sors
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sors (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sors | sortēs |
γενική | sortis | sortium |
δοτική | sortī | sortibus |
αιτιατική | sortem | sortēs |
κλητική | sors | sortēs |
αφαιρετική | sorte | sortibus |