs
θηλυκό multiplicatrice multiplicatrices

multiplicateur (fr)

  1. πολλαπλασιαστής
    effet multiplicateur - πολλαπλασιαστικό φαινόμενο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
multiplicateur multiplicateurs

multiplicateur (fr) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) ο πολλαπλασιαστής