Graham Gercken – lake sunset
Κωνσταντῖνος Χατζόπουλος
Κοτσίφια γύρω στὰ κλαδιὰ καὶ κίχλες τραγουδοῦνε,
πρὸς τὸν ἀέρα καὶ στὸ φῶς σκορποῦν σκοπὸ φαιδρό·
καὶ τὰ ἐλάτια ὁλόγυρα τὴ θλίψη τους ξεχνοῦνε,θαρρεῖς,
μπροστὰ στὸ ὁλόφωτο τῆς λίμνης τὸ νερό.

Sanford Robinson Gifford (1823-1880)'lake Maggiore'-
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ " ΟΛΟΓΥΡΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ " Αποσπάσματα
α) Όταν επανήλθες μετά επτά έτη εις την ωραίαν τοποθεσίαν, την προσφιλή εις τας αναμνήσεις σου, δεν ήτο Φεβρουάριος ο μην και δεν υπήρχον πλέον ίτσια να μυρώνωσι την ατμόσφαιραν με τας μεθυστικάς ευωδίας των. Αλλά δεν ήτο πλέον και η Πολύμνια εκεί, άλλο έμψυχον ίον, η μεθύσκουσα ποτέ την παιδικήν φαντασίαν σου με μόνον της λευκής λινομετάξου εσθήτος της τον θρουν. Δεν εσώζετο πλέον ούτε ο σικυών του αγαθού Παρρήση, ο περιβάλλων ποτέ με χλοερόν πλαίσιον την γαλινιώσαν λίμνην, την αντανακλώσαν εις τα νερά της το αίθριον κυανούν, ούτε καν η καλύβα του Λούκα του Θανασούλα, η βρεχομένη από το κύμα παρά το στόμιον της λίμνης, όπου ουδείς αλιεύς ετόλμα εντός βολής να πλησιάσει, διότι και κοιμωμένου του Λούκα, η καραβίνα ηγρύπνει παρά το πλευρόν του, και ήκουες τότε έξαφνα, εν τω μέσω της νυκτός, ξηρόν κρότον ουδέν καλόν υποσχόμενον εις τον τολμητίαν όστις θα εδοκίμαζε να πλησιάσει ποτέ. Αν ηδύνατό τις να πιστεύσει τα λεγόμενα, η καραβίνα αύτη ήτο το αληθές ξυπνητήρι του ενοικιαστού της λίμνης, ειδοποιούσα αυτόν μυστηριωδώς διά κτύπου εις τον δεξιόν του ώμον περί της λαθραίας προσεγγίσεως βάρκας τινός εκ του λιμένος διά νυκτός. Διότι οι όροι του συμβολαίου έλεγαν ότι όλα τα κεφαλόπουλα και τα καβούρια, όσα επλησίαζαν εις την λίμνην, ήσαν της λίμνης, ενώ όσα ετόλμων να εξέλθωσιν αυτής, δεν ήσαν του λιμένος. Εφηρμόζετο δ’ενταύθα κατά πλάτος το αξίωμα τα εμά εμά, και τα σα εμά.

Charles Henri Joseph Leickert - Skaters On A Frozen Lake By The Ruins Of A Castle
β) Και όταν έφθανες τέλος, με τα υποδήματα βαλτωμένα
και τα περιπόδια υγρά, εις τον λευκόν οικίσκον του μπαρμπα-Κωνσταντή του
Μιτζέλου, και τον εχαιρέτας, εκεί που εσκάλιζε τα κουκιά, φωνάζων μακρόθεν,
«Καλησπέρα, μπαρμπα-Κωνσταντή!» κι εκείνος σου απήντα μειλιχίως, «Καλώς το
παιδί μου!», τότε ηγάπας να φαντάζεσαι σεαυτόν ως μπαρμπα-Κωνσταντήν, και την
Πολύμνιαν ως θεια-Σινιώραν, και τους δύο κατά σαράντα έτη νεωτέρους, και
ανεμέτρεις οποία θα ήτον ευτυχία διά σε, αν ήτο δυνατόν να συζήσεις με την αγαπητήν
σου εις τον πάλλευκον εκείνον οικίσκον (του οποίου όμως η υπερβάλλουσα λευκότης
ωφείλετο εις τα ακατάπαυστα ασβεστώματα της θεια-Σινιώρας), και οποία θα ήτο
εντρύφησις αισθήματος και ρωμαντισμού, εάν διήγετε τας ημέρας μετά της αγαπητής
εν μέσω του ευώδους και χλοερού εκείνου κήπου με τας ροιάς, με τας ροδωνιάς, με
τας αμυγδαλέας και πασχαλέας, με όλα τα εκλεκτότερα φυτά και άνθη (τα οποία
όμως ωφείλοντο εις τους ενδελεχείς κόπους του μπαρμπα-Κωνσταντή), παρά την
όχθην της ωραίας λίμνης, όπου υπήρχεν είς ουρανός επάνω, και άλλος ουρανός
εφαίνετο κάτω, λεύκαι και κυπάρισσοι ανέτεινον τας υψηλάς κορυφάς των άνω, και
άλλαι λεύκαι και κυπάρισσοι εκρέμαντο ανάποδα κάτω. Και όσαι μυριάδες άστρα
εκόσμουν την νύκτα λάμποντα το στερέωμα, άλλαι τόσαι μυριάδες έλαμπαν
τρεμοσβήνοντα κάτω εις τον πυθμένα. Και καλαμώνες σειόμενοι υπό του ανέμου
ύψωναν τους ασθενείς καυλούς των δύο οργυιάς υπέρ το κύμα, και βρύα και λύγοι
και ασφόδελοι απέζων εκ του ελέους της λίμνης και εκ του λίπους του βάλτου,
κλίνοντα τας χθαμαλάς κορυφάς των προς το ύδωρ, ως ν’ απέδιδον εις την λίμνην
την οφειλομένην ευγνώμονα υπόκλισιν. Και αντικρύ υψούτο ο λιμήν με τας χλοεράς
όχθας του ολόγυρα, τας εξαπλούσας εις τον ήλιον τας πρασινιζούσας κλιτύς των,
ως εύκολπα στήθη παρθένου αναδίδοντα ζωήν και σφρίγος εις την πλάσιν. Δένδρα
εκόσμουν ευπαρύφως τας όχθας τας ορεινάς και τας αμμώδεις, και άλλα δένδρα
φυτευμένα εν τη θαλάσση εστόλιζον το κύμα και τους αιγιαλούς, τα ιστία με τα
εξάρτιά των. Και εις το βάθος εφαίνοντο προς βορράν τεμνόμεναι αι δύο των λόφων
σειραί, αι περιβάλλουσαι ένθεν και ένθεν τον μακρόν αλλ’ ευσύνοπτον εις το
βλέμμα κάμπον, η μία η ανατολική, υψηλή, εγγυτέρα εις τον θεατήν, επιστεφομένη
από το καλύβι του μπαρμπα-Γιωργιού, Θεός σχωρέσ’ τον, του Κοψιδάκη, όπου όχι
άπαξ εώρτασες την Πρωτομαγιάν, παιδίον, με γάλα και με οβελίαν αμνόν και με
στεφάνους και με λούλουδα, όταν έζη ο προς μητρός πάππος σου, ο
μπαρμπα-Αλέξανδρος, Θεός σχωρέσ’ τον, ο Καρονιάρης, όστις ηγάπα να εορτάζει
μεγαλοπρεπώς την Πρωτομαγιάν, χορηγός αυτός όχι μόνον δι’ όλους τους υιούς, τας
θυγατέρας και τα εγγόνια του, αλλά και διά τα αναδεξίμια του και τους
κουμπάρους του και διά τας κόρας των κολληγισσών του ακόμη, τας οποίας επταετής
ήδη δεν ώκνεις να ερωτεύεσαι, φανταζόμενος ότι τρέχεις κατόπιν αυτών εις τους
ορμίσκους, εκεί όπου ελεύκαιναν τας οθόνας, και ότι κρύπτεσαι μαζί των εις τα
άντρα, τα πατούμενα υπό της θαλάσσης, αφριζούσης υπό την πνοήν του Βορρά,
ονειροπολών την ευτυχίαν εις τους λευκούς και γλαφυρούς κόλπους, με τας
ολοβροχίνους και βυσσινόχρους τραχηλιάς, και εις τας κυανόφλεβας και τορνευτάς
ωλένας με τας μακράς και κεντητάς χειρίδας των. Πρώιμα όνειρα νεότητος
ανυπομόνου, ως η αμυγδαλή η ανθούσα τον Ιανουάριον!

Sanford Robinson Gifford Lake Como
γ) Ολίγαι παρήλθον στιγμαί, και
βλέπει την Πολύμνιαν να πηδήσει και να επιβεί εις την μικράν φελούκαν, είδος
σκάφης μ’ επίπεδον το κύτος, χωρίς καρίναν, ήτις ήτο δεμένη εις το χείλος της
λίμνης, ου μακράν της καλύβης, και ης επιβαίνων ο Λούκας εθήρευεν ανά την
λίμνην τους εγχέλεις <και> τα κεφαλόπουλα. Κατόπιν της νεάνιδος, ο μικρός
αδελφός της, λύσας την μπαρούμα, επέβη, και λαβών το κοντάριον, ήρχισε ν’
αβαράρει εις τον βυθόν της αβαθούς λίμνης. Ο Χριστοδουλής εσυμπέρανεν ορθώς ότι
της Πολυμνίας θα είχεν έλθει η φαντασία να κάμει μίαν φοράν με την φελούκαν
περίπατον επί της λίμνης, και ο Λούκας, ευδιάθετος ευρεθείς, της έδωκε την
άδειαν.
Η μικρά σκάφη
απεμακρύνθη προς το κέντρον της λίμνης, οι δύο άνδρες καθίσαντες εκ νέου,
ησχολούντο ν’ αποτελειώσουν την φλάσκαν, και ο Χριστοδουλής κρυμμένος εις τους
καλαμώνας, έβλεπε θαυμάζων, όπως θα εθαύμαζες συ, το χαριέστατον σύμπλεγμα της
νεάνιδος και του μικρού αδελφού της, εξακολουθούντος, με όλην του την δύναμιν,
διά του κονταρίου ν’ αντωθεί τον πυθμένα. Η Πολύμνια εφαίνετο ακτινοβολούσα εκ
χαράς. Ο περίπατος ούτος την ηύφραινε, την κατεγοήτευεν, ως τα αθύρματα τας
τριετείς κορασίδας, ενώ ο αδελφός της εφαίνετο αισθανόμενος ίσην χαράν με τα
επταετή παιδία, τα οποία φεύγοντα το σχολείον, με τον φύλακαανηρτημένον
υπό την μασχάλην, ευρίσκουσιν άφατον ηδονήν να τρέχουν εις τες ακρογιαλιές και
εις τους βάλτους, και να καραβίζουν με σμικρότατα κομψά καραβάκια, τα
οποία οι επιδεξιώτεροι μεταξύ των κατασκευάζουσιν. Ο Χριστοδουλής ελησμόνησε τα
χέλια, τα καβουράκια και τα κεφαλόπουλα, τα οποία διενοείτο να κλέψει, και δεν
εχόρταινε να βλέπει την παιδικήν εκείνην επί της λίμνης περιπλάνησιν. Αλλά δεν
του διέφυγε και η ατζαμωσύνη του Νίκου, όστις δεν ήξευρε ν’
αβαράρει κανονικά καθώς έπρεπε, και χωμένος μέσα εις τους καλαμώνας ο
παιδικός φίλος σου εστέναζε κι έλεγεν: «Α! να ήμουν εγώ!…»

Sanford Robinson Gifford Lake Nemi
ΤΑΙΝΙΑ Ένα Βότσαλο Στη Λίμνη (1952)
Το έργο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 1952. Ο Επιχειρηματίας Μανώλης Σκουντρής είναι ένας πιστός και καλός σύζυγος....
Εχει όμως ένα φοβερό ελάττωμα και αυτό είναι η τσιγγουνιά του. Η σύζυγός του Βέττα τον αγαπάει και υπομένει, αλλά πολλές φορές την φθάνει στα όρια της. Ο Σκουντρής έχει συνέταιρο τον Γιώργο, που τρελαίνεται για τον ποδόγυρο. Μια μοιραία σύμπτωση, γίνεται η αιτία που αλλάζει την καθημερινότητα της οικογένειας Σκουντρή και αποδεικνύει πώς οι αληθινές αξίες υπάρχουν δίπλα μας, αλλά πολλές φορές τις αγνοούμε, γιατί απλά τις θεωρούμε δεδομένες. Αρκεί όμως ένα βότσαλο για να ταράξει την ακύμαντη οικογενειακή λίμνη; Την απάντηση θα την βρούμε μέσα απο την παράσταση που υπόσχεται να μας χαρίσει στιγμές ψυχαγωγίας και αυτογνωσίας, γιατί τα χρόνια μπορεί να περνάνε γρήγορα αλλά οι πραγματικές αξίες παραμένουν αναλλοίωτες.
Διάρκεια: 91 λεπτά
Πρώτη προβολή 30 Δεκεμβρίου 1952
Σκηνοθεσία:Αλέκος Σακελλάριος
Σενάριο:Χρήστος Γιαννακόπουλος
Αλέκος Σακελλάριος
Παραγωγή:Μήλλας φιλμ
Ηθοποιοί
Βασίλης Λογοθετίδης
Βαγγέλης Πρωτοπαππάς
Στέφανος Στρατηγός
Μιχάλης Παπαδάκης
Γιώργος Καρέτας
Ίλια Λιβυκού
Μαίρη Λαλοπούλου
Καίτη Λαμπροπούλου
Ντίνα Σταθάτου
Άννα Ρούσσου
Μπέμπα Μωραϊτοπούλου

Thomas Hill Mountain Lake
Tchaikovsky: Swan Lake - The Kirov Ballet
Η λίμνη των κύκνων (ρωσικά: Лебединое Озеро -Λεμπεντίνογε όζερο προφορά: [lʲɪbʲɪˈdʲinəjə ˈozʲɪrə]) είναι τίτλος παράστασης μπαλέτου, γραμμένης σε τέσσερις πράξεις. Τη μουσική της παράστασης έγραψε ο Ρώσοςσυνθέτης Πιότρ Τσαϊκόφσκι τη διετία 1875 - 1876, ενώ η ιστορία της βασίζεται σε ρωσικά λαϊκά παραμύθια καθώς και σε έναν αρχαίο γερμανικό μύθο. Η πρωτότυπηχορογραφία ανήκει στον Julius Reisinger.
Το παραμύθι αφηγείται τις αισθηματικές περιπέτειες ενός νέου πρίγκιπα και μιας όμορφης κοπέλας, την οποία ένας κακόβουλος μάγος μεταμορφώνει σε λευκό κύκνο.
Η πριγκίπισσα Οντέτ και οι φίλες της περνούν τη ζωή τους παγιδευμένες στη μορφή του κύκνου από τότε που τις μάγεψε ο κακός μάγος Ρόθμπαρτ. Τα μάγια μπορεί να λύσει μόνο οέρωτας, ο οποίος έρχεται με την όψη του ωραίου πρίγκιπα Ζίγκφριντ, που ορκίζεται να σώσει την Οντέτ. Ο Ρόθμπαρτ αποπειράται να τον ξεγελάσει και να τον παντρέψει με την κόρη του Οντίλ, το μαύρο κύκνο, που μοιάζει εκπληκτικά με την Οντέτ.
Ο Ζίγκφριντ σύντομα γλιτώνει από την παγίδα του μάγου, παίρνει στην αγκαλιά του την αγαπημένη του και πετούν μαζί για τον ουρανό. Καθώς όμως δεν υπάρχει συγκεκριμένο κείμενο, υπάρχει και ένα δεύτερο τέλος, που θέλει τους δύο ερωτευμένους να πεθαίνουν.
Μ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ - Παραμύθι με λυπημένο τέλος
Κάποτε γνώρισα μια λίμνη
μάτια μου, μάτια μου
κάποτε γνώρισα μια λίμνη
που ‘θελε να ‘ναι θάλασσα
Και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι
και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι
Κάποτε αντάμωσα μια πέτρα
μάτια μου, αχ μάτια μου
κάποτε αντάμωσα μια πέτρα
που ‘θελε βράχος να γενεί
Και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι
και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι
Κάποτε αγάπησα μια κόρη
μάτια μου, μαύρα μάτια μου
που ρωτούσε κάθε αγόρι
πότε γυναίκα θα γενεί
Και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι
και κάθε που χαράζει
την τρώει το μαράζι
Έχουν περάσει χρόνοι δέκα
μάτια μου, αχ μάτια μου
η κόρη γίνηκε γυναίκα
μα εγώ απόμεινα παιδί
Και κάθε που χαράζει
με τρώει το μαράζι
και κάθε που χαράζει
με τρώει το μαράζι
Σωκράτης Μάλαμας - Λίμνη
Σωκράτης Μάλαμας - Λίμνη
Μουσική : Νίκος Μαστoράκης
Στίχοι : Δέσποινα Δραγασάκη
Τραγούδι : Σωκράτης Μάλαμας
CD : Κύρβα (2013)
Στίχοι:
Ούτε που το κατάλαβες πως έφτασες στο σπίτι
Που έχει δάσος σκοτεινό γύρω να το φυλά
Και μπρος στα σκαλοπάτια του τη πράσινη τη λίμνη
Εκεί η σιωπή αντίλαλο της νύχτας τραγουδά
Εδώ είναι ο τόπος μου σου είπε η ψυχή σου
Να γιατί χρόνια πάνω σου κρατούσες το κλειδί
Στο σπίτι η πόρτα άνοιξε σφραγίστηκε η φυγή σου
Μέρες στο τζάκι έκαιγες ένα παλιό κλουβί
Ήταν πρωί που βρέθηκες μες τη μικρή σου βάρκα
Στη λίμνη που είναι άχρονη τόλμησες να ανοιχτείς
Που τα πουλιά δεν την κοιτούν να μην καούν τα μάτια
Της λησμονιάς το άλλοθι χάνεις όταν τα δεις
Μα εσύ έγειρες και έσερνες το αθώο σου το χέρι
Αν και το αίμα πάγωνε χάιδευες το νερό
Μετά καταμεσήμερο με το κορμί που ξέρει
Κολύμπησες και άνοιξες τη πόρτα στο βυθό
Ούτε που το κατάλαβες πως έφτασες στο σπίτι
Που έχει δάσος σκοτεινό γύρω να το φυλά
Και μπρος στα σκαλοπάτια του τη πράσινη τη λίμνη
Εκεί η σιωπή αντίλαλο της νύχτας τραγουδά
Η Λίμνη και ο ποταμός Παντελής Θαλασσινός
Παντελής Θαλασσινός. "ΑΣΤΡΑΝΑΜΑΤΑ" Στίχοι Λευτέρης Σταυρινουδάκης
Η Λίμνη η πεντάμορφη χρύσωσε τα νερά της
και άρπαξε τον ποταμό στο σφιχταγκαλιασμά της.
Μες τη σιωπή ερίγησαν οι ήχοι από τα πεύκα
και σα νεράϊδα έγειρε το σώμα της η λεύκα.
Πως τραγουδούνε οι καρδιές σ' αυτό το πανηγύρι
και λούζεται ο έρωτας των λουλουδιών τη γύρη.
Ο ποταμός ερωτικές ματιές στη λίμνη ρίχνει
και τρεμοσβήνουνε γλυκά των αστεριών οι λύχνοι.
Απλώθηκε στον ουρανό μια θεία μελωδία
σαν δαγκωθήκαν οι ψυχές στα χείλη με μανία.
Πλημύρισε από ηδονή το ιδρωμένο χώμα
και η λίμνη και ο ποταμός φιλήθηκαν στο στόμα.