meter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
meter meters

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

meter (en)

  1. (ειδικά σε σύνθετα) ο μετρητής, συσκευή που μετράει ορισμένα μεγέθη και ιδίως μηχανικά φαινόμενα
    ⮡  a gas/electricity/water meter - μετρητής γκαζιού/ηλεκτρικού/νερού
  2. το παρκόμετρο
    ⮡  a token for the meter - ένα κέρμα για το παρκόμετρο
     συνώνυμα: parking meter
  3. (-meter, σε σύνθετα) -μετρο, -μετρητής, η συσκευή που χρησιμοποιούμε για να μετρήσουμε ό,τι δηλώνει το πρώτο συνθετικό
    ⮡  a tachometer - ταχόμετρο
    ⮡  a speedometer - ταχύμετρο/κοντέρ
    ⮡  an odometer - οδόμετρο
    ⮡  a taximeter - ταξίμετρο
    ⮡  a pedometer - βηματομετρητής/βηματόμετρο
  4. (αμερικανική γραφή) το μέτρο, η μονάδα του μήκους
    ⮡  The meter is subdivided into one hundred centimeters.
    Το μέτρο υποδιαιρείται σε εκατό εκατοστά.
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, αμερικανική γραφή) το μέτρο, για αγώνες
    ⮡  The photo finish showed he was the winner in the hundred meters.
    Το φωτοφίνις τον έβγαλε νικητή στα εκατό μέτρα.
  6. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, αμερικανική γραφή, μουσική) το μέτρο, η ρυθμική μονάδα
    ⮡  three-fourths meter - μέτρο τριών τετάρτων

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]



meter (es)