μήνυμα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek μήνυμα (mḗnuma), from μηνύω (mēnúō, to show, inform) +‎ -μα (-ma, suffix that forms neuter nouns).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈmi.ni.ma/
  • Hyphenation: μή‧νυ‧μα

Noun

[edit]

μήνυμα (mínyman (plural μηνύματα)

  1. message
    συλλυπητήριο μήνυμαsyllypitírio mínymamessage of condolence
    αφήστε το μήνυμά σας μετά το χαρακτηριστικό ήχο
    afíste to mínymá sas metá to charaktiristikó ícho
    leave your message after the beep
  2. email; text, SMS
  3. (figuratively) message
    το μήνυμα του χριστιανισμούto mínyma tou christianismoúthe message of Christianity

Declension

[edit]
singular plural
nominative μήνυμα (mínyma) μηνύματα (minýmata)
genitive μηνύματος (minýmatos) μηνυμάτων (minymáton)
accusative μήνυμα (mínyma) μηνύματα (minýmata)
vocative μήνυμα (mínyma) μηνύματα (minýmata)
[edit]