scissors
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scissors | scissors |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scissors (en)
- το ψαλίδι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]scissors (en)
- (σπάνιο) πληθυντικός αριθμός του scissor