μήνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μῆνας, Μηνάς, μίνας, Μίνας, Κατηγορία:Μήνες
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μήνας οι μήνες
      γενική του μήνα
μηνός
των μηνών
    αιτιατική τον μήνα τους μήνες
     κλητική μήνα μήνες
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μήνας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μήνας ή μῆνας < αρχαία ελληνική μήν

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmi.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μή‐νας
ομόηχο: μίνας
τονικό παρώνυμο: Μηνάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μήνας αρσενικό

  • περίοδος διαίρεσης του έτους, βασισμένη ιστορικά στις φάσεις της Σελήνης. Το γρηγοριανό ημερολόγιο έχει δώδεκα μήνες.
    ⮡  Καλό μήνα! : ευχή που κάνουμε την πρώτη του κάθε μηνός

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται μεταφορά ορισμών στις σελίδες τους)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μήνας ή μῆνας < αρχαία ελληνική μήν

ζητούμενο λήμμα

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • μήν (λόγιο, όπως στα αρχαία)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)