distiller

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

distiller (fr)

  1. εκκρίνω
  2. διυλίζω, αποστάζω
  1. αποστάζω
  2. αποχωρίζομαι με απόσταξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]