might
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]might (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]might (en)
- (modal verb) μπορεί να, υπάρχει η πιθανότητα
- ⮡ Smoking might cause cancer.
- Το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.
- ⮡ It might rain.
- Μπορεί να βρέχει.
- ⮡ I might see him if he comes early.
- Θα μπορούσα να τον δω αν έρθει νωρίς.
- ⮡ I might have seen him if he had come early.
- Θα μπορούσα να τον δω/να τον έβλεπα αν είχε έρθει νωρίς.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη may
- ⮡ Smoking might cause cancer.
- (modal verb, κυρίως βρετανικό & επίσημο, παρωχημένο ως αμερικανικό) μπορώ, σε ερωτηματικές προτάσεις για άδεια ή παράκληση
- (modal verb) μήπως, μπορώ, χρησιμοποιείται να δηλώσει πρόταση ή πιθανότητα ευγενικά
- (modal verb) μπορεί να, θα μπορούσα να, χρησιμοποιείται να δηλώσει περασμένο ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιήθηκε, συνήθως λέγεται με θυμό
Πηγές
[επεξεργασία]- might - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 574. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπορώ