taper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]taper (fr)
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]taper (en)
- το κερί, το αγιοκέρι
- η βαθμιαία μείωση του πάχους σε ένα επίμηκες αντικείμενο, στένεμα προς άκρο (αντικείμενου κτλ.)
- tapering: βαθμιαία-σταδιακή ελάττωση έντονης άσκησης αθλητή λίγες μέρες πριν από σημαντικό αθλητικό γεγονός
Επίθετο
[επεξεργασία]taper (en)
- που στενεύει βαθμιαία στην άκρη του, μυτερός
Ρήμα
[επεξεργασία]taper (en)
- (μεταβατικό) στενεύω κάτι, το κάνω βαθμιαία στενότερο
- (αμετάβατο) στενεύω στις άκρες, γίνομαι στενότερος