year
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
year | years |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]year (en)
- ο χρόνος, η χρονιά, τα χρόνια, το έτος, περίοδο δώδεκα μηνών
- ⮡ the four seasons of the year - οι τέσσερις εποχές του χρόνου
- ⮡ the end/the beginning of the year - το τέλος/η αρχή του χρόνου
- ⮡ once a year - μια φορά το χρόνο
- ⮡ from year to year - από χρόνο σε χρόνο
- ⮡ I haven’t seen him in two years.
- Έχω δύο χρόνια να τον δω.
- ⮡ I have two years to see him.
- Έχω ακόμη δυο χρόνια για να τον δω.
- ⮡ the year’s crop - η σοδειά μιας χρονιάς
- ⮡ It was a good/bonanza year.
- Ήταν καλή/πλούσια χρονιά.
- ⮡ years ago - πριν από χρόνια
- ⮡ birth year - έτος γεννήσεως
- ⮡ a light year - έτος φωτός
- ⮡ the calendar year - το ημερολογιακό έτος
- ⮡ within a year - εντός έτους
- ⮡ per/a year - κατ' έτος
- ⮡ all year round/throughout the year - καθ' όλον το έτος
- ⮡ Our athletes improved their time in this year’s games.
- Οι αθλητές μας βελτίωσαν το χρόνο τους στους φετινούς αγώνες.
- ⮡ This year’s production was twice as much as last year’s.
- Η φετινή παραγωγή ήταν διπλάσια από την περσινή.
- (συνήθως πληθυντικός) ο χρόνος, για ηλικία
- ⮡ When I was ten years old.
- Όταν ήμουν δέκα χρονών.
- ⮡ She is twenty/fifty years old.
- Είναι είκοσι/πενήντα χρονών.
- ⮡ I am twenty-one/thirty-three/sixty-four years old.
- Είμαι είκοσι ενός/τριάντα τριών/εξήντα τεσσάρων χρονών.
- ⮡ the twenty-one-year-old man - ο 21χρονος άνθρωπος
- ⮡ In his earlier/later years (of life)…
- Στα πρώτα/στα τελευταία χρόνια (της ζωής) του…
- ⮡ When I was ten years old.
- το έτος, περίοδος δώδεκα μηνών που συνδέεται με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
- ⮡ the school/academic year - το σχολικό/ακαδημαϊκό έτος
- ⮡ the fiscal year - το οικονομικό έτος
- ο χρόνος, το έτος σε σχολή κτλ. επίπεδο στο οποίο μένω ένα χρόνο· ένας μαθητής σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο
- ⮡ in the third year of his studies - στον τρίτο χρόνο/στο τρίτο έτος των σπουδών του
- ⮡ The course lasts four years.
- Η φοίτηση διαρκεί τέσσερα χρόνια.
- (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο) τα χρόνια, πολύς καιρός
- ⮡ I haven’t seen him in years/for years.
- Χρόνια έχω να τον δω.
- ⮡ I haven’t seen him in years/for years.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- year - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340, 976. ISBN 9780194325684., λήμμα: έτος, χρονιά, χρόνια