technology

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
technology technologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

technology (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τεχνολογία
    ⮡  This car is a perfect combination of advanced technology and low pricing.
    Αυτό το αυτοκίνητο είναι ένας τέλειος συνδυασμός προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής τιμής.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]