electricitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]electricitate (ro) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του electricitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o electricitate | electricitatea | nişte electricități | electricitățile |
γενική | a unei electricități | electricității | a unor electricități | electricităților |
δοτική | a unei electricități | electricității | a unor electricități | electricităților |
αιτιατική | o electricitate | electricitatea | nişte electricități | electricitățile |
κλητική | — | - | — | - |