relation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
relation | relations |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]relation (en)
- (μόνο πληθυντικός) οι σχέσεις, ο τρόπος με τον οποίο δύο άτομα, ομάδες ή χώρες συμπεριφέρονται μεταξύ τους ή αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο
- ⮡ friendly/business/diplomatic relations - φιλικές/εμπορικές/διπλωματικές σχέσεις
- ⮡ public relations - δημόσιες σχέσεις
- ⮡ I am breaking off relations with someone.
- Διακόπτω τις σχέσεις με κάποιον.
- ⮡ Our families have had relations for many years.
- Οι οικογένειές μας σχετίζονται εδώ και πολλά χρόνια.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σχέση, η συνάφεια, ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται δύο ή περισσότερα πράγματα
- ⮡ the relation between cause and effect - η σχέση αιτίας και αποτελέσματος
- ⮡ in relation to/with relation to - σε σχέση με/σχετικώς με
- ⮡ It has a direct relation to the matter at hand.
- Έχει άμεση σχέση με την προκείμενη υπόθεση.
- ⮡ Success does not have much relation to merit.
- Η επιτυχία δεν έχει πολλή συνάφεια με την αξία.
- ≈ συνώνυμα: association, bearing, connection, correspondence, correlation, relationship και relevance
- ο/η συγγενής, ένα άτομο που ανήκει στην ίδια οικογένεια με κάποιον άλλο
- (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) η οντότητα, η σχέση στο σχεσιακό μοντέλο (relational model)
- ≈ συνώνυμα: entity
- υπώνυμο : table (σχεσιακές βάσεις δεδομένων), relation schema
- δείτε επίσης: relation (database) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακές βάσεις δεδομένων) η σχέση, η συσχέτιση μεταξύ των γραμμών διαφορετικών πινάκων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- relation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 829, 844, 860. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγγενής, συνάφεια, σχέση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
relation | relations |
relation (fr) θηλυκό