έβδομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έβδομος | η | έβδομη | το | έβδομο |
γενική | του | έβδομου | της | έβδομης | του | έβδομου |
αιτιατική | τον | έβδομο | την | έβδομη | το | έβδομο |
κλητική | έβδομε | έβδομη | έβδομο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έβδομοι | οι | έβδομες | τα | έβδομα |
γενική | των | έβδομων | των | έβδομων | των | έβδομων |
αιτιατική | τους | έβδομους | τις | έβδομες | τα | έβδομα |
κλητική | έβδομοι | έβδομες | έβδομα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Αριθμητικό
[επεξεργασία]έβδομος, -η, -ο
- (τακτικό) που ακολουθεί τον έκτο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν εφτά (7)
- ο ένας από τους εφτά ίσους όρους ενός συνόλου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έβδομος