Count
|
Entry
|
Sources
|
24
|
δια- (dia-)
|
inter-, trans-, διά, διαβεβαιώνω, διαγωνίζομαι, διαδέχομαι, διακοσμώ, διακόπτω, διαλέγω, διαλελυμένος, διαλογίζομαι, διαλυμένος, διαλύω, διαμηνύω, διαμοιράζω, διαπλέω, διαπρέπω, διασκέπτομαι, διασχίζω, διασωλήνωση, διατροφή, διαχέω, ενδιατρίβω, συνδιασκέπτομαι
|
17
|
-ση (-si)
|
αναζωογόνηση, ανακάλυψη, ανευφήμηση, αξιολόγηση, απαγόρευση, απογοήτευση, γενίκευση, δόση, ενημέρωση, επανόρθωση, μετάδοση, παράδοση, προπόνηση, στύση, συνεννόηση, σύνοψη, χρονολόγηση
|
13
|
-εύω (-évo)
|
-εία, ανακατεύω, δυσκολεύω, ζητιανεύω, ζωντανεύω, κοροϊδεύω, κουτσομπολεύω, λιγοστεύω, παζαρεύω, πουστεύω, ρεζιλεύω, συμβουλεύω, ψαρεύω
|
13
|
Ιαπετός (Iapetós)
|
Iapetus, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος, Ἰαπετός
|
13
|
Πλούτωνας (Ploútonas)
|
Pluto, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Πλούτων, Ποσειδώνας, Φόβος
|
13
|
Ρέα (Réa)
|
Rhea, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος, Ῥέα
|
13
|
Στύγα (Stýga)
|
Styx, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Στύξ, Φόβος
|
13
|
Τηθύς (Tithýs)
|
Tethys, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Τηθύς, Φόβος
|
13
|
Χάρων (Cháron)
|
Charon, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος, Χάρων
|
12
|
Δείμος (Deímos)
|
Deimos, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
12
|
Διώνη (Dióni)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Διώνη, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
12
|
Κέρβερος (Kérveros)
|
Cerberus, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
12
|
Καλλιστώ (Kallistó)
|
Callisto, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
12
|
Τρίτωνας (Trítonas)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Τρίτων, Φόβος
|
12
|
στρογγύλος (strongýlos)
|
κυκλικός, στρογγύλα, στρογγύλε, στρογγύλες, στρογγύλη, στρογγύλης, στρογγύλο, στρογγύλοι, στρογγύλου, στρογγύλους, στρογγύλων, τετράγωνος
|
11
|
Άριελ (Áriel)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
11
|
Όμπερον (Ómperon)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
11
|
Εγκελάδος (Egkeládos)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
11
|
Ηλιακό σύστημα (Iliakó sýstima)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
11
|
Μίμας (Mímas)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
11
|
Μιράντα (Miránta)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
11
|
Νύκτα (Nýkta)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
11
|
Ουμβριήλ (Oumvriíl)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
11
|
Τιτάνια (Titánia)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
11
|
έφεδρη (éfedri)
|
έφεδρος, ανθυπασπίστρια, ανθυπασπιστής, αρχιλοχίας, δεκανέας, επιλοχίας, λοχίας, στρατιωτίνα, στρατιώτης, υπαξιωματικός, υποδεκανέας
|
11
|
μόνιμη (mónimi)
|
ανθυπασπίστρια, ανθυπασπιστής, αρχιλοχίας, δεκανέας, επιλοχίας, λοχίας, μόνιμος, στρατιωτίνα, στρατιώτης, υπαξιωματικός, υποδεκανέας
|
10
|
πεσσός (pessós)
|
chess piece, ίππος, αξιωματικός, βασίλισσα, βασιλιάς, πεσσός, πιόνι, πύργος, στρατιώτης, τρελός
|
10
|
υπερ- (yper-)
|
hyper-, ultra-, αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας, υπερήπειρος, υπερβάλλω, υπερβασίλειο, υπερκαινοφανής, υπερρεαλισμός, υπερτροφία, υπερφορτώνω
|
9
|
-τικός (-tikós)
|
αρκτικός, δυτικός, ενοχλητικός, κουραστικός, ουσιαστικός, πιστωτικός, πολιτιστικός, συγκινητικός, σωματικός
|
9
|
κλέπτω (klépto)
|
εκλάπην, κλεμμένος, κρύβω, κόβω, λογοκλοπή, λογοκλοπία, σκάβω, στρίβω, ἐκλάπην
|
8
|
-άζω (-ázo)
|
αναγκάζω, γκρινιάζω, γυμνάζω, δοκιμάζω, εμβολιάζω, κουράζω, πειθαναγκάζω, σπάζω
|
8
|
-άκος (-ákos)
|
-άκης, -άρας, -αράς, Χρηστάκος, Χριστάκος, γαϊδαράκος, γκομενάκος, εμποράκος
|
8
|
-ας (-as)
|
Πλάτωνας, έμπορας, επιδειξίας, κάγκουρας, κουράδας, μπασκίνας, ξερόλας, τρίχας
|
8
|
-ιάζω (-iázo)
|
αγκαλιάζω, αλαλιάζω, αλφαδιάζω, αναποδιάζω, μυγιάζομαι, ντροπιάζω, ταιριάζω, τεμπελιάζω
|
8
|
-της (-tis)
|
Myroblyt, myroblyte, αναγνώστης, απεργοσπάστης, ερρινότης, μυροβλύτης, ουρανοξύστης, πυκνωτής
|
8
|
-ώ (-ó)
|
-άω, -ω, αεροφωτογραφίζω, ανησυχώ, αξιολογώ, κυκλοφορώ, φωτογραφίζω, χρονολογώ
|
8
|
γόνος (gónos)
|
fry, απόγονος, γένος, γεννάω, πρωτο-, πρωτόγονος, υδρο-, υδρογόνο
|
8
|
εξαντλώ (exantló)
|
consume, milk, wear out, αντλώ, καταβάλλω, ξεκωλιάζω, ξεκωλώνω, στραγγίζω
|
8
|
μειοψηφία (meiopsifía)
|
μειονοψηφία, μειοψηφίας, μειοψηφίες, μειοψηφιών, πλειονοψηφία, πλειονότητα, πλειοψηφία, ψήφος
|
8
|
σελήνη (selíni)
|
Moon, moon/translations, new moon, Σελήνη, ημισέληνος, πανσέληνος, σεληνάκατος, φεγγάρι
|
7
|
-μαντεία (-manteía)
|
-mancy, καφεμαντεία, μάντης, μαντεία, νεκρομαντεία, τεϊομαντεία, χαρτομαντεία
|
7
|
-ουργός (-ourgós)
|
αμαξουργός, δημιουργός, ξυλουργός, οπλουργός, σιδηρουργός, ταπητουργός, ταχυδακτυλουργός
|
7
|
ασυζητητί (asyzitití)
|
indisputably, undeniably, unquestionably, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα, αναντίρρητα, συζητάω
|
7
|
παραβάζω (paravázo)
|
βάζω, παραέβαλα, παραβάλετε, παραβάλομε, παραβάλουμε, παραβάλτε, παραβάλω
|
7
|
πληγή (pligí)
|
pest, plague, pliyii, sore, wound, πλήττω, πληγώνω
|
7
|
σαχλός (sachlós)
|
corny, insipid, ludicrous, schmaltzy, silly, soppy, σαχλαμάρα
|
7
|
τρομακτικός (tromaktikós)
|
dreadful, fearful, frightening, scary, terrifying, τρομερός, τρόμος
|
7
|
φρουρός (frourós)
|
guard, guardian, sentinel, soldier, watch, φρουρά, φύλακας
|
7
|
φωτο- (foto-)
|
photo-, φωτοαντίγραφο, φωτοβολίδα, φωτογραφία, φωτονεφέλη, φωτοτυπία, φωτόσπαθο
|
6
|
-εια (-eia)
|
ακρίβεια, ασθένεια, ασυνέχεια, μονομέρεια, περιφέρεια, πολυμέρεια
|
6
|
Σταυράκης (Stavrákis)
|
Stavarache, Stavarachi, Stavrache, Stravrache, Stăvărache, Stăvărachi
|
6
|
διαμόρφωση (diamórfosi)
|
format, modulation, διάρθρωση, διαμορφώνω, διαμορφώσεις, μόρφωση
|
6
|
θανατηφόρος (thanatifóros)
|
-φόρος, baneful, killer, lethal, pernicious, θανατηφόρος
|
6
|
καλομαθαίνω (kalomathaíno)
|
coddle, indulge, pamper, spoil, καλομαθημένος, μαθαίνω
|
6
|
κατέχω (katécho)
|
master, possess, έχω, απαγάγω, κάτοχος κάρτας, ξέρω
|
6
|
καταγωγή (katagogí)
|
ancestry, background, birth, line, origin, κατ-
|
6
|
καταδέχομαι (katadéchomai)
|
catadicsi, condescend, deign, ακατάδεχτος, ακαταδεξία, δέχομαι
|
6
|
κατορθώνω (katorthóno)
|
achieve, attain, manage, succeed, κατόρθωμα, ορθώνω
|
6
|
κληρονομιά (klironomiá)
|
clironomie, inheritance, legacy, patrimony, κληρονομώ, κληρονόμος
|
6
|
λαχταρώ (lachtaró)
|
ache for, crunch, hunger, itch, long/translations, yearn
|
6
|
μειωτικός (meiotikós)
|
derogatory, diminutive, disparaging, meiotic, pejorative, μειωτ.
|
6
|
μπολιάζω (boliázo)
|
εμβολιάζω, κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, κουτσομπόλα, κουτσομπόλης, μπόλι
|
6
|
ξεπερασμένος (xeperasménos)
|
obsolete, out of date, outdated, rusty, stale, αραχνιασμένος
|
6
|
παύση (páfsi)
|
hiatus, pause, rest, παυσίπονο, παύω, παῦσις
|
6
|
πενία (penía)
|
indigence, penury, ένδεια, αδεκαρία, ανέχεια, φτώχια
|
6
|
προβάλλω (provállo)
|
-έας, display, project, βάλλω, ξεπροβάλλω, προβολέας
|
6
|
πρόβλεψη (próvlepsi)
|
contemplation, forecast, prediction, provision, βλέπω, προβλέπω
|
6
|
ρετσίνι (retsíni)
|
resina, retsina, ρετσίνα, رجينة, رچینه, ῥητίνη
|
6
|
σαΐτα (saḯta)
|
arrow, sagitta, shuttle, βέλος, κερκίδα, τόξο
|
6
|
σαθρός (sathrós)
|
rickety, rotten, αποσαθρώνομαι, αποσαθρώνω, κλούβιος, σάπιος
|
6
|
συνένωση (synénosi)
|
combination, concatenation, join, συμφυρμός, σύναψη, σύνδεση
|
6
|
τριάδα (triáda)
|
-άδα, leash, triad, trinity, τρία, τρίο
|
6
|
υποστηρίζω (ypostirízo)
|
bolster, countenance, second, αλληλοϋποστηρίζομαι, αντιστυλώνω, είμαι
|
6
|
υποφέρω (ypoféro)
|
ache, anguish, go through, suffer, φέρω, χτικιάζω
|
6
|
φάση (fási)
|
phase, stage, step, αντίφαση, περίοδος, φάσις
|
6
|
φθορά (fthorá)
|
attrition, corrosion, dilapidation, fatigue, δολιοφθορά, φθορά
|
6
|
χαιρετίζω (chairetízo)
|
cheer, heretisanje, salute, χαίρομαι, χαίρω, χαιρετάω
|
6
|
ωφέλεια (oféleia)
|
benefit, κέρδος, ωφελώ, όφελος, ὀφείλω, ὠφέλεια
|
5
|
-άκιας (-ákias)
|
-άκι, γυαλάκιας, κορτάκιας, ματάκιας, πρεζάκιας
|
5
|
-αρος (-aros)
|
-άκι, -άρα, -άρας, -αράς, μούναρος
|
5
|
-ιμος (-imos)
|
βάσιμος, γνώριμος, μόνιμος, νόμιμος, χρήσιμος
|
5
|
-ινός (-inós)
|
καλοκαιρινός, κοντινός, πισινός, πρωινός, φθινοπωρινός
|
5
|
-ομαι (-omai)
|
-ω, απεκδύομαι, νοστιμεύω, σιχαίνομαι, υποπτεύομαι
|
5
|
-ως (-os)
|
-ly, ίσως, επανειλημμένως, ιδιαιτέρως, οικειοθελώς
|
5
|
Νικολαΐδης (Nikolaḯdis)
|
Neculaide, Nicholson, Nicolaide, Niculaide, Νικολαΐδης
|
5
|
έμπνευση (émpnefsi)
|
afflatus, inspiration, εμπνέω, εμπνευσμένα, εμπνευσμένος
|
5
|
ίδρυση (ídrysi)
|
establishment, foundation, ιδρύω, καθιδρύω, ἵδρυσις
|
5
|
απροειδοποίητος (aproeidopoíitos)
|
ανειδοποίητος, απροειδοποίητα, ειδοποιώ, προειδοποιημένος, προειδοποιώ
|
5
|
γνήσιος (gnísios)
|
genuine, legitimate, ακίβδηλος, απαραποίητος, αυθεντικός
|
5
|
δερβίσης (dervísis)
|
Dervish, dervish, derviş, dlgwš, درویش
|
5
|
δευτεραγωνιστής (defteragonistís)
|
δευτεραγωνιστές, δευτεραγωνιστή, δευτεραγωνιστών, δεύτερος, πρωταγωνιστής
|
5
|
διαβιβάζω (diavivázo)
|
-βιβάζω, shuttle, διαβάζω, διαμηνύω, παραγγέλλω
|
5
|
διαυγής (diavgís)
|
clear, translucent, αθόλωτος, διαφανής, διαύγεια
|
5
|
διερμηνεύω (dierminévo)
|
interpret, διερμηνέας, διερμηνευτής, διερμηνεύτρια, ερμηνεύω
|
5
|
διοίκηση (dioíkisi)
|
command, management, regime, διοίκησις, μάνατζμεντ
|
5
|
ενήλικος (enílikos)
|
adult, ενηλικιώνομαι, ηλικία, μεγάλος, μωρό
|
5
|
ενδεχόμενο (endechómeno)
|
chance, contingency, contingent, likelihood, ενδέχεται
|
5
|
ενεργούμενο (energoúmeno)
|
energumen, instrument, pawn, tool, ενεργούμενος
|
5
|
ενημερώνω (enimeróno)
|
brief, fill in, keep someone posted, update, ενημέρωση
|
5
|
επίδραση (epídrasi)
|
effect, αλληλεπίδραση, επήρεια, επιδράσεις, επιδρώ
|
5
|
επανάληψη (epanálipsi)
|
epanalepsis, repetition, ανεπανάληπτος, επαναλαμβάνω, επανειλημμένος
|
5
|
επικάλυψη (epikálypsi)
|
overlap, topping, επικαλύπτω, επικαλύψεις, κάλυψη
|
5
|
επιμελής (epimelís)
|
assiduous, careful, meticulous, mindful, επιμέλεια
|
5
|
ευχάριστος (efcháristos)
|
pleasant, ευχαριστία, ευχαριστημένος, ευχαριστούμε, ευχαριστώ
|
5
|
εύγε (évge)
|
hurrah, way to go, well done, αίσχος, ντροπή
|
5
|
εύθυμος (éfthymos)
|
gay, Ευθυμία, άκεφος, ευθυμία, κεφάτος
|
5
|
ζευγάρωμα (zevgároma)
|
coupling, mating, sexual intercourse, ζευγάρι, συνουσία
|
5
|
ζημία (zimía)
|
damage, injury, ζημιώνω, κέρδος, όφελος
|
5
|
θρήσκος (thrískos)
|
pious, religious, θρησκεία, θρησκόληπτος, θρῆσκος
|
5
|
ιδιότροπος (idiótropos)
|
fussy, wayward, ανάποδος, δύσκολος, παράξενος
|
5
|
ιμάντας (imántas)
|
band, belt, strap, κεμέρι, ἱμάς
|
5
|
ισχυρή (ischyrí)
|
ισχυρή αλληλεπίδραση, ισχυρή δύναμη, ισχυρή πυρηνική αλληλεπίδραση, ισχυρή πυρηνική δύναμη, ισχυρός
|
5
|
ισχυρογνωμοσύνη (ischyrognomosýni)
|
obduracy, obstinacy, stubbornness, γινάτι, πείσμα
|
5
|
κάνναβη (kánnavi)
|
cannabis, cãnavi, hemp, κάνναβις, χασίς
|
5
|
καίτοι (kaítoi)
|
albeit, but, though, while, αν και
|
5
|
κακομαθημένος (kakomathiménos)
|
spoiled, spoilt, καλομαθημένος, μαθαίνω, μαθημένος
|
5
|
κακομοίρης (kakomoíris)
|
poor, καημένος, καλομοίρης, μοίρα, ταλαίπωρος
|
5
|
κατάπληξη (katáplixi)
|
amazement, astonishment, awe, disbelief, καταπληκτικός
|
5
|
καταπλήσσω (kataplísso)
|
amaze, astound, awe, flabbergast, καταπληκτικός
|
5
|
κοσμικός (kosmikós)
|
cosmic, mundane, secular, worldly, κόσμος
|
5
|
κουρσεύω (koursévo)
|
pillage, pirate, plunder, sack, κουρσάρος
|
5
|
κριτής (kritís)
|
critic, judge, referee, κρίνω, κριτής
|
5
|
κύων (kýon)
|
Μέγας Κύων, Μικρός Κύων, κυνικός, κύων, σκύλος
|
5
|
λαβίδα (lavída)
|
forceps, tweezers, λαβίς, μασιά, τσιμπίδα
|
5
|
λανθασμένος (lanthasménos)
|
erroneous, wrong, λάθος, λανθασμένα, λανθασμένως
|
5
|
λεγόμενος (legómenos)
|
so-called, άπαξ λεγόμενον, αμφι-, δήθεν, λέω
|
5
|
λεηλατώ (leïlató)
|
loot, pillage, plunder, sack, διαγουμίζω
|
5
|
λογοδιάρροια (logodiárroia)
|
logorrhea, verbal diarrhea, διάρροια, διαρρέω, λόγος
|
5
|
μελαγχολία (melancholía)
|
gloom, melancholy, melancolie, milanculii, მელანქოლია
|
5
|
μεταμορφώνω (metamorfóno)
|
transform, turn into, μεταμορφόω, μεταμόρφωση, μορφή
|
5
|
μηνάω (mináo)
|
αμήνυτος, διαμηνύω, μήνυμα, μηνύω, προμηνύω
|
5
|
μισητός (misitós)
|
heinous, invidious, αγαπημένος, μισημένος, μισώ
|
5
|
μπροστινός (brostinós)
|
forward, front, διπλανός, εμπρός, μπροστά
|
5
|
μυρώνω (myróno)
|
anoint, mirosi, njurzescu, μυροβλυσία, μυρωμένος
|
5
|
ξεχείλισμα (xecheílisma)
|
outpouring, overflow, ξεχειλίζω, υπερχείλιση, χείλος
|
5
|
παλαμίδα (palamída)
|
Atlantic bonito, bonito, palamut, pălămidă, بلوط
|
5
|
παρήγορος (parígoros)
|
απαραμύθητος, απαρηγόρητος, παρηγορημένος, παρηγοριά, παρηγορώ
|
5
|
παραγωγή (paragogí)
|
deduction, production, αποκοπή, επαγωγή, μαζικός
|
5
|
παρωνύμιο (paronýmio)
|
cognomen, επωνυμία, παρατσούκλι, πατρωνυμικός, όνομα
|
5
|
περιβάλλω (perivállo)
|
encompass, envelop, βάλλω, περιβόλι, περικλείω
|
5
|
ποθώ (pothó)
|
desire, hunger, love/translations, lust, θέλω
|
5
|
προθεσμία (prothesmía)
|
deadline, βραχυ-, βραχυπρόθεσμος, εκ-, μακροπρόθεσμος
|
5
|
προσαρμογή (prosarmogí)
|
adaptation, adjustment, mode, orientation, προσαρμόζω
|
5
|
προσβάλλω (prosvállo)
|
affect, insult, outrage, βάλλω, προσβολή
|
5
|
πρόνοια (prónoia)
|
foresight, pronoia, providence, welfare, προσοχή
|
5
|
πρόσκληση (prósklisi)
|
call, encore, invitation, invite, προσκαλώ
|
5
|
πρόστυχος (próstychos)
|
ignoble, lewd, nasty, vile, vulgar
|
5
|
πυγή (pygí)
|
έδρα, κωλοτρυπίδα, κώλος, πηγή, πρωκτός
|
5
|
πόθος (póthos)
|
craving, desire, hunger, πόθος, πόθους
|
5
|
ρύθμιση (rýthmisi)
|
adjustment, disposition, mode, regulation, έλεγχος
|
5
|
σαφής (safís)
|
definite, explicit, perspicuous, unambiguous, unequivocal
|
5
|
σεβαστός (sevastós)
|
revered, ευσέβαστος, σέβας, σέβομαι, σεβασμός
|
5
|
στήνω (stíno)
|
fix, pitch, rig, set, συστήνω
|
5
|
σταυρώνω (stavróno)
|
cross, crucify, stãvrusescu, σταυρός, σταύρωση
|
5
|
στεναχωρεμένος (stenachoreménos)
|
στεναχωρημένος, στεναχωριέμαι, στεναχωρούμαι, στενοχωρημένος, στενοχωρώ
|
5
|
στενοχωρεμένος (stenochoreménos)
|
στεναχωρημένος, στενοχωρημένος, στενοχωριέμαι, στενοχωρούμαι, στενοχωρώ
|
5
|
στύλος (stýlos)
|
pillar, post, shaft, stanchion, style
|
5
|
συνάντηση (synántisi)
|
date, encounter, tryst, αντάμωμα, συναντάω
|
5
|
συναγωνισμός (synagonismós)
|
competition, contest, άμιλλα, ανταγωνισμός, αντιπαλότητα
|
5
|
συνεπώς (synepós)
|
consequently, άρα, επομένως, συνεπής, ώστε
|
5
|
συνουσιάζομαι (synousiázomai)
|
have sex, sex/translations, γαμάω, κοιμάμαι, πηδάω
|
5
|
συντηρητικός (syntiritikós)
|
conservative, preservative, right, ακροδεξιός, συντηρώ
|
5
|
σφάζω (sfázo)
|
-ιμο, butcher, slaughter, σφάξιμο, σφαγή
|
5
|
σόφισμα (sófisma)
|
sophism, sophistry, σοφία, σοφός, σόφισμα
|
5
|
σύζευξη (sýzefxi)
|
conjugation, conjunction, connection, coupling, union
|
5
|
τέχνασμα (téchnasma)
|
device, subterfuge, wile, απάτη, κομπίνα
|
5
|
τήκω (tíko)
|
fuse, melt, αναλώ, λιώνω, χύνω
|
5
|
τίς (tís)
|
τίνα, τίνι, τίνος, τίνων, τίσι
|
5
|
ταξινόμηση (taxinómisi)
|
breakdown, categorization, classification, ranking, taxonomy
|
5
|
τιποτένιος (tipoténios)
|
nobody, paltry, trivial, worthless, τίποτε
|
5
|
τόμος (tómos)
|
book/translations, tome, volume, τ., τομ.
|
5
|
υποβάλλω (ypovállo)
|
subject, submit, βάλλω, καταθέτω, παρουσιάζω
|
5
|
υπό (ypó)
|
below, under, υπό κατάληψη, υπόκοσμος, υπόσχομαι
|
5
|
φανατικός (fanatikós)
|
bigoted, fanatic, fanatical, idolatrous, rabid
|
5
|
φλαμούρι (flamoúri)
|
ash, basswood, flamma, linden, فلامور
|
5
|
φοβισμένος (fovisménos)
|
fearful, scared, έντρομος, τρομαγμένος, φόβος
|
5
|
φρικτός (friktós)
|
awful, gruesome, terrible, απαίσιος, υπέροχος
|
5
|
φυγή (fygí)
|
flight, fugue, τρέπω, φεύγω, φυγάς
|
5
|
φυσίγγιο (fysíngio)
|
cartridge, shell, σφαίρα, φυσάω, فشنگ
|
5
|
χαρίζω (charízo)
|
-έας, gift, treat, χάρισμα, χαρίζω
|
5
|
χειρίζομαι (cheirízomai)
|
pilot, treat, wield, χειρ, χειριστής
|
5
|
χτυπητός (chtypitós)
|
garish, loud, χτυπάω, χτυπητό αβγό, χτυπητό αυγό
|
5
|
χυδαίος (chydaíos)
|
vile, vulgar, vulgarian, αγενής, χυδαῖος
|
5
|
ωδή (odí)
|
ode, νυχτωδία, οδοί, τραγούδι, ᾠδή
|
5
|
ων (on)
|
αισώπειος, απαισιόμορφος, είμαι, ον, όντας
|
4
|
-άρι (-ári)
|
-αράς, -αριά, κεφαλάρι, μανιτάρι
|
4
|
-ίδι (-ídi)
|
βρισίδι, κοψίδι, πριονίδι, τσιτσίδι
|
4
|
-αίος (-aíos)
|
-ιος, αναγκαίος, συριζαίος, τελευταίος
|
4
|
-ακός (-akós)
|
-ac, ενεργειακός, περιφερειακός, φατνιακός
|
4
|
-η (-i)
|
-s, άμπωτη, διήθηση, υπόψη
|
4
|
-ι (-i)
|
κεσέμι, παραθύρι, πεσκίρι, χαμσίνι
|
4
|
-μάρα (-mára)
|
κουταμάρα, σαχλαμάρα, σηκωμάρα, χαζομάρα
|
4
|
-μός (-mós)
|
βρασμός, διακαμός, ενθουσιασμός, λογαριασμός
|
4
|
-πόδαρο (-pódaro)
|
βατραχοπόδαρο, καρεκλοπόδαρο, λαγοπόδαρο, ξυλοπόδαρο
|
4
|
-ς (-s)
|
-άρας, κετσές, μπαμπάς, σοφάς
|
4
|
-τήρας (-tíras)
|
-τήρ, αναπτήρας, ανελκυστήρας, εκχιονιστήρας
|
4
|
-τής (-tís)
|
ακροατής, δικαστής, εκμισθωτής, θηριοδαμαστής
|
4
|
;
|
question mark, πως σε λένε, τι δέον γενέσθαι, τι ώρα είναι
|
4
|
Αρμάνος (Armános)
|
Aromanian, armãn, Βλάχος, βλάχος
|
4
|
Γιούνη (Gioúni)
|
Ιουνίου, Ιούνη, Ιούνιε, Ιούνιο
|
4
|
Δημοκρατία (Dimokratía)
|
Δημοκρατία της Ιρλανδίας, Δημοκρατία της Κίνας, Δημοκρατία της Κορέας, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
|
4
|
Ελληνική Δημοκρατία (Ellinikí Dimokratía)
|
Hellas, Hellenic Republic, Ελλάς, 音訳
|
4
|
Ευφράτης (Effrátis)
|
Euphrates, Εὐφράτης, 𐎢𐎳𐎼𐎠𐎬𐎢, 𒀀𒇉𒌓𒄒𒉣
|
4
|
Ηπειρώτης (Ipeirótis)
|
Epirote, ipirot, Ήπειρος, Ἠπειρώτης
|
4
|
Θεέ μου (Theé mou)
|
by God, oh dear, oh my God, Θεός
|
4
|
Ιερεμίας (Ieremías)
|
Jeremiah, ירמיה, Ἰερεμίας, Ἱερεμίας
|
4
|
Ισλάμ (Islám)
|
-ίστρια, -ιστής, Islam, Μωάμεθ
|
4
|
Κούλα (Koúla)
|
Άγγελος, Βάσω, Βίκυ, Βασιλική
|
4
|
Κωνσταντάκης (Konstantákis)
|
Constanadache, Constandache, Costandache, Costandachi
|
4
|
Μέλισσα (Mélissa)
|
Melis, Melisa, Melissa, Μέλισσα
|
4
|
Οχτώβρη (Ochtóvri)
|
Οκτωβρίου, Οκτώβρη, Οκτώβριε, Οκτώβριο
|
4
|
Πανταζής (Pantazís)
|
Pantaze, Pantazi, Pantazie, Pantaziu
|
4
|
Σμαραγδάκης (Smaragdákis)
|
Smarandache, Smărăndache, Zmarandache, Zmărândache
|
4
|
Σπυρίδων (Spyrídon)
|
Dealul Spirii, Spiridon, Spiru, Spyridon
|
4
|
Τίγρης (Tígris)
|
Idiglat, Τίγρης, 𐎫𐎡𐎥𐎼𐎠, 𒀀𒇉𒈦𒄘𒃼
|
4
|
Τίγρητας (Tígritas)
|
Idiglat, Τίγρης, 𐎫𐎡𐎥𐎼𐎠, 𒀀𒇉𒈦𒄘𒃼
|
4
|
άρνηση (árnisi)
|
declination, denial, negation, αρνούμαι
|
4
|
έγκυρος (égkyros)
|
valid, εγ-, εγκυρότητα, ενημέρωση
|
4
|
έκκριση (ékkrisi)
|
discharge, secretion, απέκκριση, απόκριμα
|
4
|
έκσταση (ékstasi)
|
ecstasy, rapture, στάση, ἔκστασις
|
4
|
έλασμα (élasma)
|
foil, lamina, plate, ἔλασμα
|
4
|
ίζημα (ízima)
|
deposit, precipitate, κατακάθι, ἵζημα
|
4
|
αιμο- (aimo-)
|
αιμοληψία, αιμορραγία, αιμορραγώ, αιμοφιλία
|
4
|
αποκλήωση (apoklíosi)
|
αποκλήρωσης, αποκληρώσεις, αποκληρώσεων, αποκληρώσεως
|
4
|
αποστάτρια (apostátria)
|
apostate, renegade, αποστάτης, αποστάτισσα
|
4
|
αποχαιρετισμός (apochairetismós)
|
adieu, farewell, goodbye, υποδοχή
|
4
|
απρέπεια (aprépeia)
|
impertinence, ασέβεια, γαϊδουριά, πουστιά
|
4
|
απρόβλεπτος (apróvleptos)
|
casual, unforeseeable, unforeseen, βλέπω
|
4
|
αρχέγονος (archégonos)
|
primeval, primitive, primordial, απόγονος
|
4
|
ασάφεια (asáfeia)
|
abstruseness, obscurity, αοριστία, αοριστολογία
|
4
|
ασύμφωνος (asýmfonos)
|
ασυμβίβαστος, συμφωνημένος, συμφωνώ, φωνή
|
4
|
ατελής (atelís)
|
imperfect, inchoate, incomplete, ατελείωτος
|
4
|
αυτοδημιούργητος (aftodimioúrgitos)
|
self-caused, self-made, δημιουργημένος, δημιουργός
|
4
|
βολή (volí)
|
shot, βάλλω, σουτ, ταχυ-
|
4
|
βραχύς (vrachýs)
|
brief, βραχυπρόθεσμος, βραχύχρονος, κοντός
|
4
|
βρομιά (vromiá)
|
βρομάω, βρομο-, βρόμη, βρόμικος
|
4
|
γενναιότητα (gennaiótita)
|
courage, fortitude, θάρρος, κουράγιο
|
4
|
γεωγραφικό μήκος (geografikó míkos)
|
longitude, γεωγραφικό, γεωγραφικός, μήκος
|
4
|
γεωγραφικό πλάτος (geografikó plátos)
|
latitude, γεωγραφικό, γεωγραφικός, πλάτος
|
4
|
γηρατειά (girateiá)
|
age, old age, γεράματα, νιάτα
|
4
|
γιαρκόν (giarkón)
|
giargone, jargon, jargoon, زرقون
|
4
|
γινόμενο (ginómeno)
|
cross, product, γεννημένος, μειωτέος
|
4
|
γοητευμένος (goïtevménos)
|
charmed, αγοήτευτος, γοητεία, γοητεύω
|
4
|
γυάλα (gyála)
|
jar, γυαλί, δοχείο, θερμοκοιτίδα
|
4
|
δίωξη (díoxi)
|
action, persecution, διώκω, διώχνω
|
4
|
δειλινό (deilinó)
|
evening, αυγή, χάραμα, χαραυγή
|
4
|
δειλός (deilós)
|
coward, cowardly, yellow, θαρραλέος
|
4
|
δεξιόστροφος (dexióstrofos)
|
clockwise, dextrorotatory, αριστερόστροφος, στρέφω
|
4
|
δηκτικός (diktikós)
|
mordant, pungent, snarky, δεικτικός
|
4
|
διάσπαση (diáspasi)
|
chasm, decomposition, fission, διασπώ
|
4
|
διάταγμα (diátagma)
|
declaration, edict, απόφαση, διαταγή
|
4
|
διάταξη (diátaxi)
|
array, disposition, layout, διάρθρωση
|
4
|
διάφραγμα (diáfragma)
|
septum, shutter, διάφραγμα, φράζω
|
4
|
διαβολάκι (diavoláki)
|
imp, pickle, urchin, διάβολος
|
4
|
διαγούμισμα (diagoúmisma)
|
pillage, plunder, sack, διαγουμίζω
|
4
|
διαγράφω (diagráfo)
|
black out, cancel, delete, strike
|
4
|
διαγραφή (diagrafí)
|
deletion, αντιγραφή, αποκοπή, επικόλληση
|
4
|
διαδίδω (diadído)
|
δίδω, εξάγω, εξαγωγή, προϊόν
|
4
|
διακεκομμένος (diakekomménos)
|
discontinuous, intermittent, διακόπτω, κόβω
|
4
|
διασκευή (diaskeví)
|
cover version, remix, revision, διασκευάζω
|
4
|
διαστρέφω (diastréfo)
|
belie, distort, garble, στρέφω
|
4
|
διαχείριση (diacheírisi)
|
administration, management, διαχειρίζομαι, μάνατζμεντ
|
4
|
διαχωρισμός (diachorismós)
|
demarcation, severance, απαρτχάιντ, χωρίζω
|
4
|
διεισδύω (dieisdýo)
|
infiltrate, percolate, pierce, δύω
|
4
|
διευκολύνω (diefkolýno)
|
ease, expedite, facilitate, εύκολος
|
4
|
διπλώνω (diplóno)
|
collapse, fold, δίπλα, δίπλωμα
|
4
|
δισταγμός (distagmós)
|
hesitation, indecision, αναποφασιστικότητα, διστακτικός
|
4
|
διχόνοια (dichónoia)
|
dihonie, discord, division, faction
|
4
|
διωγμός (diogmós)
|
persecution, αποδιωγμός, διώκω, διώχνω
|
4
|
δυσφημώ (dysfimó)
|
αβανεύω, αβανιάζω, κακολογώ, φημίζομαι
|
4
|
εγκωμιάζω (egkomiázo)
|
praise, ανεγκωμίαστος, εξαίρω, μαλώνω
|
4
|
εγκύκλιος (egkýklios)
|
circular, circular letter, flyer, ἐγκύκλιος
|
4
|
εισαγωγικός (eisagogikós)
|
introductory, εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγικά
|
4
|
εκκαθάριση (ekkathárisi)
|
liquidation, purge, settlement, ανεκκαθάριστος
|
4
|
εκκρίνω (ekkríno)
|
secrete, απεκκρίνω, αποκρίνω, κρίνω
|
4
|
εκλεκτός (eklektós)
|
elect, fine, prime, the one
|
4
|
εκπυρσοκροτώ (ekpyrsokrotó)
|
discharge, go off, κροτώ, κρότος
|
4
|
εκρήγνυμαι (ekrígnymai)
|
burst, explode, go off, έκρηξη
|
4
|
ελεεινός (eleeinós)
|
deplorable, disgraceful, forlorn, wretched
|
4
|
ενήλικας (enílikas)
|
adult, major, ενηλικιώνομαι, ηλικία
|
4
|
ενδεχόμενος (endechómenos)
|
susceptible, ενδέχεται, ενδεχομένως, πιθανός
|
4
|
ενεργός (energós)
|
active, απενεργοποίηση, ενέργεια, ενεργοποιώ
|
4
|
ενσωματωμένος (ensomatoménos)
|
baked-in, built-in, embedded, onboard
|
4
|
εντυπωσιάζω (entyposiázo)
|
impress, strike, εντυπωσιακός, εντύπωση
|
4
|
εντός (entós)
|
in/translations, within, έξω, μέσα
|
4
|
εξάλειψη (exáleipsi)
|
elimination, suppression, αλείφω, εξαλείφω
|
4
|
εξασκώ (exaskó)
|
bring to bear, train, ασκώ, εξάσκηση
|
4
|
εξοντώνω (exontóno)
|
exterminate, αλληλοεξοντωτικός, εξοντωτικός, συντρίβω
|
4
|
εξοργίζω (exorgízo)
|
exasperate, infuriate, provoke, θυμώνω
|
4
|
επανασυνδέω (epanasyndéo)
|
αποσυνδέω, δέω, επανα-, συνδέω
|
4
|
επανδρώνω (epandróno)
|
crew, man/translations, staff, παντρεύω
|
4
|
επανορθώνω (epanorthóno)
|
retrieve, ανεπανόρθωτος, επανόρθωση, ορθώνω
|
4
|
επενδύω (ependýo)
|
δύω, επένδυση, επενδυτής, επενδύτης
|
4
|
επιβεβαίωση (epivevaíosi)
|
attestation, confirmation, corroboration, declaration
|
4
|
επιδεξιότητα (epidexiótita)
|
ability, adroitness, dexterity, skill
|
4
|
επικαλούμαι (epikaloúmai)
|
appeal, invoke, quote, καλώ
|
4
|
επιούσιος (epioúsios)
|
daily bread, living, ουσία, ἐπιούσιος
|
4
|
επιπροσθέτως (epiprosthétos)
|
additionally, besides, in addition, on top of
|
4
|
επιστασία (epistasía)
|
supervision, επιβλέπω, επιστάτης, επιστάτρια
|
4
|
επιτομή (epitomí)
|
abstract, compendium, digest, epitome
|
4
|
ερωτευμένος (erotevménos)
|
amorous, in love, ερωτεύομαι, μπούνια
|
4
|
ευ- (ef-)
|
ευαγγελίζομαι, ευεπηρέαστος, ευθυμία, εύκολος
|
4
|
ευνουχίζω (evnouchízo)
|
castrate, neuter, ευνουχισμός, στειρώνω
|
4
|
ευπρεπίζω (efprepízo)
|
groom, ανθρωπεύω, πρέπει, πρέπω
|
4
|
ευχέτης (efchétis)
|
ευχή, ευχετήριος, ευχετικός, εύχομαι
|
4
|
ευωχία (evochía)
|
banquet, feast, glee, wassail
|
4
|
εχεμύθεια (echemýtheia)
|
discretion, reticence, secrecy, taciturnity
|
4
|
εύκαμπτος (éfkamptos)
|
flexible, pliable, resilient, κάμπτω
|
4
|
ζηλεμένος (zileménos)
|
αξιοζήλευτος, ζήλος, ζηλευτός, ζηλεύω
|
4
|
ζωντάνια (zontánia)
|
liveliness, vitality, ζωή, ζωντανός
|
4
|
ζωντανό (zontanó)
|
ζωή, ζωντανός, ζωντόβολο, ζώο
|
4
|
θαλασσοπούλι (thalassopoúli)
|
seabird, γλαροπούλι, θάλασσα, πουλί
|
4
|
θαλασσοταραχή (thalassotarachí)
|
θάλασσα, κλύδων, σάλος, ταράζω
|
4
|
θαλασσόλυκος (thalassólykos)
|
salt/translations, seadog, θάλασσα, λύκος
|
4
|
θεοσέβεια (theoséveia)
|
ασέβεια, ευσέβεια, σέβας, σέβομαι
|
4
|
θερμοπαρακαλώ (thermoparakaló)
|
εκλιπαρώ, ικετεύω, καλώ, παρακαλώ
|
4
|
θρέφω (thréfo)
|
έθρεψα, αναθρέφω, θράφηκα, θρεμμένος
|
4
|
θυρωρός (thyrorós)
|
concierge, doorman, θυρωρός, μπουάπης
|
4
|
ιπποδρόμιο (ippodrómio)
|
hippodrome, racecourse, racetrack, turf
|
4
|
κάλυμμα (kálymma)
|
hood, jacket, sleeve, καλύπτω
|
4
|
κάμψη (kámpsi)
|
inflection, push-up, κάμπτω, κάμψεις
|
4
|
κάφρος (káfros)
|
kaffir, philistine, κόπανος, كافر
|
4
|
κέδρος (kédros)
|
cedar, chedru, κέδρος, κεδρότσιχλα
|
4
|
καθυστερημένος (kathysteriménos)
|
moron, retard, slow, βλαμμένος
|
4
|
καθυστερώ (kathysteró)
|
detain, lag, procrastinate, υστερώ
|
4
|
κακομαθαίνω (kakomathaíno)
|
indulge, pamper, spoil, μαθαίνω
|
4
|
κακόκεφος (kakókefos)
|
άκεφος, κέφι, κακοκεφιά, κεφάτος
|
4
|
καρακάξα (karakáxa)
|
caragață, jackdaw, magpie, καρα-
|
4
|
καρό (karó)
|
diamond, diamonds, διαμάντι, κούπα
|
4
|
κατάλυση (katálysi)
|
catalysis, destruction, κατάλυσις, καταλύω
|
4
|
κατάρρευση (katárrefsi)
|
breakdown, collapse, καταρρέω, χείλος
|
4
|
καταδίωξη (katadíoxi)
|
chase, persecution, pursuit, καταδιώκω
|
4
|
καταδικάζω (katadikázo)
|
convict, reprobate, κατάδικος, κατα-
|
4
|
κατασκευαστής (kataskevastís)
|
constructor, maker, manufacturer, κατασκευάζω
|
4
|
κατεβάζω (katevázo)
|
download, lower, ανεβάζω, βάζω
|
4
|
κατεστημένο (katestiméno)
|
establishment, καθεστώς, καθιστώ, κατεστημένος
|
4
|
καυστικός (kafstikós)
|
acid, caustic, mordant, pungent
|
4
|
καφάσι (kafási)
|
lattice, قفس, قفص, ܩܦܣܐ
|
4
|
κερασός (kerasós)
|
cereja, kirsikka, kirsuber, sareza
|
4
|
κιλίμι (kilími)
|
kilim, κάλυμμα, كلیم, گلیم
|
4
|
κλητός (klitós)
|
καλώ, κλίνω, συγκλητικός, σύγκλητος
|
4
|
κοιλότητα (koilótita)
|
cavity, hollow, loculus, κοιλιά
|
4
|
κοινοποίηση (koinopoíisi)
|
carbon, notice, έκδοση, αναδημοσίευση
|
4
|
κοινότοπος (koinótopos)
|
hackneyed, mundane, prosaic, trite
|
4
|
κομματιάζω (kommatiázo)
|
fragment, shred, κομμάτι, συντρίβω
|
4
|
κουκουνάρι (koukounári)
|
-αριά, coconar, cone, pinecone
|
4
|
κουτάκι (koutáki)
|
box, δοχείο, κιβώτιο, κουτί
|
4
|
κρέμομαι (krémomai)
|
κρεμάω, κρεμιέμαι, κρεμώ, χείλη
|
4
|
κυριαρχία (kyriarchía)
|
chiriarhie, preponderance, sovereignty, supremacy
|
4
|
κωδικοποίηση (kodikopoíisi)
|
codification, encoding, κωδικοποιώ, χαρακτήρας
|
4
|
κόλακας (kólakas)
|
adulator, courtier, sycophant, σφουγγοκωλάριος
|
4
|
κόλληση (kóllisi)
|
κολλάω, κόλλα, κόλλημα, οξυγονοκόλληση
|
4
|
κόψιμο (kópsimo)
|
cut, cutting, διάρροια, κόβω
|
4
|
κώλυμα (kólyma)
|
deadlock, hindrance, κωλύω, κόλλημα
|
4
|
λαμπερός (lamperós)
|
-ερός, bright, λάμπω, μουντός
|
4
|
λαμπρότητα (lamprótita)
|
glory, sheen, splendor, λάμπω
|
4
|
λαχτάρα (lachtára)
|
craving, hunger, itch, επιθυμία
|
4
|
λεγεώνα (legeóna)
|
league, legio, legion, λεγεών
|
4
|
λερωμένος (leroménos)
|
dirty, soiled, βρόμικος, λερώνω
|
4
|
λευκαίνω (lefkaíno)
|
bleach, whiten, λευκαντικό, λευκός
|
4
|
μάτσα (mátsa)
|
matcha, maça, μάτσο, ماچه
|
4
|
μαινόμενος (mainómenos)
|
furious, livid, rabid, μανία
|
4
|
μανέστρα (manéstra)
|
noodle, ζυμαρικό, κριθάρι, κριθαράκι
|
4
|
μανιώδης (maniódis)
|
geek, rabid, voracious, μανία
|
4
|
μεμψιμοιρώ (mempsimoiró)
|
cavil, γκρινιάζω, κλαίω, μέμφομαι
|
4
|
μεσολαβώ (mesolavó)
|
intercede, intermediate, intervene, mediate
|
4
|
μεταβάλλω (metavállo)
|
change, αμετάβλητος, βάλλω, γίνομαι
|
4
|
μεταλαμβάνω (metalamváno)
|
partake, take part, κοινωνώ, λαμβάνω
|
4
|
μετανιωμένος (metanioménos)
|
regretful, repentant, αμεταμέλητος, αμετανόητος
|
4
|
μετατροπή (metatropí)
|
μεταγραμματισμός, μεταγραφή, μετατρέπω, μετατροπέας
|
4
|
μηχανορραφία (michanorrafía)
|
intrigue, machination, scheme, μηχανή
|
4
|
μοίρασμα (moírasma)
|
διανομή, μοιράζω, μοιρασμένος, παράδοση
|
4
|
μοιραίος (moiraíos)
|
baneful, terminal, αναπόφευκτος, μοίρα
|
4
|
μοιρασιά (moirasiá)
|
distribution, μοιράζω, μοιρασμένα, μοιρασμένος
|
4
|
μοιχεύω (moichévo)
|
απατώ, βάζω κέρατα, κερατώνω, φοράω κέρατα
|
4
|
μπλέκω (bléko)
|
tangle, μπερδεύω, ξεμπλέκω, πλέκω
|
4
|
μπρος (bros)
|
από μπρος, εμπρός, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, μπροστά
|
4
|
νήπιο (nípio)
|
baby, infant, toddler, μωρό
|
4
|
ναζιάρικα (naziárika)
|
νάζι, ναζιάρα, ναζιάρης, ναζού
|
4
|
ναζιάρικος (naziárikos)
|
νάζι, ναζιάρα, ναζιάρης, ναζού
|
4
|
νεκροψία (nekropsía)
|
autopsy, necropsy, post mortem, νεκροτομή
|
4
|
νεοσσός (neossós)
|
chick, fledgling, αετόπουλο, νεοσσός
|
4
|
νεροσυρμή (nerosyrmí)
|
αυλάκι, αυλακιά, γράνα, συρμή
|
4
|
νοσηρός (nosirós)
|
morbidity, sick, unhealthy, φαντασία
|
4
|
νταηλίκι (ntaïlíki)
|
bravado, bullying, μαγκιά, τσαμπουκάς
|
4
|
ντιβάνι (ntiváni)
|
divan, dywʾn', دیوان, ṭuppum
|
4
|
νυσταγμένος (nystagménos)
|
drowsy, sleepy, ανύστακτος, νυστάζω
|
4
|
ξαφνιάζω (xafniázo)
|
startle, surprise, take aback, αιφνιδιάζω
|
4
|
ξεδιαλύνω (xedialýno)
|
riddle, διαλύω, λύνω, ξελύνω
|
4
|
ξεφωνίζω (xefonízo)
|
scream, κράζω, φωνάζω, φωνή
|
4
|
ονειροπόλος (oneiropólos)
|
daydreamer, dreamer, αιθεροβάτης, όνειρο
|
4
|
ουράνωση (ouránosi)
|
palatalization, ουρανικοποίηση, ουρανικός, υπερωικοποίηση
|
4
|
πάσσαλος (pássalos)
|
pale, post, stake, πάσσαλος
|
4
|
παθητικός (pathitikós)
|
receptive, ενεργητικός, μεσοπαθητικός, πάθος
|
4
|
παλάβρα (palávra)
|
palabra, parabla, parabola, παλαβός
|
4
|
παλιόπαιδο (paliópaido)
|
brat, urchin, κωλόπαιδο, σκατόπαιδο
|
4
|
παράλυση (parálysi)
|
palsy, paralysis, παράλυσις, παραλύω
|
4
|
παραμάνα (paramána)
|
nurse, safety pin, wet nurse, βαβά
|
4
|
παρανόμι (paranómi)
|
cognomen, handle, επωνυμία, παρατσούκλι
|
4
|
παραπατώ (parapató)
|
stagger, totter, waddle, πατάω
|
4
|
παρασύρω (parasýro)
|
lead astray, ξελογιάζω, σέρνω, σύρω
|
4
|
παρατηρώ (paratiró)
|
note, notice, observe, απαρατήρητος
|
4
|
παρεμβαίνω (paremvaíno)
|
interpose, step in, βαίνω, επεμβαίνω
|
4
|
παροχή (parochí)
|
flow, διανομή, παράδοση, παρέχω
|
4
|
παστρεύω (pastrévo)
|
pãstrescu, pãstrest, păstra, пастря
|
4
|
πατλιτζάνι (patlitzáni)
|
بادلجان, بادنجان, वातिगगम, वातिङ्गण
|
4
|
περασμένα ξεχασμένα (perasména xechasména)
|
let bygones be bygones, ξεχασμένος, περασμένα, περασμένος
|
4
|
περιεργάζομαι (periergázomai)
|
go over, scrutinize, εργάζομαι, περιέργεια
|
4
|
περιλαμβάνω (perilamváno)
|
compose, comprehend, encompass, λαμβάνω
|
4
|
περισπώμενος (perispómenos)
|
περισπωμένη, περισπωμένης, περισπωμένων, περισπώμενες
|
4
|
πηγαινοέρχομαι (pigainoérchomai)
|
shuttle, έρχομαι, πηγαίνω, πηγαινέλα
|
4
|
πικάντικος (pikántikos)
|
hot, spicy, tangy, αλμυρός
|
4
|
πλήγμα (plígma)
|
wound, πλήττω, πληγώνω, πλῆγμα
|
4
|
πλακίδιο (plakídio)
|
bar/translations, slate, tablet, tile
|
4
|
πλαστογραφώ (plastografó)
|
copy, counterfeit, forge, πλαστογραφία
|
4
|
πλατειάζω (plateiázo)
|
πλάτη, πλατεία, πλατιά, πλατύς
|
4
|
πλεκτάνη (plektáni)
|
machination, scheme, πλέκω, πλεκτάνη
|
4
|
πληκτικός (pliktikós)
|
boring, plictisi, ανιαρός, πλήττω
|
4
|
πνίξιμο (pníximo)
|
choking, drowning, suffocation, πνίγω
|
4
|
πολυλογία (polylogía)
|
circumlocution, garrulity, poliloghie, verbosity
|
4
|
πολυμαθής (polymathís)
|
erudite, learned, polymath, μαθαίνω
|
4
|
προαναφερθείς (proanafertheís)
|
above-mentioned, abovesaid, aforementioned, aforesaid
|
4
|
προζύμι (prozými)
|
sourdough, άζυμος, ζύμη, μαγιά
|
4
|
προικισμένος (proikisménos)
|
talented, well-endowed, ατάλαντος, ταλαντούχος
|
4
|
προσδιορίζω (prosdiorízo)
|
modify, set, specify, ορίζω
|
4
|
προσδοκία (prosdokía)
|
expectancy, expectation, προσδοκώ, προσδοκώμαι
|
4
|
προσευχητάριο (prosefchitário)
|
prayer book, εύχομαι, προσευχή, προσεύχομαι
|
4
|
προσφωνώ (prosfonó)
|
hail, style, φωνάζω, φωνή
|
4
|
πρωτομάρτυς (protomártys)
|
πρωτομάρτυρα, πρωτομάρτυρες, πρωτομάρτυρος, πρωτομαρτύρων
|
4
|
πρόληψη (prólipsi)
|
obviation, prevention, προλαμβάνω, προληπτικός
|
4
|
πτύω (ptýo)
|
fyt, pështyj, κατα-, φτύνω
|
4
|
πυθμένας (pythménas)
|
bed/translations, bottom, floor, πυθμήν
|
4
|
ρήγμα (rígma)
|
chasm, crack, split, χάσμα
|
4
|
ρευστό (refstó)
|
cash, fluid, ρευστός, χρήμα
|
4
|
ριψοκίνδυνος (ripsokíndynos)
|
daredevil, κίνδυνος, ρίπτω, ριψοκινδυνεύω
|
4
|
σανδάλι (sandáli)
|
sandal, πέδιλο, παπούτσι, σαγιονάρα
|
4
|
σατανικός (satanikós)
|
satanic, Σατανάς, κακός, σατανισμός
|
4
|
σελιδοποίηση (selidopoíisi)
|
layout, pagination, paging, σελίδα
|
4
|
σεντούκι (sentoúki)
|
chest, coffer, trunk, صندوق
|
4
|
σκαλιστήρι (skalistíri)
|
cultivator, ακουμπιστήρι, αξίνα, σκαλίζω
|
4
|
σκιάζω (skiázo)
|
cloud, shadow, σκιάχτρο, τρομάζω
|
4
|
σοφιστεία (sofisteía)
|
sophism, sophistry, σοφία, σοφός
|
4
|
σπήλαιο (spílaio)
|
cave, cove, fyell, спила
|
4
|
σπιτονοικοκύρης (spitonoikokýris)
|
landlord, εκμισθωτής, ενοικιαστής, σπίτι
|
4
|
στάλα (stála)
|
bead, dash, raindrop, ενσταλάζω
|
4
|
στέφανα (stéfana)
|
στέφω, στεφάνη, στεφάνι, φωτοστέφανο
|
4
|
στέφανο (stéfano)
|
στέφω, στεφάνη, στεφάνι, φωτοστέφανο
|
4
|
στέφανος (stéfanos)
|
Βόρειος Στέφανος, στέφω, στεφάνη, στεφάνι
|
4
|
στέψη (stépsi)
|
coronation, στέμμα, στέφω, στέψεις
|
4
|
στειρωτικός (steirotikós)
|
στείρος, στείρωση, στειρότητα, στειρώνω
|
4
|
στενοχώρια (stenochória)
|
θλίψη, μπελάς, στενοχωρώ, φασαρία
|
4
|
στηρίζω (stirízo)
|
affirm, αντιστηρίζω, αντιστυλώνω, στήριγμα
|
4
|
στραβός (stravós)
|
wrong, κουτσός, στρέφω, στραβώνω
|
4
|
στρείδι (streídi)
|
cockle, istiridye, oyster, stridie
|
4
|
στρόβιλος (stróvilos)
|
turbine, αεριοστρόβιλος, ανεμοστρόβιλος, στρέφω
|
4
|
συγγραφή (syngrafí)
|
συγγράφω, συγγραφής, συγγραφεί, συγγραφῆς
|
4
|
συγκάλυψη (sygkálypsi)
|
cover-up, dissimulation, secretion, κάλυψη
|
4
|
συζυγία (syzygía)
|
conjugation, syzygy, ζυγός, σύζυγος
|
4
|
συκοφαντία (sykofantía)
|
defamation, slander, συκοφάντης, φαντάζω
|
4
|
συκοφαντώ (sykofantó)
|
defame, slander, συκοφάντης, φαντάζω
|
4
|
συμβιβάζω (symvivázo)
|
-βιβάζω, compound, conciliate, reconcile
|
4
|
συμμετέχω (symmetécho)
|
participate, take part, έχω, μετέχω
|
4
|
συμμορία (symmoría)
|
bunch, crew, gang, ληστής
|
4
|
συμπρωταγωνιστής (symprotagonistís)
|
πρωταγωνιστής, συμπρωταγωνιστές, συμπρωταγωνιστή, συμπρωταγωνιστών
|
4
|
συναγωνίζομαι (synagonízomai)
|
αγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, συν-
|
4
|
συναδελφικότητα (synadelfikótita)
|
camaraderie, comradeship, fellowship, solidarity
|
4
|
συνομιλώ (synomiló)
|
chat, converse, discourse, talk
|
4
|
συνοπτικός (synoptikós)
|
brief, concise, succinct, synoptic
|
4
|
σχολαστικός (scholastikós)
|
fussy, pedant, pedantic, punctilious
|
4
|
σύγκλησις (sýgklisis)
|
συγκαλώ, συγκλητικός, σύγκληση, σύγκλητος
|
4
|
σύμφωνος (sýmfonos)
|
amenable, coherent, σύμφωνα, φωνή
|
4
|
τένοντας (ténontas)
|
tendon, αχίλλειος τένοντας, τένων, τείνω
|
4
|
τέϊον (téïon)
|
teh, thee, thé, 茶/derived terms
|
4
|
ταπεινός (tapeinós)
|
base, meek, modest, ταπεινότητα
|
4
|
ταράσσω (tarásso)
|
τάραξα, ταράζω, ταράχθηκα, ταράχτηκα
|
4
|
ταραχή (tarachí)
|
disorder, trouble, turmoil, ταράζω
|
4
|
τελείως (teleíos)
|
απολύτως, απόλυτα, εντελώς, τέλειος
|
4
|
τριταγωνιστής (tritagonistís)
|
πρωταγωνιστής, τριταγωνιστές, τριταγωνιστή, τριταγωνιστών
|
4
|
τρούφα (troúfa)
|
chocolate truffle, truffe, truffle, tuber
|
4
|
τρυπητός (trypitós)
|
perforated, τρυπάω, τρυπημένος, τρύπα
|
4
|
τρωγλοδύτης (troglodýtis)
|
troglodyte, wren, δύω, τρωγλοδύτης
|
4
|
τσαγκάρης (tsagkáris)
|
cobbler, shoemaker, tsãngar, παπουτσής
|
4
|
τσιμπίδι (tsimpídi)
|
cimbidh, cımbız, τσιμπάω, τσιμπίδα
|
4
|
υπνωτικός (ypnotikós)
|
hypnotic, soporific, ηρεμιστικός, καταπραϋντικός
|
4
|
υποδεικνύω (ypodeiknýo)
|
finger, recommend, δεικνύω, υπόδειξη
|
4
|
υπόδειγμα (ypódeigma)
|
pattern, standard, δείγμα, πρότυπο
|
4
|
υπόστρωμα (ypóstroma)
|
bed/translations, substratum, στρώνω, ὑπόστρωμα
|
4
|
υπόχρεος (ypóchreos)
|
obliged, υποχρέωση, υποχρεωτικός, υποχρεώνω
|
4
|
φάτσα (fátsa)
|
mug, μούρη, μούτρο, σκατο-
|
4
|
φευγαλέος (fevgaléos)
|
elusive, furtive, transient, φεύγω
|
4
|
φθίση (fthísi)
|
consumption, φθίσις, φυματίωση, χτικιό
|
4
|
φθηνά (fthiná)
|
for a song, next to nothing, τζάμπα, φθηνός
|
4
|
φθονερός (fthonerós)
|
covetous, envious, invidious, jealous
|
4
|
φλάμμουρος (flámmouros)
|
Flamur, flamur, flamură, flãmburã
|
4
|
φλαμουριά (flamouriá)
|
ash tree, basswood, flamma, linden
|
4
|
φλασκί (flaskí)
|
flasco, flask, μπουκάλι, τσίτσα
|
4
|
φορεσιά (foresiá)
|
φοράω, φόρεμα, فراجه, فرجية
|
4
|
φρούριο (froúrio)
|
castle, fortress, stronghold, φρουρά
|
4
|
χαλλούμι (challoúmi)
|
halloumi, ϩⲁⲗⲱⲙ, حلوم, ⲁⲗⲱⲙ
|
4
|
χαχανητό (chachanitó)
|
snigger, χάχανο, χάχας, χαχανίζω
|
4
|
χαϊδευτικό (chaïdeftikó)
|
endearment, sobriquet, term of endearment, χαϊδεύω
|
4
|
χειροπιαστός (cheiropiastós)
|
tangible, απτός, συγκεκριμένος, χειρ
|
4
|
χρήστης (chrístis)
|
user, άχρηστος, πρεζάκιας, πρεζόνι
|
4
|
χρεώστης (chreóstis)
|
οφειλέτης, χρεωστώ, χρεώνω, χρωστάω
|
4
|
χρονοτριβή (chronotriví)
|
lag, loitering, τρίβω, χρόνος
|
4
|
χρονοτριβώ (chronotrivó)
|
lag, procrastinate, τρίβω, χρόνος
|
4
|
χωριάτισσα (choriátissa)
|
villager, χωριάτα, χωριάτης, χωρική
|
4
|
ψαρού (psaroú)
|
-ού, fisherman, ψάρι, ψαράς
|
4
|
ωραιότατος (oraiótatos)
|
κακάσχημος, πάγκαλος, πανέμορφος, ωραίος
|
4
|
ως εκ τούτου (os ek toútou)
|
thereby, εξού, λοιπόν, τούτος
|
4
|
όλεθρος (ólethros)
|
catastrophe, ανεξολόθρευτος, εξολοθρεύω, ὄλεθρος
|
4
|
όνειδος (óneidos)
|
disgrace, αίσχος, ντροπή, ὄνειδος
|
4
|
ύποπτη (ýpopti)
|
suspect, υποψία, υποψιάζομαι, ύποπτος
|
3
|
-άδες (-ádes)
|
-s, -άδα, -άς
|
3
|
-άριο (-ário)
|
-άριος, ανθρωπάριο, σημειωματάριο
|
3
|
-άτος (-átos)
|
-άτικος, γαμάτος, κεφάτος
|
3
|
-ίδα (-ída)
|
αγουρίδα, κωλοτρυπίδα, πινακίδα
|
3
|
-ίτης (-ítis)
|
-ide, -ite, αρχιμανδρίτης
|
3
|
-είoς (-eíos)
|
-είο, -είου, -είων
|
3
|
-ια (-ia)
|
-s, -ιος, ανημπόρια
|
3
|
-ιο (-io)
|
-ιος, κηροπήγιο, πιόνιο
|
3
|
-λόγος (-lógos)
|
-ist, -logist, ψυχολόγος
|
3
|
-ούρα (-oúra)
|
γαϊδούρα, καούρα, شماندره
|
3
|
-ούσα (-oúsa)
|
θεούσα, σαρανταποδαρούσα, χαμηλοβλεπούσα
|
3
|
-πούλα (-poúla)
|
-πουλος, γαλοπούλα, πουλί
|
3
|
-σις (-sis)
|
ανευφήμηση, απενεργοποίηση, αποσύνδεση
|
3
|
-τήρι (-tíri)
|
-τήριο, ακουμπιστήρι, ανοιχτήρι
|
3
|
-φορώ (-foró)
|
κυκλοφορώ, φέρω, φοράω
|
3
|
-ψήφιος (-psífios)
|
μονο-, ψήφος, ψηφίο
|
3
|
-ώδης (-ódis)
|
θορυβώδης, ιδεώδης, περιπετειώδης
|
3
|
und
|
σκέιτ, σκέιτμπορντ, σκέιτμπορντινγκ
|
3
|
Άβυδος (Ávydos)
|
Abydos, Ἄβυδος, ꜣbḏw
|
3
|
Άγιοι Σαράντα (Ágioi Saránta)
|
Sarandë, Sãrande, Sãrandã
|
3
|
Αδαμάκης (Adamákis)
|
Adamache, Adamachi, Adămache
|
3
|
Αντικύθηρα (Antikýthira)
|
Andikitira, Antikythera, Ἀντικύθηρα
|
3
|
Αργείος (Argeíos)
|
Argive, Άργος, Ἀργεῖος
|
3
|
Αργώ (Argó)
|
Argo, Argo Navis, Ἀργώ
|
3
|
Αρταξέρξης (Artaxérxis)
|
Ahasuerus, Artaxerxes, Ἀρταξέρξης
|
3
|
Ασδρούβας (Asdroúvas)
|
Hasdrubal, Ἁσδρούβας, 𐤏𐤆𐤓𐤁𐤏𐤋
|
3
|
Ασσυρία (Assyría)
|
Assyria, Aššūr, Ἀσσυρία
|
3
|
Βαβυλών (Vavylón)
|
Bābilim, Βαβυλών, Βαβυλώνα
|
3
|
Βασίληδες (Vasílides)
|
Άγιοι Βασίληδες, Άγιους Βασίληδες, Βασίλης
|
3
|
Βασιλεία (Vasileía)
|
Basel, Βασίλειος, βασιλεία
|
3
|
Βικέντιος (Vikéntios)
|
Vincent, Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Βικέντιος
|
3
|
Βιτάλιος (Vitálios)
|
Vitalijus, Vitalis, Виталий
|
3
|
Βρετανίδα (Vretanída)
|
Briton, Βρετανή, Βρετανία
|
3
|
Βυζάντιο (Vyzántio)
|
Byzantium, Βυζάντιον, υστερο-
|
3
|
Βύβλος (Vývlos)
|
Bible, Byblos, Βύβλος
|
3
|
Γαλατία (Galatía)
|
Galata, Gaul, Γαλατία
|
3
|
Γαλιλαία (Galilaía)
|
Galilee, Γαλιλαία, גליל
|
3
|
Γιαννόπουλος (Giannópoulos)
|
-όπουλος, Johnson, Yiannopoulos
|
3
|
Γιούνηδες (Gioúnides)
|
Ιουνίους, Ιούνηδες, Ιούνιοι
|
3
|
Γολγοθάς (Golgothás)
|
Calvary, Golgotha, Γολγοθᾶ
|
3
|
Δαρείος (Dareíos)
|
Darius, Δαρεῖος, 𐎭𐎠𐎼𐎹𐎺𐎢𐏁
|
3
|
Δημοσθένης (Dimosthénis)
|
Demosthenes, Δήμος, Δημοσθένης
|
3
|
Διονύσιος (Dionýsios)
|
Dionisie, Dionysius, Διονύσιος
|
3
|
Εγκέλαδος (Egkélados)
|
Enceladus, earthquake, Ἐγκέλαδος
|
3
|
Ελπίδα (Elpída)
|
Hope, ελπίδα, Ἐλπίς
|
3
|
Ενετός (Enetós)
|
Βενετσιάνος, Ενετοκρατία, Ἐνετός
|
3
|
Επιμηθέας (Epimithéas)
|
Epimetheus, Προμηθέας, Ἐπιμηθεύς
|
3
|
Εστία (Estía)
|
Hestia, Vesta, Ἑστία
|
3
|
Ευσέβιος (Efsévios)
|
Eusebius, Εὐσέβιος, ευσεβής
|
3
|
Εφιάλτης (Efiáltis)
|
Ephialtes, Judas, Ἐφιάλτης
|
3
|
Εφραίμ (Efraím)
|
Ephraim, אפרים, Ἐφραίμ
|
3
|
Ζαχαρίας (Zacharías)
|
Zachary, Zechariah, Ζαχαρίας
|
3
|
Θεσσαλονικιά (Thessalonikiá)
|
Thessalonian, Θεσσαλονίκη, θεσσαλονικιώτικος
|
3
|
Θεσσαλονικιός (Thessalonikiós)
|
Thessalonian, Θεσσαλονίκη, θεσσαλονικιώτικος
|
3
|
Θωθ (Thoth)
|
Thoth, Θώθ, ḏḥwtj
|
3
|
Ιακώβ (Iakóv)
|
Jacob, James, Ἰακώβ
|
3
|
Ιβηρία (Iviría)
|
Iberia, ιβηρικός, Ἰβηρία
|
3
|
Ιουλιανός (Ioulianós)
|
Julian, Julianus, Ἰουλιανός
|
3
|
Ιουστίνος (Ioustínos)
|
Iustinus, Justin, Ἰουστῖνος
|
3
|
Ιουστινιανός (Ioustinianós)
|
Iustinianus, Justinian, Ἰουστινιανός
|
3
|
Ισραηλίτης (Israïlítis)
|
Jew, Εβραίος, Ιουδαίος
|
3
|
Ισραηλίτισσα (Israïlítissa)
|
Jew, Εβραία, Ιουδαία
|
3
|
Ιωαννίδης (Ioannídis)
|
Ioanide, Ioannidis, Johnson
|
3
|
Ιωσήφ (Iosíf)
|
Joseph, יוסף, Ἰωσήφ
|
3
|
Κέλσιος (Kélsios)
|
βαθμός Κέλβιν, βαθμός Κελσίου, κλίμακα Κελσίου
|
3
|
Καισάρεια (Kaisáreia)
|
Caesarea, Kayseri, Καισάρεια
|
3
|
Καμβύσης (Kamvýsis)
|
Cambyses, Καμβύσης, 𐎣𐎲𐎢𐎪𐎡𐎹
|
3
|
Καναδέζα (Kanadéza)
|
Canadian, Καναδάς, Καναδή
|
3
|
Καναδέζος (Kanadézos)
|
Canadian, Καναδάς, Καναδός
|
3
|
Κελσίου (Kelsíou)
|
βαθμός Κέλβιν, βαθμός Κελσίου, κλίμακα Κελσίου
|
3
|
Κεφαλοβρύσιο (Kefalovrýsio)
|
Kefalovrissi, Kefalovrysion, Kefalovryssion
|
3
|
Κνωσός (Knosós)
|
Knossos, Κνωσσός, Κνωσός
|
3
|
Κορέα (Koréa)
|
Korea, Βόρεια Κορέα, Νότια Κορέα
|
3
|
Κρητικιά (Kritikiá)
|
-ιά, Cretan, Κρήτη
|
3
|
Λάμπρος (Lámpros)
|
Lambros, Lambru, λαμπρός
|
3
|
Λάτιο (Látio)
|
Latium, Lazio, Λάτιον
|
3
|
Λουδοβίκος (Loudovíkos)
|
Louis, Ludovicus, Լյուդովիկոս
|
3
|
Λουξεμβουργιανών (Louxemvourgianón)
|
Λουξεμβουργιανά, Λουξεμβουργιανή, Λουξεμβουργιανός
|
3
|
Μάνος (Mános)
|
Εμμανουήλ, Μανόλης, Μανώλης
|
3
|
Μέμφις (Mémfis)
|
Memphis, mn-nfr, Μέμφις
|
3
|
Μήλος (Mílos)
|
Milos, Μῆλος, ミロス
|
3
|
Μαία (Maía)
|
Maia, Μαῖα, Πλειάδες
|
3
|
Μανωλάκης (Manolákis)
|
Manolache, Manolachi, Μανώλης
|
3
|
Μανωλιός (Manoliós)
|
Εμμανουήλ, Μανόλης, Μανώλης
|
3
|
Μασσαλιώτης (Massaliótis)
|
Marseillais, Μασσαλία, Μασσαλιώτης
|
3
|
Μαυρογένης (Mavrogénis)
|
Blackbeard, Mavroghene, Mavrogheni
|
3
|
Μεσσίας (Messías)
|
Messiah, Μεσσίας, משיחא
|
3
|
Νεάπολη (Neápoli)
|
Naples, Neapoli, Νεάπολις
|
3
|
Ξέρξης (Xérxis)
|
Xerxes, Ξέρξης, 𐎧𐏁𐎹𐎠𐎼𐏁𐎠
|
3
|
Οχτώβρηδες (Ochtóvrides)
|
Οκτωβρίους, Οκτώβρηδες, Οκτώβριοι
|
3
|
Πάρος (Páros)
|
Paros, Αντίπαρος, Πάρος
|
3
|
Πίνδος (Píndos)
|
Pindhos, Pindus, Πίνδος
|
3
|
Παντελεήμων (Panteleḯmon)
|
Pantaleón, Pantelimon, Παντελής
|
3
|
Παπαδόπουλος (Papadópoulos)
|
-όπουλος, Papadopol, Papadopoulos
|
3
|
Πετρόπουλος (Petrópoulos)
|
-όπουλος, Peterson, Petropolis
|
3
|
Ρεβέκκα (Revékka)
|
Rebecca, Rebekah, Ῥεβέκκα
|
3
|
Ρεμένος (Reménos)
|
Aromanian, rãmen, Βλάχος
|
3
|
Ρουαντέζων (Rouantézon)
|
Νοτιοαφρικάνος, Ρουαντέζα, Ρουαντέζος
|
3
|
Σαλαμινία (Salaminía)
|
Κούλουρη, Σαλαμίνα, Σαλαμινία
|
3
|
Σειρήνα (Seirína)
|
siren, Σειρήν, σύρω
|
3
|
Σιδών (Sidón)
|
Sidon, Σιδών, 𐤑𐤉𐤃𐤅𐤍
|
3
|
Σολομών (Solomón)
|
Solomon, Σολομών, שלמה
|
3
|
Σουσάννα (Sousánna)
|
Susan, Susanna, Σουσάννα
|
3
|
Στεφανάκης (Stefanákis)
|
Stefanachi, Ștefănache, Στέφανος
|
3
|
Στεφανία (Stefanía)
|
Stephanie, Στέφανος, στέφω
|
3
|
Υάκινθος (Yákinthos)
|
Hyacinth, Hyacinthus, Ὑάκινθος
|
3
|
Φάτα Μοργκάνα (Fáta Morgkána)
|
Fata Morgana, Morgan le Fay, fata Morgana
|
3
|
Φίλιπποι (Fílippoi)
|
Philippi, Φίλιπποι, Φίλιππος
|
3
|
Φιλαδέλφεια (Filadélfeia)
|
Philadelphia, Νέα Φιλαδέλφεια, Φιλαδέλφεια
|
3
|
Χάρος (Cháros)
|
Charon, death, Χάρων
|
3
|
Χριστόφορος (Christóforos)
|
Christopher, Άγιος Χριστόφορος και Νέβις, Χριστόφορος
|
3
|
Ωσηέ (Osié)
|
Hosea, הושע, Ὡσηέ
|
3
|
άρτυμα (ártyma)
|
αρταίνω, καρύκευμα, ἄρτυμα
|
3
|
άσπαστος (áspastos)
|
unbreakable, σπάζω, σπασμένος
|
3
|
άφθαρτος (áfthartos)
|
incorruptible, indestructible, unbreakable
|
3
|
άφοβος (áfovos)
|
intrepid, undaunted, έντρομος
|
3
|
άφωνος (áfonos)
|
speechless, φωνάζω, φωνή
|
3
|
έδρανο (édrano)
|
bearing, floor, έδρα
|
3
|
έκνομος (éknomos)
|
extralegal, illegal, illicit
|
3
|
έκπλους (ékplous)
|
άπαρση, απόπλους, εκπλέω
|
3
|
έκτρωμα (éktroma)
|
abomination, abortion, απόβαλμα
|
3
|
έλευση (élefsi)
|
advent, έρχομαι, ἔλευσις
|
3
|
έλξη (élxi)
|
appeal, attraction, έλκω
|
3
|
έμβολο (émvolo)
|
beak, εμ-, εμβόλιο
|
3
|
έμφυτος (émfytos)
|
immanent, inbred, innate
|
3
|
ένδειξη (éndeixi)
|
index, note, δείχνω
|
3
|
ένοικος (énoikos)
|
occupant, resident, tenant
|
3
|
έντιμος (éntimos)
|
honest, reasonable, straightforward
|
3
|
έξωση (éxosi)
|
eviction, εξώστης, ξεσπίτωμα
|
3
|
έπομαι (épomai)
|
shoh, διαδέχομαι, επόμενος
|
3
|
έσχατος (éschatos)
|
terminal, τελικός, ἔσχατος
|
3
|
ίριδα (írida)
|
iris, ίρις, ιριδίζω
|
3
|
αθανατίζω (athanatízo)
|
απαθανατίζω, αποθανατίζω, θάνατος
|
3
|
ακατάπαυστα (akatápafsta)
|
ακατάπαυστος, ατέλειωτα, ατελείωτα
|
3
|
ακατάσβηστος (akatásvistos)
|
άσβεστος, ακατάσβεστος, σβήνω
|
3
|
ακατόρθωτο (akatórthoto)
|
impossibility, impossible, ακατόρθωτος
|
3
|
ακρότατο (akrótato)
|
extremum, άκρος, ακρότατος
|
3
|
αλατοποθήκη (alatopothíki)
|
αλαταποθήκες, αλαταποθήκης, αλαταποθηκών
|
3
|
αμφίπλευρα (amfíplevra)
|
bilaterally, αμφίπλευρος, αμφοτέρωθεν
|
3
|
ανέφικτο (anéfikto)
|
impossibility, impossible, ανέφικτος
|
3
|
αναγνωριστικό (anagnoristikó)
|
identifier, name, αναγνωριστικός
|
3
|
αναλυτική (analytikí)
|
αναλυτική μηχανή, αναλυτικός, χημεία
|
3
|
αντιπαραδοσιακός (antiparadosiakós)
|
antitraditional, nontraditional, untraditional
|
3
|
απαγορεύσιμος (apagoréfsimos)
|
απαγορευμένος, απαγορεύω, απαγόρευση
|
3
|
αποβατικό σκάφος (apovatikó skáfos)
|
landing craft, αποβατικός, σκάφος
|
3
|
απορρόφηση (aporrófisi)
|
absorption, απορροφήσεις, απορροφώ
|
3
|
αποσυμπιέζω (aposympiézo)
|
decompress, unzip, πιέζω
|
3
|
αποτρεπτικός (apotreptikós)
|
deterrent, αποτρέπω, αποτροπή
|
3
|
αποτρόπαιος (apotrópaios)
|
heinous, outrageous, αποτρέπω
|
3
|
αποφλοιώνω (apofloióno)
|
bark, hull, peel
|
3
|
απρόσεκτος (aprósektos)
|
careless, loose, προσέχω
|
3
|
απωθητικός (apothitikós)
|
αηδής, αηδιαστικός, ελκυστικός
|
3
|
απόφθεγμα (apófthegma)
|
apothegm, saw, saying
|
3
|
απύθμενος (apýthmenos)
|
abysmal, abyssal, ξέκωλος
|
3
|
αραιοϋφασμένος (araioÿfasménos)
|
αγανός, αραιός, κρουστός
|
3
|
αργυρός (argyrós)
|
argent, silver/translations, άργυρος
|
3
|
αρθρώνω (arthróno)
|
articulate, pronounce, utter
|
3
|
αριστοκρατικότητα (aristokratikótita)
|
nobility, αριστοκράτης, αριστοκρατία
|
3
|
αρματωσιά (armatosiá)
|
rig, άρμα, αρματώνω
|
3
|
αρνητικό (arnitikó)
|
negative, αρνητικός, ψευδώς αρνητικό
|
3
|
αρχιστράτηγος (archistrátigos)
|
commander in chief, generalissimo, αρχι-
|
3
|
αστραπιαίος (astrapiaíos)
|
lightning, lightning fast, αστραπή
|
3
|
αστόλιστος (astólistos)
|
ακόσμητος, στολή, στολίζω
|
3
|
ασυγκράτητος (asygkrátitos)
|
rampant, unrestrained, θυελλώδης
|
3
|
ασυμφώνητος (asymfónitos)
|
συμφωνημένος, συμφωνώ, φωνή
|
3
|
ασυνάρτητος (asynártitos)
|
discursive, incoherent, ανακόλουθος
|
3
|
ασχημίζω (aschimízo)
|
άσχημος, νοστιμίζω, νοστιμεύω
|
3
|
ασχημαίνω (aschimaíno)
|
άσχημος, νοστιμίζω, νοστιμεύω
|
3
|
ατζαμής (atzamís)
|
cowboy, عجمي, عجمی
|
3
|
ατονία (atonía)
|
atonia, listlessness, άτονος
|
3
|
αυθεντία (afthentía)
|
authority, mastery, αυθεντικός
|
3
|
αυθόρμητος (afthórmitos)
|
arbitrary, off-the-cuff, spontaneous
|
3
|
αυξομειούμενος (afxomeioúmenos)
|
αυξομειωμένος, αυξομειώνομαι, αυξομειώνω
|
3
|
αυτοκαταστρέφομαι (aftokatastréfomai)
|
self-destruct, καταστρέφω, στρέφω
|
3
|
αυτονόητος (aftonóitos)
|
intuitive, self-evident, εξυπακούεται
|
3
|
αυτοσχεδιάζω (aftoschediázo)
|
freestyle, improvise, σχεδιάζω
|
3
|
αφαιρέσιμος (afairésimos)
|
removable, αναφαίρετος, αφαιρώ
|
3
|
αφαιρετέος (afairetéos)
|
αναφαίρετος, αφαιρώ, μειωτέος
|
3
|
αφανίζω (afanízo)
|
consume, destroy, eradicate
|
3
|
αφηγητικός (afigitikós)
|
αφήγηση, αφηγήτρια, αφηγητής
|
3
|
αφοσίωση (afosíosi)
|
attachment, devotion, αφοσιώνομαι
|
3
|
βάραθρο (várathro)
|
precipice, βάραθρον, χάσμα
|
3
|
βέλτιστος (véltistos)
|
best, optimal, βελτιώνω
|
3
|
βαθμίδα (vathmída)
|
step, σκαλί, ἀναβαθμίς
|
3
|
βαμμένος (vamménos)
|
dyed, αιματοβαμμένος, βάφω
|
3
|
βαρίδι (varídi)
|
αντίβαρο, αντίρροπο, βάρος
|
3
|
βαρβαρισμός (varvarismós)
|
barbarism, βάρβαρος, μαργαριτάρι
|
3
|
βαρύαυλος (varýavlos)
|
φαγκοτίστα, φαγκοτίστας, φαγκότο
|
3
|
βασίλεμα (vasílema)
|
βασιλεύω, βασιλιάς, ηλιοβασίλεμα
|
3
|
βασιλιάς των ζώων (vasiliás ton zóon)
|
king of beasts, βασιλιάς, ζώο
|
3
|
βδελυρός (vdelyrós)
|
αηδής, αηδιαστικός, βδέλυγμα
|
3
|
βεβηλώνω (vevilóno)
|
defile, desecrate, profane
|
3
|
βελτίωση (veltíosi)
|
improvement, βελτιώνω, βελτιώσεις
|
3
|
βελτιστοποίηση (veltistopoíisi)
|
optimization, performance, βελτιώνω
|
3
|
βηματισμός (vimatismós)
|
gait, step, βήμα
|
3
|
βιβάζω (vivázo)
|
αναβιβάζω, αποβιβάζω, επιβιβάζω
|
3
|
βλασφημώ (vlasfimó)
|
blaspheme, cuss, βλασφημία
|
3
|
βομβίνος (vomvínos)
|
bumblebee, βόμβος, μπάμπουρας
|
3
|
βομβαρδισμός (vomvardismós)
|
bombing, βομβαρδίζω, βόμβα
|
3
|
βουίζω (vouízo)
|
hum, roar, αντιβουίζω
|
3
|
βουνί (vouní)
|
ακροβούνι, βουνοκορφή, βουνό
|
3
|
βουτυροκομείο (voutyrokomeío)
|
-κομείο, βουτυροκομία, βούτυρο
|
3
|
βουτυροκόμος (voutyrokómos)
|
-κόμος, βουτυροκομία, βούτυρο
|
3
|
βραδύτητα (vradýtita)
|
slowness, βραδυ-, βραδυτής
|
3
|
βραχνός (vrachnós)
|
hoarse, husky, χοντρός
|
3
|
βρομίζω (vromízo)
|
βρομάω, βρόμη, βρόμικος
|
3
|
βρομιάρης (vromiáris)
|
βρομάω, βρόμη, βρόμικος
|
3
|
βρυσομάνα (vrysomána)
|
fountainhead, βρύση, πηγή
|
3
|
βρωμιάρης (vromiáris)
|
pig, κάθαρμα, καθίκι
|
3
|
βρωμο- (vromo-)
|
bloody, βρομο-, βρωμοθήλυκο
|
3
|
βρώμικη (vrómiki)
|
βρόμικη, βρόμικια, βρώμικος
|
3
|
βρώμικης (vrómikis)
|
βρόμικης, βρόμικιας, βρώμικος
|
3
|
βόρβορος (vórvoros)
|
mire, mud, αποβορβόρωση
|
3
|
βύνη (výni)
|
malt, βύνη, κριθάρι
|
3
|
γάντζα (gántza)
|
ganzo, γάντζος, قانجه
|
3
|
γέννημα (génnima)
|
γέννηση, γεννάω, φαντασία
|
3
|
γαιάνθρακας (gaiánthrakas)
|
coal, άνθρακας, κάρβουνο
|
3
|
γδύνω (gdýno)
|
undress, δύω, ἐκδύω
|
3
|
γεννητικός (gennitikós)
|
genital, γεννάω, προγεννητικός
|
3
|
γεωγραφικό ύψος (geografikó ýpsos)
|
γεωγραφικό, γεωγραφικός, ύψος
|
3
|
για να (gia na)
|
in order to, that, για
|
3
|
γιαλή (gialí)
|
αἰγιαλός, γιαλός, یالی
|
3
|
γιαλί (gialí)
|
αἰγιαλός, γιαλός, یالی
|
3
|
γιγάντιος (gigántios)
|
γίγαντας, πελώριος, τεράστιος
|
3
|
γιούλι (gioúli)
|
βιολέτα, μενεξές, υάκινθος
|
3
|
γλέντι (glénti)
|
celebration, γλεντάω, κέφι
|
3
|
γλυκοκοιτάζω (glykokoitázo)
|
ogle, κοιτάζω, κοιτάω
|
3
|
γοητευτικός (goïteftikós)
|
enchanting, γοητεία, ελκυστικός
|
3
|
γραφτό (graftó)
|
γραπτό, γραφτός, μοίρα
|
3
|
γόης (góis)
|
sheik, γητεύω, γοητεύω
|
3
|
δίδαγμα (dídagma)
|
lesson, teaching, δάσκαλος
|
3
|
δίκοπος (díkopos)
|
double-edged, κοπή, κόβω
|
3
|
δίμιτο (dímito)
|
dimie, δίμιτον, دیمی
|
3
|
δαγκάνα (dagkána)
|
mandible, δαγκάνω, δαγκώνω
|
3
|
δασμολογώ (dasmologó)
|
tariff, αδασμολόγητος, δασμός
|
3
|
δεδομένος (dedoménos)
|
δίνω, δεδομένο, δεδομένου
|
3
|
δεκάδα (dekáda)
|
decade, ten, δέκα
|
3
|
δεκτός (dektós)
|
acceptable, δέχομαι, παραδεκτός
|
3
|
δελεαστικός (deleastikós)
|
seductive, tempting, δελεάζω
|
3
|
δεόντως (deóntos)
|
properly, δέω, δέων
|
3
|
δηλ. (dil.)
|
i.e., viz., δηλαδή
|
3
|
δημιουργικός (dimiourgikós)
|
creative, δημιουργία, δημιουργός
|
3
|
δημοσιονομικός (dimosionomikós)
|
financial, fiscal, δήμος
|
3
|
δημοσιοποίηση (dimosiopoíisi)
|
έκδοση, δήμος, δημοσίευση
|
3
|
διάβημα (diávima)
|
act, démarche, overture
|
3
|
διάκος (diákos)
|
dijak, đak, ђак
|
3
|
διάφορος (diáforos)
|
differential, miscellaneous, various
|
3
|
διαίσθηση (diaísthisi)
|
insight, intuition, διαισθάνομαι
|
3
|
διαβεβαίωση (diavevaíosi)
|
vow, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσεις
|
3
|
διαβολικός (diavolikós)
|
devilish, impish, κακός
|
3
|
διαδοχικά (diadochiká)
|
in turn, successively, διαδοχικός
|
3
|
διαδοχική διερμηνεία (diadochikí diermineía)
|
consecutive interpreting, διαδοχικός, διερμηνεία
|
3
|
διαθέτω (diathéto)
|
possess, stock, θέτω
|
3
|
διαιρέτης (diairétis)
|
divisor, διαιρώ, μειωτέος
|
3
|
διακινδυνεύω (diakindynévo)
|
hazard, risk, κινδυνεύω
|
3
|
διακοσμημένος (diakosmiménos)
|
αδιακόσμητος, διακοσμώ, ποικίλος
|
3
|
διακόσμηση (diakósmisi)
|
decoration, ornament, διακοσμώ
|
3
|
διαλείπων (dialeípon)
|
discontinuous, intermittent, λείπω
|
3
|
διαλογή (dialogí)
|
triage, διαλέγω, διαλογή
|
3
|
διαλογικός (dialogikós)
|
discursive, interactive, διαλέγομαι
|
3
|
διαλογισμός (dialogismós)
|
contemplation, meditation, διαλογίζομαι
|
3
|
διαμαρτύρομαι (diamartýromai)
|
expostulate, protest, remonstrate
|
3
|
διαμοιρασμένος (diamoirasménos)
|
διαμοιράζομαι, διαμοιράζω, μοιρασμένος
|
3
|
διαπρεπής (diaprepís)
|
eminent, prominent, διαπρέπω
|
3
|
διαστρωμάτωση (diastromátosi)
|
layering, stratification, στρώνω
|
3
|
διασυνδέω (diasyndéo)
|
network, δέω, συνδέω
|
3
|
διατάζω (diatázo)
|
command, order, διαταγή
|
3
|
διαταραχή (diatarachí)
|
disorder, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ταράζω
|
3
|
διατύπωση (diatýposi)
|
expression, redaction, διατυπώνω
|
3
|
διαφθείρω (diaftheíro)
|
corrupt, debauch, ξελογιάζω
|
3
|
διαχρονικός (diachronikós)
|
diachronic, timeless, χρόνος
|
3
|
διβάνι (diváni)
|
dywʾn', دیوان, ṭuppum
|
3
|
διερεύνηση (dierévnisi)
|
enquiry, investigation, αντιπαράσταση
|
3
|
διευθέτηση (diefthétisi)
|
adjustment, disposition, settlement
|
3
|
διεφθαρμένος (dieftharménos)
|
corrupt, depraved, tainted
|
3
|
δικαιοδοσία (dikaiodosía)
|
jurisdiction, αναρμοδιότητα, αρμοδιότητα
|
3
|
διμερής (dimerís)
|
duplex, μονομερής, πολυμερής
|
3
|
διορθωτικό (diorthotikó)
|
corrigendum, διορθώνω, διόρθωση
|
3
|
διχειλικός (dicheilikós)
|
bilabial, χείλος, χειλοϋπερωικός
|
3
|
διψομανία (dipsomanía)
|
dipsomania, δίψα, μεθυσμένος
|
3
|
διώξιμο (dióximo)
|
αποδιωγμός, διώκω, διώχνω
|
3
|
δοκησίσοφος (dokisísofos)
|
pedant, pedantic, σοφός
|
3
|
δοκησισοφία (dokisisofía)
|
pedantry, σοφία, σοφός
|
3
|
δοκιμαστική (dokimastikí)
|
δοκιμαστικός, οδήγηση, πτήση
|
3
|
δοκιμαστικό (dokimastikó)
|
δοκιμή, δοκιμαστικό σωλήνα, δοκιμαστικός
|
3
|
δολοπλοκία (doloplokía)
|
conspiracy, intrigue, machination
|
3
|
δριμύς (drimýs)
|
acid, acrid, pungent
|
3
|
δρομάκι (dromáki)
|
alley, ρούγα, σοκάκι
|
3
|
δρόσος (drósos)
|
dew, δροσόπαγος, δρόσος
|
3
|
δυνατότητα (dynatótita)
|
feature, possibility, πιθανότητα
|
3
|
δυσ- (dys-)
|
δυσκοίλιος, δυσκρασία, εύκολος
|
3
|
δυσάρεστος (dysárestos)
|
unpleasant, ανεπιθύμητος, ενοχλητικός
|
3
|
δυσαρμονία (dysarmonía)
|
discord, disharmony, παραφωνία
|
3
|
δυσδιάκριτος (dysdiákritos)
|
dim, αμυδρός, ευδιάκριτος
|
3
|
δωροληψία (dorolipsía)
|
bribe, bribery, δώρο
|
3
|
δόλιος (dólios)
|
treacherous, underhanded, δολιοφθορά
|
3
|
δύσθυμος (dýsthymos)
|
άκεφος, δυσθυμία, κεφάτος
|
3
|
δύσχρηστος (dýschristos)
|
άχρηστος, ανάποδος, δύσχρ.
|
3
|
εγγεγραμμένος (engegramménos)
|
incircle, εγ-, εγγράφω
|
3
|
εγγράψιμος (engrápsimos)
|
cyclic, γράφω, εγγράφω
|
3
|
εγκαινιάζω (egkainiázo)
|
inaugurate, ανεγκαινίαστος, εγκαινιασμός
|
3
|
εγκαρτέρηση (egkartérisi)
|
resignation, καρτερώ, υπομονή
|
3
|
εγκαρτερώ (egkarteró)
|
endure, suffer, καρτερώ
|
3
|
εγκαταλελειμμένος (egkataleleimménos)
|
abandoned, forlorn, εγκαταλείπω
|
3
|
εγκληματικότητα (egklimatikótita)
|
crime, delinquency, έγκλημα
|
3
|
εγκλιματίζω (egklimatízo)
|
inure, ανεγκλιμάτιστος, εγκλιματισμός
|
3
|
εδάφιο (edáfio)
|
citation, passage, verse
|
3
|
εθελοντικός (ethelontikós)
|
spontaneous, voluntary, θέλω
|
3
|
ειδικότητα (eidikótita)
|
major, specialization, specialty
|
3
|
ειδοποίηση (eidopoíisi)
|
-ποίηση, notification, ειδοποιώ
|
3
|
εισδύω (eisdýo)
|
δύω, παρεισέφρησα, παρεισφρέω
|
3
|
εισερχόμενος (eiserchómenos)
|
inbound, εισέρχομαι, ερχόμενος
|
3
|
εκ νέου (ek néou)
|
anew, once again, επανιδρύω
|
3
|
εκ των προτέρων (ek ton protéron)
|
a priori, beforehand, ex ante
|
3
|
εκατονταετής (ekatontaetís)
|
centenarian, centenary, εκατό
|
3
|
εκατονταετηρίδα (ekatontaetirída)
|
centennial, εκατονταετία, εκατό
|
3
|
εκδικούμαι (ekdikoúmai)
|
avenge, revenge, ανταδικώ
|
3
|
εκδοχή (ekdochí)
|
version, δέχομαι, ἐκδοχή
|
3
|
εκθέτης (ekthétis)
|
index, superscript, εκθέτω
|
3
|
εκκίνηση (ekkínisi)
|
bootstrap, start, επανεκκίνηση
|
3
|
εκλιπών (eklipón)
|
deceased, departed, νεκρός
|
3
|
εκλογέας (eklogéas)
|
εκλέγω, ψηφοφορία, ψηφοφόρος
|
3
|
εκρηκτικά (ekriktiká)
|
έκρηξη, δυναμίτης, εκρηκτικός
|
3
|
εκροή (ekroḯ)
|
outflow, εισροή, εκρέω
|
3
|
εκτροπή (ektropí)
|
aberration, diversion, εκτρέπω
|
3
|
εκφωνητής (ekfonitís)
|
announcer, broadcaster, φωνή
|
3
|
εκχώρηση (ekchórisi)
|
concession, settlement, εκχωρώ
|
3
|
ελίσσομαι (elíssomai)
|
maneuver, snake, wind/translations
|
3
|
ελαιοτριβείο (elaiotriveío)
|
-είο, ελιά, τρίβω
|
3
|
ελαστικός (elastikós)
|
lax, resilient, λάστιχο
|
3
|
ελευθέριος (elefthérios)
|
liberal, licentious, ελευθερία
|
3
|
ελικοειδής (elikoeidís)
|
helical, spiral, οφιοειδής
|
3
|
ελλιπής (ellipís)
|
imperfect, λίπος, λείπω
|
3
|
εμμονή (emmoní)
|
obsession, έμμονος, εμ-
|
3
|
εμπειρισμός (empeirismós)
|
empiricism, αισθησιαρχία, αισθησιοκρατία
|
3
|
εμπλέκω (empléko)
|
snarl, tangle, πλέκω
|
3
|
εμπροσθοφυλακή (emprosthofylakí)
|
forefront, vanguard, εμπρός
|
3
|
εμπρόσθιος (emprósthios)
|
forward, front, εμπρός
|
3
|
εμφανίζομαι (emfanízomai)
|
appear, pop up, αναφύομαι
|
3
|
εμψύχωση (empsýchosi)
|
αναψύχωση, ενθάρρυνση, παρότρυνση
|
3
|
εν λευκώ (en lefkó)
|
εν, λευκός, λευκώ
|
3
|
ενίσχυση (eníschysi)
|
booster, ενισχύω, ισχύω
|
3
|
εννοιοκρατία (ennoiokratía)
|
conceptualism, έννοια, εννοώ
|
3
|
εννοιολογικός (ennoiologikós)
|
conceptual, έννοια, εννοώ
|
3
|
ενορία (enoría)
|
enorie, enurii, parish
|
3
|
ενσάρκωση (ensárkosi)
|
avatar, embodiment, incarnation
|
3
|
ενστικτώδης (enstiktódis)
|
instinctive, spontaneous, ένστικτο
|
3
|
ενταφιάζω (entafiázo)
|
bury, earth, θάβω
|
3
|
εντείνω (enteíno)
|
intensify, step up, τείνω
|
3
|
εντευκτήριο (entefktírio)
|
chamber, haunt, resort
|
3
|
εξέχω (exécho)
|
project, έχω, ἐξέχω
|
3
|
εξαίρετος (exaíretos)
|
eminent, extraordinary, εξαιρετικός
|
3
|
εξαίσιος (exaísios)
|
exquisite, έξοχος, γαμάτος
|
3
|
εξαθλίωση (exathlíosi)
|
degradation, impoverishment, απαθλίωση
|
3
|
εξαιρώ (exairó)
|
except, recuse, εξαίρω
|
3
|
εξαρχής (exarchís)
|
ανέκαθεν, αρχή, αρχήθεν
|
3
|
εξευτελίζω (exeftelízo)
|
abase, debase, ντροπιάζω
|
3
|
εξομολογώ (exomologó)
|
confess, εξομολογητής, ομολογώ
|
3
|
εξομολόγηση (exomológisi)
|
confession, ομολογία, ομόλογος
|
3
|
εξουδετερώνω (exoudeteróno)
|
exterminate, neutralize, συντρίβω
|
3
|
εξουσιοδοτημένος (exousiodotiménos)
|
licensed, ανεξουσιοδότητος, αυθαίρετος
|
3
|
εξώπορτα (exóporta)
|
front door, gate, πύλη
|
3
|
επίβλεψη (epívlepsi)
|
supervision, βλέπω, επιβλέπω
|
3
|
επίζηλος (epízilos)
|
αξιοζήλευτος, ζήλος, ζηλευτός
|
3
|
επίπονος (epíponos)
|
painful, poignant, δύσκολος
|
3
|
επίτροπος (epítropos)
|
commissioner, epitrop, επιτρέπω
|
3
|
επαγγέλομαι (epangélomai)
|
αγγέλλω, ασκώ, επάγγελμα
|
3
|
επαγρύπνηση (epagrýpnisi)
|
vigil, vigilance, προσοχή
|
3
|
επαγωγικός (epagogikós)
|
a posteriori, a priori, inductive
|
3
|
επαληθεύω (epalithévo)
|
check, verify, ανεπαλήθευτος
|
3
|
επαναλαμβανόμενος (epanalamvanómenos)
|
recursive, επαναλαμβάνω, επανειλημμένος
|
3
|
επαναληπτικός (epanaliptikós)
|
repetitive, επαναλαμβάνω, επανειλημμένος
|
3
|
επαναφορά (epanaforá)
|
restoration, return, επαναφέρω
|
3
|
επανεκκινώ (epanekkinó)
|
reboot, reset, restart
|
3
|
επαρχιώτικος (eparchiótikos)
|
country, provincial, επαρχία
|
3
|
επεξεργάζομαι (epexergázomai)
|
process, treat, εργάζομαι
|
3
|
επιδεικνύω (epideiknýo)
|
exhibit, δεικνύω, επίδειξη
|
3
|
επιδεικτικός (epideiktikós)
|
ostentatious, δείχνω, επίδειξη
|
3
|
επιδειξιομανής (epideixiomanís)
|
exhibitionist, επιδειξίας, επιδειξιομανία
|
3
|
επιεικής (epieikís)
|
forgiving, lax, ἐπιεικής
|
3
|
επιζώ (epizó)
|
live, survive, γλιτώνω
|
3
|
επικολλώ (epikolló)
|
paste, veneer, επικόλληση
|
3
|
επικρατών (epikratón)
|
dominant, prevalent, επικρατώ
|
3
|
επικύηση (epikýisi)
|
conception, κύημα, κύηση
|
3
|
επιρροή (epirroḯ)
|
influence, έλεγχος, επήρεια
|
3
|
επισημαίνω (episimaíno)
|
note, σημαίνω, σημειώνω
|
3
|
επισκοπή (episkopí)
|
cathedral, diocese, see
|
3
|
επισπεύδω (epispévdo)
|
expedite, precipitate, βιάζω
|
3
|
επιτελείο (epiteleío)
|
cadre, headquarters, staff
|
3
|
επιτιμώ (epitimó)
|
expostulate, rebuke, μαλώνω
|
3
|
επιφυλακτικός (epifylaktikós)
|
circumspect, conservative, wary
|
3
|
επιχορηγώ (epichorigó)
|
fund, sponsor, subsidize
|
3
|
επωφελής (epofelís)
|
επιβλαβής, επιζήμιος, ωφελώ
|
3
|
επόπτης (epóptis)
|
linesman, overseer, supervisor
|
3
|
ερωτοδουλειά (erotodouleiá)
|
affair, liaison, love affair
|
3
|
ερωτοτροπώ (erototropó)
|
court, flirt, φλερτάρω
|
3
|
ες (es)
|
ess, αισώπειος, απαισιόμορφος
|
3
|
εσωστρεφής (esostrefís)
|
introvert, introverted, στρέφω
|
3
|
ετερο- (etero-)
|
hetero-, ετεροφυλόφιλος, ἕτερος
|
3
|
ευαισθησία (evaisthisía)
|
idiosyncrasy, sensitivity, αισθητικότητα
|
3
|
ευθυμώ (efthymó)
|
δυσθυμία, ευθυμία, κέφι
|
3
|
ευκαμψία (efkampsía)
|
flexibility, pliability, κάμπτω
|
3
|
ευκολότατα (efkolótata)
|
ευκολότατος, εύκολος, πανεύκολα
|
3
|
ευκρινής (efkrinís)
|
articulate, unambiguous, κρίνω
|
3
|
ευλάβεια (evláveia)
|
devotion, evlavie, ευσέβεια
|
3
|
ευλογώ (evlogó)
|
bless, διαβάζω, εὐλογέω
|
3
|
ευρωβουλευτής (evrovouleftís)
|
MEP, Ευρώπη, ευρω-
|
3
|
ευσεβισμός (efsevismós)
|
ευσέβεια, ευσεβής, σέβομαι
|
3
|
ευφράδεια (effrádeia)
|
eloquence, fluency, ευφραδής
|
3
|
εφημέριος (efimérios)
|
pastor, priest, πάστορας
|
3
|
εύπορος (éfporos)
|
affluent, rich, wealthy
|
3
|
ζαχαριέρα (zachariéra)
|
-ιέρα, sugar bowl, ζάχαρη
|
3
|
ζαχαρωμένα (zacharoména)
|
αποκρυσταλλώνω, ζαχαρώνω, φρούτο
|
3
|
ζευγαρώνω (zevgaróno)
|
mate, pair, ζευγάρι
|
3
|
ζηλιάρα (ziliára)
|
ζήλος, ζηλεύω, ζηλιάρης
|
3
|
ζηλόφθονος (zilófthonos)
|
envious, jealous, ζήλος
|
3
|
ζυμώνω (zymóno)
|
braid, ferment, knead
|
3
|
ζωικός (zoïkós)
|
ζωή, ζώο, λίπος
|
3
|
ζωντάνεμα (zontánema)
|
ζωή, ζωντανεύω, ζωντανός
|
3
|
ζωντανά (zontaná)
|
live, stock, ζωντανός
|
3
|
ζωντοχήρα (zontochíra)
|
divorcée, ζωή, ζωντανός
|
3
|
ηττώμαι (ittómai)
|
lose, ήττα, υπερισχύω
|
3
|
θα ήθελα (tha íthela)
|
would like, ήθελα, θέλω
|
3
|
θαμμένος (thamménos)
|
buried, άθαφτος, θάβω
|
3
|
θαμνότοπος (thamnótopos)
|
brush, chaparral, heath
|
3
|
θαμπώνω (thampóno)
|
dazzle, dim, αντιθαμπωτικός
|
3
|
θανάτωση (thanátosi)
|
kill, εκτέλεση, σκοτωμός
|
3
|
θεραπευτήριο (therapeftírio)
|
infirmary, sanatorium, θεραπεύω
|
3
|
θεώρηση (theórisi)
|
notion, point of view, θεωρώ
|
3
|
θολώνω (tholóno)
|
cloud, dim, muddle
|
3
|
θρέφομαι (thréfomai)
|
θράφηκα, θρεμμένος, τρέφομαι
|
3
|
θρέψη (thrépsi)
|
atrepsja, nutrition, τρέφω
|
3
|
θραύω (thrávo)
|
fracture, συντρίβω, τρίβω
|
3
|
θρησκοληψία (thriskolipsía)
|
pietism, θρησκεία, θρησκόληπτος
|
3
|
θωπεύω (thopévo)
|
baby, caress, stroke
|
3
|
θωριά (thoriá)
|
θεωρία, θεωρώ, θωρώ
|
3
|
θύλακας (thýlakas)
|
Chukotka Autonomous Okrug, bursa, pocket
|
3
|
ιδιοτροπία (idiotropía)
|
quirk, vagary, παραξενιά
|
3
|
ικανοποιητικός (ikanopoiitikós)
|
reasonable, satisfactory, ικανοποιώ
|
3
|
ιοβόλος (iovólos)
|
venomous, ιός, φίδι
|
3
|
ιππέας (ippéas)
|
-έας, horseman, αναβάτης
|
3
|
ιππόκαμπος (ippókampos)
|
hippocampus, sea horse, ἱππόκαμπος
|
3
|
ισοϋψής (isoÿpsís)
|
contour, contour line, level
|
3
|
ιστοδιεύθυνση (istodiéfthynsi)
|
IP address, URL, Uniform Resource Locator
|
3
|
ιταμός (itamós)
|
cheeky, θρασύς, ἰταμός
|
3
|
κάδοι (kádoi)
|
κάδοι απορριμάτων, κάδοι απορριμμάτων, κάδος
|
3
|
κάθε ένας (káthe énas)
|
all and sundry, each, everyone
|
3
|
κάθισμα (káthisma)
|
seat, καθίζω, καρέκλα
|
3
|
κάλεσμα (kálesma)
|
call, invitation, καλώ
|
3
|
κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε (kállio gaïdouródene pará gaïdourogýreve)
|
a stitch in time saves nine, better safe than sorry, γάιδαρος
|
3
|
κάμινος (káminos)
|
cămin, κάμινος, камина
|
3
|
κάντζα (kántza)
|
ganzo, γάντζος, قانجه
|
3
|
κάργια (kárgia)
|
jackdaw, κοράκι, قارغه
|
3
|
κάρφωμα (kárfoma)
|
dunk, dunking, καρφί
|
3
|
κένωση (kénosi)
|
defecation, evacuation, kenosis
|
3
|
κήρυγμα (kírygma)
|
homily, kerygma, sermon
|
3
|
καβάλα (kavála)
|
caballus, cavało, horseback
|
3
|
καβάλος (kaválos)
|
caballus, cavallo, crotch
|
3
|
καβγαδίζω (kavgadízo)
|
quarrel, μαλώνω, τσακώνομαι
|
3
|
καζανάκι (kazanáki)
|
cistern, flush, σιφόν
|
3
|
καθίδρυμα (kathídryma)
|
εγκαθιδρύω, ιδρύω, καθιδρύω
|
3
|
καθίζημα (kathízima)
|
precipitate, καθίζω, καθιζάνω
|
3
|
καθίζηση (kathízisi)
|
settlement, καθίζω, καθιζάνω
|
3
|
καθορισμένος (kathorisménos)
|
definite, καθορίζω, ορισμένος
|
3
|
καθοριστικός (kathoristikós)
|
pivotal, καθορίζω, καθοριστικά
|
3
|
καθυστέρηση (kathystérisi)
|
lag, latency, στέρηση
|
3
|
και άλλα (kai álla)
|
και λοιπά πολλά, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
|
3
|
και ακόλουθα (kai akóloutha)
|
και λοιπά πολλά, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
|
3
|
και αλλού (kai alloú)
|
και λοιπά πολλά, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
|
3
|
καινοτόμος (kainotómos)
|
innovative, καινοτομία, πρωτοπόρος
|
3
|
κακο- (kako-)
|
κακογαμημένος, κακοκεφιά, κακός
|
3
|
κακοήθης (kakoḯthis)
|
malicious, malignant, καλοήθης
|
3
|
κακοκεφιάζω (kakokefiázo)
|
ακεφιά, κέφι, κακοκεφιά
|
3
|
καλαπόδι (kalapódi)
|
calapod, last, καλοπόδιον
|
3
|
καλο- (kalo-)
|
καλομάνα, καλομαθημένος, καλομοίρης
|
3
|
καλτσούνι (kaltsoúni)
|
calzone, calzoni, colțun
|
3
|
καλυμμένος (kalymménos)
|
άντυτος, ακάλυπτος, καλύπτω
|
3
|
καλόκεφος (kalókefos)
|
άκεφος, κέφι, κεφάτος
|
3
|
καμαριέρα (kamariéra)
|
-ιέρα, chambermaid, maid
|
3
|
καμφορά (kamforá)
|
camfor, camphor, kapur
|
3
|
κανονικά (kanoniká)
|
normally, ανάποδα, κανονικός
|
3
|
καντήλα (kantíla)
|
candela, candelă, cãndilã
|
3
|
κανών (kanón)
|
canon, Καννών, καννών
|
3
|
καπηλειό (kapileió)
|
bar/translations, pub, tavern
|
3
|
καπόνι (kapóni)
|
capo, capon, clapon
|
3
|
καρδιοειδής (kardioeidís)
|
cordate, heart-shaped, καρδιόσχημος
|
3
|
καρναμπίτι (karnampíti)
|
κουνουπίδι, قرنابیت, قرنبيط
|