port

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
port < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική port < λατινική portus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɔːt/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /pɔɹt/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
port ports
Θύρες (ports) για επικοινωνία με εξωτερικές συσκευές στο πίσω μέρος ενός προσωπικού υπολογιστή (PC). Από πάνω προς τα κάτω: επικοινωνία με δίκτυο, με οθόνη, με συσκευές ήχου

port (en)

  1. το λιμάνι, οι λιμενικές εγκαταστάσεις για τα πλοία
     συνώνυμα: harbour, haven
  2. πόλη ή οποία έχει λιμάνι (εγκαταστάσεις)
     συνώνυμα: harbour city, harbour town, port city
  3. (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) η αριστερή πλευρά ενός σκάφους (πλοίου ή αεροσκάφους)
     συνώνυμα: backboard, larboard, leeboard. left
     αντώνυμα: starboard
    εκφράσεις: hard-a-port
  4. (πληροφορική, software port) θύρα (για διαδικτυακή επικοινωνία προγράμματος)
    ※  Additionally, port numbers further specify the access points for particular services on a computer [1]
    Επιπλέον, οι αριθμοί θύρας καθορίζουν περαιτέρω τα σημεία πρόσβασης για συγκεκριμένες υπηρεσίες σε έναν υπολογιστή.
  5. (υλικό υπολογιστή, hardware port) η θύρα, υποδοχή στο κουτί ή στην μητρική κάρτα (motherboard) ενός υπολογιστή για επικοινωνία με εξωτερικές συσκευές
    ⮡  a computer port - μια θύρα υπολογιστή
    υπώνυμα: serial port, PS/2
  6. (ποτό) κρασί του Πόρτο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

port (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) What is a Computer Hostname?, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2020-07-21. Προσπέλαση 2020-07-30.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɔʁ/
 
ομόηχα: porc, pore

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
port < λατινική portus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

port (fr) αρσενικό

  1. το λιμάνι, ο λιμνιώνας
    ⮡  le port de Marseille - το λιμάνι της Μασσαλίας
  2. ο τόπος ανάπαυσης, το καταφύγιο
     συνώνυμα: abri, havre, refuge
  3. το επίνειο
  • (αρχαία προβηγκιανή) πέρασμα δρόμου στην κορυφή των Πυρηναίων

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
port < porter

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

port (fr) αρσενικό

  1. η πράξη του μεταφέρω
    1. (ενδυμασία) η ένδυση
    2. η επωνυμία
    3. η μεταφορά ενός φορτίου
      ⮡  port d'armes - η παρουσίαση όπλων· η στάση ενός στρατιώτη που παρουσιάζει όπλα
      ⮡  port de voix - ανεπαίσθητο πέρασμα της φωνής από έναν ήχο σε άλλο
    4. η μεταφορά, η κατοχή
      ⮡  le port d'armes est interdit - απαγορεύεται η κατοχή όπλων
  2. το κόμιστρο, τα μεταφορικά, ο ναύλος
  3. ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κάποιος, η στάση του σώματος
    1. το παράστημα κάποιου, η στάση του σώματος
      ⮡  un port de tête - το «κόψιμο» του κεφαλιού
       συνώνυμα: allure, maintien
  4. (βοτανική) η γενική μορφή ενός φυτού
Συγγενικά
[επεξεργασία]