spat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spat | spats |
spat (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]spat (en)
ενικός | πληθυντικός |
spat | spats |
spat (en)
spat (en)