phallocrate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
phallocrate phallocrates

phallocrate (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φαλλοκρατικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
phallocrate phallocrates

phallocrate (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φαλλοκράτης

Συνώνυμα

[επεξεργασία]