ga
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά
(nl)
[
επεξεργασία
]
Ρηματικός τύπος
[
επεξεργασία
]
ga
(nl)
1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος
gaan
2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος
gaan
Κατηγορία
:
Ρηματικοί τύποι (ολλανδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Català
Čeština
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Français
Galego
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
La .lojban.
한국어
Kurdî
Lombard
Lietuvių
Malagasy
Bahasa Melayu
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Srpskohrvatski / српскохрватски
Slovenščina
Svenska
ไทย
Türkçe
Татарча / tatarça
Tiếng Việt
Volapük
Wolof
中文