.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Κυριακή 11 Αυγούστου 2024
Η χαζή γυναίκα - Bertolt Brecht
Κυριακή 5 Μαρτίου 2023
Εγκώμιο στην αμφιβολία – Bertolt Brecht
Ευλογημένη να ‘ναι η αμφιβολία! Σας συμβουλεύω να τιμάτε
χαρούμενα και προσεχτικά εκείνον
που το λόγο σας ξετάζει σαν κάλπικη μονέδα!
Άμποτε να ‘σαστε συνετοί και να μη
δίνετε το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.
Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε
την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.
Παντού
κάστρα απάτητα κυριεύονται και
της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν
αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό
εύκολα τα μετρούσες.
Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή
κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της
απέραντης της θάλασσας.
Α, όμορφο που ‘ναι το κούνημα του κεφαλιού
για τις «ατράνταχτες» αλήθειες!
Α, θαρρετή που ‘ναι η φροντίδα του γιατρού
για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει!
Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι σαν οι φοβισμένοι
αδύναμοι σηκώνουν το κεφάλι και
παύουν να πιστεύουν
στων τυράννων τους τη δύναμη!
***
Α, με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα!
Πόσες θυσίες κόστισε!
Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί
πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!
Με στεναγμό ανακούφισης το ‘γραψε ένας άνθρωπος μια μέρα
στης Γνώσης το βιβλίο.
Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρες
ζήσανε μαζί του, το ‘βλεπαν σαν αλήθεια αιώνια
κι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ’ αγνοούσαν.
Μα κάποτε, μια υποψία μπορεί να γεννηθεί, γιατί μια καινούρια
εμπειρία
τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα. Ξυπνάει η αμφιβολία.
Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει
απ’ το βιβλίο της Γνώσης
το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.
***
Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν, ενώ τον εξετάζουν
για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι, ενώ τον επιθεωρούν
λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια, ενώ τον κατηχούνε
πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ’ αυτιά μ’ ένα
βιβλίο γραμμένο απ’ το Θεό τον ίδιο
ενώ τον δασκαλεύουν
ανελέητοι δάσκαλοι, ο φτωχός ακούει να του λένε
πως ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος των κόσμων και πως την
τρύπα
στη σκεπή της κάμαράς του την έχει σχεδιάσει ο Θεός αυτοπροσώπως.
Αληθινά, του είναι δύσκολο πολυ
ν’ αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.
Ιδρωκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του
δε θα κατοικήσει.
Μα δεν ιδρωκοπάει λιγότερο κι όποιος δικό του χτίζει σπίτι.
***
Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.
Η χώνεψή τους είναι άψογη, κι η κρίση τους αλάθευτη.
Δεν πιστεύουν στα γεγονότα, πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους.
Αν χρειαστεί
πρέπει α υ τ ο ύ ς τα γεγονότα να πιστέψουν. Είναι απέραντα
υπομονετικοί – με τον εαυτό τους. Τα επιχειρήματα
τ’ ακούνε με αυτί σπιούνου.
Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν,
συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν δρούνε.
Τούτοι αμφιβάλλουν όχι για να πάρουν μιαν απόφαση, αλλά
για να μην πάρουν απόφαση καμιά. Τα κεφάλια τους
τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε. Με σκοτισμένο
πρόσωπο
ειδοποιούν τους επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν, πως το
νερό είν’ επικίνδυνο.
Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά
αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.
Μουρμουρίζουν σκεφτικά
πως «το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα», και πηγαίνουνε να
πέσουν.
Μοναδική τους δράση, ο δισταγμός.
Αγαπητή τους φράση: «Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση».
Γι’ αυτό, αν παινεύεις την αμφιβολία
μην παινέψεις την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!
Τι ωφελεί η αμφιβολία εκείνον
που δε μπορεί ν’ αποφασίσει;
Μπορεί να πράξει λάθος
όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει.
Μα όποιος π ά ρ α π ο λ λ ο ύ ς γυρεύει
μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.
Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς
πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους
αρχηγούς!
Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς
ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!
(1936)
Bertolt Brecht
Ποιήματα
Μετάφραση Μάριος Πλωρίτης
Εκδόσεις Θεμέλιο 2000
Κυριακή 10 Απριλίου 2022
Επιλογή από κτήνη - Bertolt Brecht
Όταν ο κύριος Κόυνερ ο στοχαστής άκουσε
πως ο πιο ξακουστός εγκληματίας της Νέας Υόρκης
ένας σφάχτης και λαθρέμπορος ναρκωτικών
σκοτώθηκε σαν σκυλί
και θάφτηκε δίχως παπά και διάκο
δεν έδειξε παρά μονάχα έκπληξη.
Που φτάσαμε λοιπόν, είπε,
ακόμα κι ο εγκληματίας να μην είναι
σίγουρος για τη ζωή του,
και να μη γνωρίζει κάποιαν επιτυχία
ούτ’ αυτός που είναι έτοιμος για όλα;
Όλοι το ξέρουν πως είναι χαμένοι
αυτοί που νοιάζονται για την αξιοπρέπειά τους.
Καλά κ’ εκείνοι που την ξεπουλάνε;
Να πούμε δηλαδή ότι όποιος πάει για μαλλί
βγαίνει κουρεμένος;
Ιδρωκομμένοι τινάζονται νύχτα από τον ύπνο τους οι δίκαιοι
κι ο παραμικρός θόρυβος τρόμο τους προκαλεί
ακόμα και στον ύπνο τους κυνηγάει η καθαρή συνείδησή τους,
και τώρα μαθαίνω πως κι ο εγκληματίας
δεν μπορεί πια να κοιμάται ήσυχος;
Τι σύγχυση!
Τι χρόνια είναι τούτα!
Μαθαίνω πως με μιαν απλή προστυχιά
δεν καταφέρνεις πια τίποτα,
μ’ ένα φονικό μονάχα
κανείς δεν τα βγάζει πέρα!
Πρόθυμα θάκανε ο καθένας
δυο-τρεις προδοσίες κάθε πρωί.
Μα τι ωφελεί η προθυμιά
όταν όλα εξαρτώνται από την ικανότητα;
Ως και η ασυνειδησία δεν είναι αρκετή
μόνο η απόδοση μετράει.
Έτσι και ο αθεόφοβος μπαίνει
στον τάφο του αθόρυβα
μια κι υπάρχουν πολλοί όμοιοί του
δεν εντυπωσιάζει.
Πόσο φτηνότερα θα μπορούσε
ν’ αποχτήσει τον τάφο
αυτός που για λεφτά τόσο διψούσε!
Τόσα φονικά
και μια τόσο σύντομη ζωή!
Τόσα εγκλήματα
και τόσο λίγοι φίλοι!
Αν ήταν αδέκαρος
δε θα μπορούσαν νάναι λιγότεροι!
Πως λοιπόν αντικρίζοντας τέτοια περιστατικά
να μη χάνουμε το θάρρος μας;
Τι άλλο να σχεδιάσουμε;
Ποια άλλα εγκλήματα να σοφιστούμε;
Δεν είναι καλό να ζητάς πολλά από τον άνθρωπο.
Τέτοια βλέποντας, είπε ο κύριος Κόυνερ,
αποθαρρυνόμαστε.
Bertolt Brecht
Ιστορίες του κ. Κόυνερ
Η Διαλεκτική σαν Τρόπος Ζωής
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης
Εκδόσεις Θεμέλιο 2008
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020
Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ - Bertolt Brecht
(για να ακούσετε κανονικά το τραγούδι πρέπει να βάλετε την ταχύτητα αναπαραγωγής [playback speed] στο 2).
1
Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως – όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
2
Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
3
Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
4
Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,
άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
5
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.
Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
6
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.
Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
7
Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις
-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,
γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
8
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο πλυσταριό.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
9
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις, που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,
μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
[Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης]