auto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]auto (en)
- το αυτοκίνητο (κυρίως ως προσδιορισμός)
- ⮡ an auto mechanic - μηχανικός αυτοκινήτων
- η αυτόματη λειτουργία ενός μηχανισμού
- ⮡ put it on auto - βάλε το στο αυτόματο
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]auto (bs)
- το αυτοκίνητο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
auto | autos |
auto (fr) θηλυκό
- το αυτοκίνητο, το αμάξι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- auto < συντομογραφία του automobile
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]auto (it)
- συντομογραφία για το αυτοκίνητο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]auto (nl)
- το αυτοκίνητο
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]auto (pl) ουδέτερο
- το αυτοκίνητο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]auto (sr)
- λατινική γραφή του ауто
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]auto (sk) ουδέτερο
- το αυτοκίνητο
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]auto (cs) ουδέτερο
- το αυτοκίνητο
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]auto (fi)
- το αυτοκίνητο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Σερβική γλώσσα - λατινικό αλφάβητο
- Ουσιαστικά (σερβικά-λατινικό αλφάβητο)
- Σλοβακική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβακικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)
- Φινλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (φινλανδικά)