auto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Auto, auto-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auto (en)

  1. το αυτοκίνητο (κυρίως ως προσδιορισμός)
    ⮡  an auto mechanic - μηχανικός αυτοκινήτων
  2. η αυτόματη λειτουργία ενός μηχανισμού
    ⮡  put it on auto - βάλε το στο αυτόματο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auto (bs)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
auto autos

auto (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
auto < συντομογραφία του automobile

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auto (it)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auto (nl)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈawtɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auto (pl) ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auto (sr)

  • λατινική γραφή του ауто



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auto (sk) ουδέτερο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auto (cs) ουδέτερο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auto (fi)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]