Category:Greek transitive verbs
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek verbs that indicate actions, occurrences or states directed to one or more grammatical objects.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek transitive verbs"
The following 200 pages are in this category, out of 446 total.
(previous page) (next page)Α
- αγαλλιάζω
- αγιάζω
- αδειάζω
- αηδιάζω
- αιτιώμαι
- ακούω
- ακριβαίνω
- αλαλιάζω
- αληθεύω
- ανάβω
- αναγαλλιάζω
- αναζωπυρώνω
- αναθαρρύνω
- ανακάμπτω
- αναμερίζω
- ανασαλεύω
- ανεβάζω
- ανεβαίνω
- ανθρωπεύω
- ανοσταίνω
- αντικατοπτρίζω
- αντιλέγω
- απευθύνω
- απεχθάνομαι
- απογειώνω
- αποθαρρύνω
- αποκρύπτω
- απομακρύνω
- αποπίνω
- αποπλανώ
- αποπληρώνω
- αποπλύνω
- αποπνίγω
- αποποινικοποιώ
- αποπροσανατολίζω
- απορρίχνω
- απορφανίζω
- αποσβολώνω
- αποσκεπάζω
- αποσκληρύνω
- αποσοβώ
- αποστερώ
- αποστομώνω
- αποστραγγίζω
- αποσφραγίζω
- αποσχηματίζω
- αποτάσσω
- αποτοξινώνω
- αποτριχώνω
- αποτυπώνω
- αποτυφλώνω
- αποφλοιώνω
- αποφυλακίζω
- αποχαρακτηρίζω
- αραδιάζω
- αργάζω
- αργώ
- αρθρώνω
- αρμαθιάζω
- αρραβωνιάζω
- αρχαΐζω
- άρχω
- αρωματίζω
- ασπρίζω
- αστράφτω
- αυξάνω
- αυξομειώνω
- αφορά
Β
Γ
Δ
Ε
- εγκρίνω
- ειδικεύω
- είμαι
- εισάγω
- εισπράττω
- εκδηλώνω
- εκνευρίζω
- εκπέμπω
- εκπλήσσω
- εκπροσωπώ
- εκτελώ
- εκτοξεύω
- ελαφραίνω
- ελπίζω
- εμπιστεύομαι
- εμπλουτίζω
- εμποδίζω
- ενδιαφέρω
- ενοχλώ
- ενσωματώνω
- εντάσσω
- εντείνω
- εξαγνίζω
- εξαντλώ
- εξασκώ
- εξατομικεύω
- εξεγείρω
- εξιστορώ
- εξισώνω
- εξοικειώνω
- εξομολογώ
- επαινώ
- επεμβαίνω
- επευφημώ
- επιβάλλω
- επιβαρύνω
- επιβεβαιώνω
- επιβραβεύω
- επιβραδύνω
- επιδεικνύω
- επιδεινώνω
- επικαλύπτω
- επικεντρώνω
- επικολλώ
- επικρίνω
- επιλέγω
- επινοώ
- επισημαίνω
- επιτυγχάνω
- επιχειρώ
- ερημώνω
- εστιάζω
- ετοιμάζω
- ευθυγραμμίζω
- ευλογώ
- ευχαριστώ
- εφευρίσκω
- έχω ακουστά