ρητίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρητίνη | οι | ρητίνες |
γενική | της | ρητίνης | των | ρητινών |
αιτιατική | τη | ρητίνη | τις | ρητίνες |
κλητική | ρητίνη | ρητίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρητίνη < ῥητίνη (< προελληνική )
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρητίνη θηλυκό
- παχύρρευστη και κολλώδης ουσία που εκκρίνεται με φυσικό τρόπο από τον φλοιό κυρίως των κωνοφόρων δέντρων, στα σημεία που υπάρχουν φυσικά ή τεχνητά ανοίγματα
- άλλες μορφές: ρετσίνι
- κάθε όμοια παχύρρευστη χημική ουσία με ειδική επεξεργασία που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, π.χ. στην κατασκευή πλαστικών υλών, βαφών, βερνικιών κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ρητινέλαιο
- ρητινεργάτης
- ρητίνευση
- ρητινεύω
- ρητινικός
- ρητινίτης
- ρητινοκαλλιέργεια
- ρητινοκαλλιεργητής
- ρητινόλασπη
- ρητινόπισσα
- ρητινοσυλλέκτης
- ρητινοσυλλέκτρια
- ρητινούχος
- ρητινοφόρος
- ρητινώδης
- ρητινώνω
- ρητίνωση
- → δείτε τη λέξη ρετσίνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρητίνη
|