might

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

might (en)

might (en)

  1. (modal verb) μπορεί να, υπάρχει η πιθανότητα
    ⮡  Smoking might cause cancer.
    Το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.
    ⮡  It might rain.
    Μπορεί να βρέχει.
    ⮡  I might see him if he comes early.
    Θα μπορούσα να τον δω αν έρθει νωρίς.
    ⮡  I might have seen him if he had come early.
    Θα μπορούσα να τον δω/να τον έβλεπα αν είχε έρθει νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη may
  2. (modal verb, κυρίως βρετανικό & επίσημο, παρωχημένο ως αμερικανικό) μπορώ, σε ερωτηματικές προτάσεις για άδεια ή παράκληση
    ⮡  Might I go out, sir?
    Μπορώ να πάω έξω, κύριε;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη may
  3. (modal verb) μήπως, μπορώ, χρησιμοποιείται να δηλώσει πρόταση ή πιθανότητα ευγενικά
    ⮡  You might want to put more sugar in the sauce.
    Μπορεί να θέλετε να βάλετε περισσότερη ζάχαρη στη σάλτσα.
    ⮡  Is it possible he might be at home?
    Μήπως είναι σπίτι;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη could
  4. (modal verb) μπορεί να, θα μπορούσα να, χρησιμοποιείται να δηλώσει περασμένο ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιήθηκε, συνήθως λέγεται με θυμό
    ⮡  Be careful! You might have killed me with that stone!
    Πρόσεχε! Μπορεί να/Θα μπορούσες να με σκοτώσεις μ' αυτή την πέτρα!
     συνώνυμα: could
  • might - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 574. ISBN 9780194325684. , λήμμα: μπορώ