απόνερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απόνερο | τα | απόνερα |
γενική | του | απόνερου | των | απόνερων |
αιτιατική | το | απόνερο | τα | απόνερα |
κλητική | απόνερο | απόνερα | ||
Σπάνιος ενικός: απόνερο | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απόνερα < πληθυντικός αριθμός του απόνερο < από- + νερό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈpo.ne.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐νε‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απόνερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα βρομόνερα που απομένουν μετά από την μπουγάδα ή το πλύσιμο
- (κατ’ επέκταση) τα βρομόνερα, τα (υγρά) απόβλητα
- (ναυτικός όρος) η αύλακα νερού, τα κύματα και τα αφρόνερα που σχηματίζονται πίσω από ένα πλοίο που πλέει
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις από και νερό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα από- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)