φυλακή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλακή οι φυλακές
      γενική της φυλακής των φυλακών
    αιτιατική τη φυλακή τις φυλακές
     κλητική φυλακή φυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

φυλακή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φυλακή (φρούρηση)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fi.laˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐λα‐κή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φυλακή θηλυκό

  1. χώρος κράτησης καταδίκων
    ⮡  Οι κρατούμενοι μετήχθησαν από τη φυλακή Κορυδαλλού στη φυλακή Πατρών
  2. ποινή για αδικήματα στα ποινικά δικαστήρια
    ⮡  Έφαγε δέκα χρόνια φυλακή
  3. ποινή στρατιωτική
    ⮡  Μου έριξε δέκα μέρες φυλακή για τα κορδόνια!

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]