.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bertolt Brecht. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bertolt Brecht. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Η χαζή γυναίκα - Bertolt Brecht

 

Κάποιος είχε μια γυναίκα που ήταν σαν τη θάλασσα. Η θάλασσα αλλάζει με κάθε φύσημα του ανέμου, αλλά ούτε μεγαλώνει, ούτε μικραίνει, ούτε αλλάζει χρώμα ή γεύση. Και δε μαλακώνει ούτε σκληραίνει. Όταν σταματήσει να φυσάει ο άνεμος, ξαναημερεύει και δεν έχει γίνει διαφορετική. Κι ο άντρας έπρεπε να πάει ταξίδι.
Όταν ήταν να ξεκινήσει, έδωσε στη γυναίκα ό,τι είχε και δεν είχε, το σπίτι του, και το εργαστήρι του και τον κήπο γύρω απ’ το σπίτι του και όσα χρήματα είχε κερδίσει. «Όλ’ αυτά είναι δικά μου κι ανήκουν και σ’ εσένα. Να το προσέξεις καλά». Τότε αυτή κρεμάστηκε απ’ το λαιμό του κι έκλαψε και του είπε: «Πως θα τα βγάλω πέρα; Αφού είμαι χαζή». Αλλ’ αυτός την κοίταξε καλά και είπε: «Αν μ’ αγαπάς, θα τα καταφέρεις». Και στη συνέχεια την αποχαιρέτησε.
Τώρα που η γυναίκα έμεινε πίσω μοναχή, άρχισε να φοβάται πολύ για όλα όσα βρέθηκαν μες στ’ αδύνατα χέρια της: κατατρομοκρατήθηκε. Γι’ αυτό και στράφηκε στον αδερφό της, έναν παλιάνθρωπο – κι αυτός τη γέλασε. Έτσι, η περιουσία της όλο και λιγόστευε. Όταν το πήρε είδηση, την έπιασε μαύρη απελπισία και αποφάσισε να σταματήσει να τρώει, για να μη λιγοστέψει κι άλλο. Και τις νύχτες έμενε ξάγρυπνη. Έτσι αρρώστησε.
Και κειτόταν τώρα στο δωμάτιό της και δεν μπορούσε πια να φροντίζει το σπίτι. Κι αυτό άρχισε να ρημάζει, κι ο αδερφός της βρήκε ευκαιρία και πούλησε τον κήπο και το εργαστήρι χωρίς να το πει στη γυναίκα. Η γυναίκα έμεινε ξαπλωμένη πάνω στα μαξιλάρια της χωρίς να λέει κουβέντα και σκεφτόταν: Αν δε λέω κουβέντα, δεν υπάρχει περίπτωση να πω καμιά χαζομάρα, κι αν δεν τρώω, η περιουσία θα σταματήσει να λιγοστεύει.
Κι έτσι ήρθαν τα πράγματα, που μια μέρα το σπίτι έπρεπε να βγει σε πλειστηριασμό. Ήρθαν γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι απ’ όλα τα γύρω μέρη, γιατί ήταν όμορφο σπίτι. Και η γυναίκα κειτόταν στο δωμάτιό της κι άκουγε τους ανθρώπους και το σφυρί που έπεφτε. Κι οι άνθρωποι γελούσαν κι έλεγαν: «Η βροχή περνάει μέσα από τη στέγη κι οι τοίχοι είναι έτοιμοι να πέσουν». Και τότε αισθάνθηκε μεγάλη αδυναμία και αποκοιμήθηκε.
Όταν ξύπνησε πάλι, κειτόταν σε ένα ξύλινο δωμάτιο πάνω σε ένα σκληρό κρεβάτι. Δεν υπήρχε παρά ένα όλο κι όλο παραθυράκι κι αυτό σε μεγάλο ύψος, κι ο κρύος αέρας διαπερνούσε τα πάντα. Και μπήκε μέσα μια γριά και της ρίχτηκε κακιασμένα και της είπε ότι το σπίτι της πουλήθηκε, αλλά τα χρέη της δεν καλύφθηκαν ακόμα όλα και ότι θα της έδινε ένα κομμάτι ψωμί από λύπηση, αν και ο άντρας της ήταν αυτός που άξιζε λύπηση. Γιατί τώρα πια δεν του ‘χε απομείνει τίποτα. Μόλις τα άκουσε αυτά η γυναίκα, τα ‘χασε και το μυαλό της πειράχτηκε λιγάκι και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Κι απ’ αυτή τη μέρα άρχισε να δουλεύει στο σπίτι και στα χωράφια. Και τριγυρνούσε με παλιόρουχα και δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα και βέβαια ούτε κέρδιζε τίποτα, γιατί δεν απαιτούσε. Και κάποτε άκουσε ότι ο άντρας της γύρισε.
Την έπιασε μεγάλος φόβος. Μπήκε τρέχοντας στο σπίτικαι χτένισε τα μαλλιά της κι έψαξε να βρει μια καθαρή πουκαμίσα, αλλά δεν υπήρχε καμία. Κι έβαλε τα χέρια πάνω στα στήθη της για να τα κρύψει κι ήταν εντελώς μαραμένα. Και ξεχύθηκε έξω από ένα πίσω πορτάκι τρέχοντας στα τυφλά.
Αφού, λοιπόν, έτρεχε κάμποση ώρα, έκανε τη σκέψη ότι ήταν ο άντρας της. Είχαν ενώσει τη ζωή τους και τώρα αυτή τον εγκατέλειψε. Κι αμέσως έκανε στροφή κι έτρεξε πίσω, χωρίς να σκέφτεται πια το σπίτι και το εργαστήρι και την πουκαμίσα. Και τον είδε από μακριά κι έτρεξε καταπάνω του και κρεμάστηκε στο λαιμό του.
Ο άντρας όμως στεκόταν καταμεσής στο δρόμο κι οι άνθρωποι τον κορόιδευαν απ’ τα κατώφλια των σπιτιών τους. Κι ήταν πολύ θυμωμένος. Είχε όμως τη γυναίκα κρεμασμένη πάνω του, κι αυτή δεν απομάκρυνε πόντο το κεφάλι απ’ το λαιμό του, ούτε τα χέρια της από το σβέρκο του. Και την ένιωθε να τρέμει και νόμιζε πως είναι από το φόβο της, επειδή τα ‘χασε όλα. Αλλά τελεικά σήκωσε το πρόσωπό της και τον κοίταξε και είδε ότι δεν ήταν από το φόβο της, αλλά από τη χαρά της. Χαιρόταν τόσο πολύ, που έτρεμε. Τότε ξαναβρήκε κάπως τον εαυτό του και τρέκλισε κι αυτός και την αγκάλιασε κι αισθάνθηκε έντονα το πόσο είχε αδυνατίσει στους ώμους και τη φίλησε στο στόμα.
 
 

Bertolt Brecht
Η χαζή γυναίκα και άλλες ιστορίες
Μετάφραση Νάντια Βαλαβάνη
Εκδόσεις Καστανιώτη 1997

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Εγκώμιο στην αμφιβολία – Bertolt Brecht

 


Ευλογημένη να ‘ναι η αμφιβολία! Σας συμβουλεύω να τιμάτε
χαρούμενα και προσεχτικά εκείνον
που το λόγο σας ξετάζει σαν κάλπικη μονέδα!
Άμποτε να ‘σαστε συνετοί και να μη
δίνετε το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.

Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε
την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.
Παντού
κάστρα απάτητα κυριεύονται και 
της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν
αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό
εύκολα τα μετρούσες.

Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή
κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της 
απέραντης της θάλασσας.

Α, όμορφο που ‘ναι το κούνημα του κεφαλιού
για τις «ατράνταχτες» αλήθειες!
Α, θαρρετή που ‘ναι η φροντίδα του γιατρού
για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει!

Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι σαν οι φοβισμένοι
αδύναμοι σηκώνουν το κεφάλι και
παύουν να πιστεύουν
στων τυράννων τους τη δύναμη!

***

Α, με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα!
Πόσες θυσίες κόστισε!
Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί
πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!
Με στεναγμό ανακούφισης το ‘γραψε ένας άνθρωπος μια μέρα
στης Γνώσης το βιβλίο.
Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρες
ζήσανε μαζί του, το ‘βλεπαν σαν αλήθεια αιώνια
κι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ’ αγνοούσαν.
Μα κάποτε, μια υποψία μπορεί να γεννηθεί, γιατί μια καινούρια
εμπειρία
τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα. Ξυπνάει η αμφιβολία.
Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει
απ’ το βιβλίο της Γνώσης
το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.

***

Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν, ενώ τον εξετάζουν
για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι, ενώ τον επιθεωρούν
λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια, ενώ τον κατηχούνε
πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ’ αυτιά μ’ ένα 
βιβλίο γραμμένο απ’ το Θεό τον ίδιο
ενώ τον δασκαλεύουν
ανελέητοι δάσκαλοι, ο φτωχός ακούει να του λένε
πως ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος των κόσμων και πως την 
τρύπα
στη σκεπή της κάμαράς του την έχει σχεδιάσει ο Θεός αυτοπροσώπως.
Αληθινά, του είναι δύσκολο πολυ
ν’ αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.
Ιδρωκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του 
δε θα κατοικήσει.
Μα δεν ιδρωκοπάει λιγότερο κι όποιος δικό του χτίζει σπίτι.

***

Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.
Η χώνεψή τους είναι άψογη, κι η κρίση τους αλάθευτη.
Δεν πιστεύουν στα γεγονότα, πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους.
Αν χρειαστεί
πρέπει  α υ τ ο ύ ς   τα γεγονότα να πιστέψουν. Είναι απέραντα
υπομονετικοί – με τον εαυτό τους. Τα επιχειρήματα
τ’ ακούνε με αυτί σπιούνου.

Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν,
συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν δρούνε.
Τούτοι αμφιβάλλουν όχι για να πάρουν μιαν απόφαση, αλλά
για να μην πάρουν απόφαση καμιά. Τα κεφάλια τους
τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε. Με σκοτισμένο 
πρόσωπο
ειδοποιούν τους επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν, πως το 
νερό είν’ επικίνδυνο.
Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά
αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.
Μουρμουρίζουν σκεφτικά
πως «το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα», και πηγαίνουνε να
πέσουν.
Μοναδική τους δράση, ο δισταγμός.
Αγαπητή τους φράση: «Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση».

Γι’ αυτό, αν παινεύεις την αμφιβολία
μην παινέψεις την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!
Τι ωφελεί η αμφιβολία εκείνον
που δε μπορεί ν’ αποφασίσει;
Μπορεί να πράξει λάθος
όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει.
Μα όποιος  π ά ρ α   π ο λ λ ο ύ ς  γυρεύει
μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.

Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς
πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους
αρχηγούς!
Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς
ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!
(1936)

Bertolt Brecht
Ποιήματα
Μετάφραση Μάριος Πλωρίτης
Εκδόσεις Θεμέλιο 2000

Κυριακή 10 Απριλίου 2022

Επιλογή από κτήνη - Bertolt Brecht


 
Όταν ο κύριος Κόυνερ ο στοχαστής άκουσε
πως ο πιο ξακουστός εγκληματίας της Νέας Υόρκης
ένας σφάχτης και λαθρέμπορος ναρκωτικών
σκοτώθηκε σαν σκυλί
και θάφτηκε δίχως παπά και διάκο
δεν έδειξε παρά μονάχα έκπληξη.
Που φτάσαμε λοιπόν, είπε,
ακόμα κι ο εγκληματίας να μην είναι
σίγουρος για τη ζωή του,
και να μη γνωρίζει κάποιαν επιτυχία
ούτ’ αυτός που είναι έτοιμος για όλα;
Όλοι το ξέρουν πως είναι χαμένοι
αυτοί που νοιάζονται για την αξιοπρέπειά τους.
Καλά κ’ εκείνοι που την ξεπουλάνε;
Να πούμε δηλαδή ότι όποιος πάει για μαλλί
βγαίνει κουρεμένος;
Ιδρωκομμένοι τινάζονται νύχτα από τον ύπνο τους οι δίκαιοι
κι ο παραμικρός θόρυβος τρόμο τους προκαλεί
ακόμα και στον ύπνο τους κυνηγάει η καθαρή συνείδησή τους,
και τώρα μαθαίνω πως κι ο εγκληματίας
δεν μπορεί πια να κοιμάται ήσυχος;
Τι σύγχυση!
Τι χρόνια είναι τούτα!
Μαθαίνω πως με μιαν απλή προστυχιά
δεν καταφέρνεις πια τίποτα,
μ’ ένα φονικό μονάχα
κανείς δεν τα βγάζει πέρα!
Πρόθυμα θάκανε ο καθένας
δυο-τρεις προδοσίες κάθε πρωί.
Μα τι ωφελεί η προθυμιά
όταν όλα εξαρτώνται από την  ικανότητα;
Ως και η ασυνειδησία δεν είναι αρκετή
μόνο η απόδοση μετράει.
Έτσι και ο αθεόφοβος μπαίνει 
στον τάφο του αθόρυβα
μια κι υπάρχουν πολλοί όμοιοί του
δεν εντυπωσιάζει.
Πόσο φτηνότερα θα μπορούσε
ν’ αποχτήσει τον τάφο
αυτός που για λεφτά τόσο διψούσε!
Τόσα φονικά
και μια τόσο σύντομη ζωή!
Τόσα εγκλήματα
και τόσο λίγοι φίλοι!
Αν ήταν αδέκαρος
δε θα μπορούσαν νάναι λιγότεροι!
Πως λοιπόν αντικρίζοντας τέτοια περιστατικά
να μη χάνουμε το θάρρος μας;
Τι άλλο να σχεδιάσουμε;
Ποια άλλα εγκλήματα να σοφιστούμε;
Δεν είναι καλό να ζητάς πολλά από τον άνθρωπο.
Τέτοια βλέποντας, είπε ο κύριος Κόυνερ,
αποθαρρυνόμαστε.

Bertolt Brecht
Ιστορίες του κ. Κόυνερ
Η Διαλεκτική σαν Τρόπος Ζωής
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης
Εκδόσεις Θεμέλιο 2008

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ - Bertolt Brecht



(για να ακούσετε κανονικά το τραγούδι πρέπει να βάλετε την ταχύτητα αναπαραγωγής [playback speed] στο 2).




1

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,

ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,

λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,

εσκότωσε το παιδί της ως εξής:

Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,

να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως – όπως,

με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.

Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



2

Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.

Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,

τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο

που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.

Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,

κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.

Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν

στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



3

Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.

Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα

στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας

καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.

Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση

ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,

γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε

πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



4

Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,

καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,

άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.

Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.

Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας

κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει

πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε

η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



5

Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:

χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.

Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.

Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.

Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.

Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.

Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



6

Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει

την ιστορία για κείνο το παιδί

(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),

κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.

Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,

αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.

Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,

με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



7

Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις

-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-

σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,

δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,

γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,

ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,

μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,

γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



8

Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει

-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.

Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,

που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,

το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.

Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό

μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,

και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο πλυσταριό.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.



9

Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,

στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,

κοριτσομάνα, καταδικασμένη,

του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.

Σεις, που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα

και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,

μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.

Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.




[Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης]

Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑ ΣΙΟΤΑ - Bertolt Brecht


Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο λιμάνι της μικρής πόλης La Ciotat στη νότια Γαλλία, είδαμε σ’ ένα πανηγύρι, με την ευκαιρία μιας λεμβοδρομίας, στο κέντρο της πλατείας, ένα μπρούτζινο άγαλμα του Γάλλου Στρατιώτη, γύρω απ’ το οποίο στριμωγνόταν κόσμος πολύς.
Ζυγώσαμε κι ανακαλύψαμε πως το άγαλμα ήταν αληθινός άνθρωπος, μέσα στην καστανόχρωμη χλαίνη του, με κράνος στο κεφάλι και μια μπαγιονέτα στο χέρι, να στέκεται ακίνητος πάνω σε μαρμαρένιο βάθρο και να τον τσουρουφλίζει ο καυτερός ήλιος του Ιουνίου. Το πρόσωπο και τα χέρια του τα ’χε βάψει με μπρούτζινο χρώμα. Δεν κουνούσε κανένα του μούσκλο ούτε και τα ματόκλαδά του πετάριζαν, τα κρατούσε στητά.
Μπροστά στα πόδια του, που ήταν κι η βάση του αγάλματος απλωνόταν ένα κομμάτι χαρτόνι και πάνω του διάβαζε ο περαστικός:
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΓΑΛΜΑ (L’HOMME STATUE)
«Εγώ, ο Σαρλ-Λουί Φρανσάρ, στρατιώτης του ...στού Συντάγματος, απόχτησαν την ιδιαίτερα εξαιρετική ικανότητα, από μια καταστροφή στα οχυρά του Βερνταίν, να στέκω ακίνητος και να παρασταίνω, όσην ώρα θέλω, το άγαλμα. Αυτή μου η ικανότητα εξετάστηκε από πολλούς καθηγητές και χαρακτηρίστηκε σαν ανεξήγητη αρρώστια. Δώστε, σας παρακαλώ, σ’ έναν άνεργο πατέρα, μια μικρή βοήθεια».
Ρίξαμε τον οβολό μας στο δισάκι που έστεκε κοντά στην παράκληση και προχωρήσαμε ελεεινολογώντας με το κεφάλι.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται οπλισμένος μέχρι τα δόντια ο από χιλιάδες χρόνια ακατάβλητος στρατιώτης, αυτός που με τη βοήθειά του φτιάξανε ιστορία, που επραγματοποίησε όλα εκείνα τα μεγάλα επιτεύγματα του Αλέξανδρου, του Καίσαρα, του Ναπολέοντα, για τα οποία εμείς διαβάσαμε στα σχολικά μας βιβλία. Αυτός είναι. Δεν πεταρίζουν τα βλέφαρά του. Αυτός είναι ο τοξότης του Κύρου, ο ηνίοχος του δρεπανηφόρου άρματος του Καμβύση, που τελικά δεν μπόρεσε να τον σκεπάσει η άμμος της ερήμου, ο λεγεωνάριος του Καίσαρα, ο κονταροφόρος του Τσέγκις Χαν, ο Ελβετός του Λουδοβίκου 16ου και του
Ναπολέοντα ο γρεναδιέρος. Και κατέχει και την όχι και τόσο ασυνήθιστη ικανότητα να μην αφήνει τον εαυτό του να νιώθει, όταν δοκιμάζονται πάνω του τα κάθε λογής όργανα καταστροφής.
Σαν την πέτρα, αναίσθητα – λέει - αναμένει την καταδίκη του όταν τον στέλνουν στο θάνατο. Τρυπημένος πέρα ως πέρα απ’ τα δόρατα διάφορων εποχών, πέτρινα, μπρούτζινα, σιδερένια, πλακωμένος από οχήματα, απ’ του Αρταξέρξη ίσαμε και του στρατηγού Λούντερντορφ, τσαλαπατημένος απ’ τους ελέφαντες του Αννίβα και το ιππικό του Αττίλα, κομματιασμένος απ’ τα βλήματα όλο και πιο τελειοποιημένων φονικών όπλων, αλλά κι απ’ τους εναέριους ογκόλιθους ενός καταπέλτη, καταξεσκισμένος από χειροβομβίδες μεγάλες και μικρές, σαν τα’ αυγά της περιστέρας ή της μέλισσας, στέκεται όρθιος, ακατάβλητος, πάντα φτου και ’ξαρχής, να τον προστάζουν στις πολυποίκιλες γλώσσες, όμως πάντα, δίχως να ξέρει το γιατί και για ποιον σκοπό. Τις χώρες που εδάμαζε δεν τις κέρδιζε για τον εαυτό του, όπως ο χτίστης δεν κάθεται στο σπίτι που έχτισε. Ωστόσο η χώρα που αυτός υπερασπιζόταν κάπως του ανήκε. Πάνωθέ του η θανατερή βροχή απ’ τα αεροπλάνα κι η κοχλάζουσα πίσσα απ’ τα τείχη της πόλης και κάτω χαρακώματα και λάκκοι, γύρω του η πανούκλα και το θειάφι, σάρκινη φαρέτρα για ακόντια και βέλη, στόχος, πολτός για τανκς, βραστήρας αερίων. Μπροστά του ο εχθρός, πίσωθέ του ο στρατηγός!
Αμέτρητα τα χέρια που του πλέκαν τις φανέλες, πού σφυρηλατούσαν το σιδερένιο θώρακα και φκιάχνανε τις αρβύλες! Ανεξάντλητες κι οι τσέπες που γιόμιζαν απ’ αυτόν! Ατέλειωτος ο αλαλαγμός, σ’ όλες τις γλώσσες του Κόσμου που τον ξεσήκωνε! Αυτόν, που είναι οπλισμένος με την απαίσια κλήρα να υπομένει, μουλιασμένος απ’ την αγιάτρευτην αρρώστια της απάθειας. Τι κατάπτωση να ’ναι τούτη – σκεφτήκαμε - που αυτός να φτάνει στο σημείο να ευγνωμονεί, κι αυτή την τρομερή, τερατώδικη και τόσο μεταδοτικήν αρρώστια;
Κι αναρωτιόμασταν: Δεν θα γίνει πότες βολετό να μπορέσει να γιατρευτεί από τούτη την αρρώστια του;


Bertolt Brecht
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΑ-ΛΟΥΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΡΟΝΤΖΗ 2007

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι - Μπέρτολτ Μπρεχτ



"Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι", ρώτησε τον κύριο Κ. η κορούλα της σπιτονοικοκυράς του, "θα φερνόντουσαν καλύτερα στα μικρά ψάρια;"
"Και βέβαια", είπε αυτός.
"Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έφτιαχναν στη θάλασσα τεράστια κουτιά για τα μικρά ψάρια, με λογιών λογιών τροφές μέσα, φυτικές και ζωικές.
Θα φρόντιζαν να έχουν τα κουτιά πάντα καθαρό νερό και γενικά θα έπαιρναν κάθε λογής υγειονομικά μέτρα. Αν λόγου χάρη ένα ψαράκι τραυματιζόταν στο πτερύγιο, τότε θα του το έδεναν αμέσως με επίδεσμο, για να μην πεθάνει και το χάσουν οι καρχαρίες πρόωρα.
Για να μη μελαγχολούν τα ψαράκια, θα γινόντουσαν κάθε τόσο μεγάλα υποθαλάσσια πάρτυ· γιατί τα εύθυμα ψαράκια έχουν καλύτερη γεύση από τα μελαγχολικά. Φυσικά θα υπήρχαν και σχολεία στα μεγάλα κουτιά. Σ' αυτά τα σχολεία τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να μπαίνουν στο στόμα των καρχαριών. Θα μάθαιναν - για παράδειγμα - γεωγραφία, ώστε να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, που κάθονται κάπου και χουζουρεύουν. Το κυριότερο βέβαια θα ήταν η ηθική αγωγή των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν ότι η μεγαλύτερη και ωραιότερη πράξη είναι όταν ένα ψαράκι θυσιάζεται πρόθυμα, και ότι πρέπει όλα τους να πιστεύουν στους καρχαρίες, όταν οι τελευταίοι λένε ότι θα φροντίσουν για ένα όμορφο μέλλον. Τα ψαράκια θα διδάσκονταν πως το μέλλον αυτό θα εξασφαλιζόταν μόνον αν μάθαιναν να υπακούουν. Τα ψαράκια έπρεπε να φυλάγονται από κάθε χυδαία, υλιστική, εγωιστική και μαρξιστική τάση, και να το αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες αν κάποιο από αυτά πρόδινε τέτοιες τάσεις.
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κατακτήσουν ξένα κουτιά και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους διεξάγουν τα δικά τους ψαράκια. Θα μάθαιναν στα ψαράκια πως ανάμεσα σ' αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει κολοσσιαία διαφορά. Θα διακήρυσσαν πως τα ψαράκια ως γνωστόν είναι μουγκά, αλλά σωπαίνουν σ' ολότελα διαφορετικές γλώσσες και γι' αυτό είναι αδύνατο να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο κάμποσα άλλα ψαράκια, εχθρικά ψαράκια, από εκείνα που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θα του καρφίτσωναν ένα παράσημο από φύκια και θα του απένειμαν τον τίτλο του ήρωα.
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, εννοείται πως θα καλλιεργούσαν και την τέχνη. Θα υπήρχαν όμορφοι πίνακες, που θα παρίσταναν τα δόντια των καρχαριών με υπέροχα χρώματα, τα στόματά τους σαν αληθινά πάρκα, όπου μπορεί να κάνει κανείς εξαίσιους περιπάτους. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν πώς τα ηρωικά ψαράκια καταπλέουν γεμάτα ενθουσιασμό στα στόματα των καρχαριών, και η μουσική θα ήταν τόσο θεσπέσια που κάτω από τους ήχους της τα ψαράκια, σαγηνεμένα και παραδομένα στις πιο ευχάριστες σκέψεις, θ' ακολουθούσαν την ορχήστρα και θα έμπαιναν στο στόμα των καρχαριών.
Θα υπήρχε και θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Θα δίδασκε πως μόνο μέσα στην κοιλιά των καρχαριών τα ψαράκια αρχίζουν να ζουν πραγματικά.
Α ναι, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τα ψαράκια θα έπαυαν να είναι όλα ίσα μεταξύ τους, όπως τώρα. Σε μερικά απ' αυτά οι καρχαρίες θα απονέμανε αξιώματα και θα τα έβαζαν πάνω από τα άλλα. Μάλιστα, τα κάπως μεγαλύτερα ψαράκια θα είχαν το δικαίωμα να τρώνε τα μικρότερα. Αυτό θα ήταν λίαν ευχάριστον για τους καρχαρίες, γιατί έτσι θα έβρισκαν συχνότερα μεγάλους μεζέδες. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, που θα είχαν πόστα, θα φρόντιζαν να επικρατεί τάξη ανάμεσα στα ψαράκια, θα γινόντουσαν δάσκαλοι, αξιωματικοί, πολιτικοί μηχανικοί για να χτίζουν τα κουτιά κ.λ.π.
Με δυο λόγια, μόνον αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι θα υπήρχε κουλτούρα στη θάλασσα".

Μπέρτολτ Μπρεχτ
Ιστορίες του ημερολογίου
μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ
εκδ. Υάκινθος