year

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
year years

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /jiɹ/ (στις ΗΠΑ), /jiə/ ή /jɜː/ (στο Ηνωμένο Βασίλειο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

year (en)

  1. ο χρόνος, η χρονιά, τα χρόνια, το έτος, περίοδο δώδεκα μηνών
    ⮡  the four seasons of the year - οι τέσσερις εποχές του χρόνου
    ⮡  the end/the beginning of the year - το τέλος/η αρχή του χρόνου
    ⮡  once a year - μια φορά το χρόνο
    ⮡  from year to year - από χρόνο σε χρόνο
    ⮡  I haven’t seen him in two years.
    Έχω δύο χρόνια να τον δω.
    ⮡  I have two years to see him.
    Έχω ακόμη δυο χρόνια για να τον δω.
    ⮡  the year’s crop - η σοδειά μιας χρονιάς
    ⮡  It was a good/bonanza year.
    Ήταν καλή/πλούσια χρονιά.
    ⮡  years ago - πριν από χρόνια
    ⮡  birth year - έτος γεννήσεως
    ⮡  a light year - έτος φωτός
    ⮡  the calendar year - το ημερολογιακό έτος
    ⮡  within a year - εντός έτους
    ⮡  per/a year - κατ' έτος
    ⮡  all year round/throughout the year - καθ' όλον το έτος
    ⮡  Our athletes improved their time in this year’s games.
    Οι αθλητές μας βελτίωσαν το χρόνο τους στους φετινούς αγώνες.
    ⮡  This year’s production was twice as much as last year’s.
    Η φετινή παραγωγή ήταν διπλάσια από την περσινή.
  2. (συνήθως πληθυντικός) ο χρόνος, για ηλικία
    ⮡  When I was ten years old.
    Όταν ήμουν δέκα χρονών.
    ⮡  She is twenty/fifty years old.
    Είναι είκοσι/πενήντα χρονών.
    ⮡  I am twenty-one/thirty-three/sixty-four years old.
    Είμαι είκοσι ενός/τριάντα τριών/εξήντα τεσσάρων χρονών.
    ⮡  the twenty-one-year-old man - ο 21χρονος άνθρωπος
    ⮡  In his earlier/later years (of life)…
    Στα πρώτα/στα τελευταία χρόνια (της ζωής) του…
  3. το έτος, περίοδος δώδεκα μηνών που συνδέεται με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
    ⮡  the school/academic year - το σχολικό/ακαδημαϊκό έτος
    ⮡  the fiscal year - το οικονομικό έτος
  4. ο χρόνος, το έτος σε σχολή κτλ. επίπεδο στο οποίο μένω ένα χρόνο· ένας μαθητής σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο
    ⮡  in the third year of his studies - στον τρίτο χρόνο/στο τρίτο έτος των σπουδών του
    ⮡  The course lasts four years.
    Η φοίτηση διαρκεί τέσσερα χρόνια.
  5. (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο) τα χρόνια, πολύς καιρός
    ⮡  I haven’t seen him in years/for years.
    Χρόνια έχω να τον δω.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]