ποσό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποσό τα ποσά
      γενική του ποσού των ποσών
    αιτιατική το ποσό τα ποσά
     κλητική ποσό ποσά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποσό < αρχαία ελληνική ποσόν , ουδ. της αντ. πόσος < πόσος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποσό ουδέτερο

  • ο αριθμός που δηλώνει ποσότητα

συνώνυμα:ποσότητα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]