orgy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orgy (en)

  1. το σεξουαλικό όργιο
  2. το όργιο, μεγάλη ποσότητα, πληθωρική παρουσία ενός πράγματος