ναύλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | ναύλος | οι | ναύλοι | τα | ναύλα |
γενική | του | ναύλου | των | ναύλων | των | ναύλων |
αιτιατική | τον | ναύλο | τους | ναύλους | τα | ναύλα |
κλητική | ναύλε | ναύλοι | ναύλα | |||
Κατηγορία όπως «ναύλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναύλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναῦλος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈna.vlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναύ‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναύλος αρσενικό με πληθυντικό αρσενικό ναύλοι ή ουδέτερο ναύλα
- (ναυτικός όρος): το αντίτιμο της ναύλωσης πλοίου
- το αντίτιμο ναύλωσης αεροπλάνου ή άλλου πτητικού μέσου
- ⮡ αν η ναύλωση αφορά κρατικό μέσο τότε το αντίτιμο - ναύλος μπορεί να είναι σε είδος, υπηρεσία, ή άλλο αντισταθμιστικό όφελος
- το χρηματικό ποσό που χρεώνει και εισπράττει ο μεταφορέας για να εκτελέσει μια μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ναύλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)