Μπράιαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μπράιαν < (άμεσο δάνειο) αγγλική Brian / Bryan
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Μπράιαν αρσενικό, άκλιτο
Μπράιαν αρσενικό, άκλιτο