.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Franz Kafka. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Franz Kafka. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

ΤΟ ΕΜΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ – Franz Kafka

 


Όταν άρχισε η κατασκευή του  πύργου της Βαβέλ, όλα βρίσκονταν σε ικανοποιητική τάξη. Ναι, η τάξη ήταν υπερβολικά μεγάλη, είχαν φροντίσει μα πάρα πολύ πια για κατατοπιστικές πινακίδες, διερμηνείς, εργατικές κατοικίες και συνδετικούς δρόμους, λες και είχαν μπροστά τους τη δυνατότητα να εργαστούν ελεύθερα, απρόσκοπτα επί αιώνες. Και, μάλιστα, γνώμη που επικρατούσε τότε ήταν πως θα στεκόταν αδύνατο να προχωρήσουν οι εργασίες με πολύ αργό ρυθμό. Αυτή τη γνώμη θα έπρεπε κανείς να την υπερβάλλει και πολύ, και μάλιστα έπρεπε να είναι επιφυλακτικός ακόμα και με την κατασκευή των θεμελίων. Το επιχείρημά τους ήταν ακριβώς αυτό. Το ουσιαστικό σημείο ολόκληρου αυτού του εγχειρήματος είναι η σκέψη να χτίσουν έναν πύργο που να φτάνει ως τον ουρανό. Μπροστά σε αυτή τη σκέψη όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα.
Η σκέψη από τη στιγμή που την έχει συλλάβει ο νους, είναι αδύνατο να σβήσει, να εξαφανιστεί. Όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχει και η μεγάλη επιθυμία να χτίσουν τον πύργο μέχρι το τέλος. Απ’ αυτή την πλευρά κανείς δεν πρέπει  να ανησυχεί για το μέλλον, το αντίθετο, οι γνώσεις της Ανθρωπότητας αυξάνονται, η αρχιτεκτονική έχει κάνει προόδους και θα κάνει ακόμα μεγαλύτερες, μια εργασία για την οποία χρειαζόμαστε ένα χρόνο θα εκτελείται μετά από εκατό χρόνια σε μισό χρόνο και, εκτός αυτού, πιο στέρεα. Γιατί, λοιπόν, να καταβάλλουμε προσπάθειες από σήμερα, φτάνοντας στο ανώτατο όριο των δυνάμεών μας; Αυτό θα είχε νόημα, αν μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι θα έχτιζε τον πύργο στη διάρκεια μιας και μόνο γενιάς. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι αδύνατο να συμβεί.
Προηγουμένως, ας σκεφτεί κανείς ότι το πιθανότερο να συμβεί είναι ότι η ερχόμενη γενιά, με τις αναπτυγμένες γνώσεις, θα βρει τη δουλειά της προηγούμενης γενιάς κακή, θα κατεδαφίσει το κτίριο και θ’ αρχίσει ξανά από την αρχή το χτίσιμο.
Τέτοιες σκέψεις παραλύουν τις δυνάμεις και περισσότερο από το χτίσιμο του ίδιου του πύργου φρόντιζαν πιο πολύ για το χτίσιμο της εργατικής πόλης. Η κάθε ομάδα ήθελε να έχει τον ωραιότερο οικισμό. Αυτό έγινε η αιτία να ξεκινήσουν πολλές διαμάχες, που είχαν σαν αποτέλεσμα αιματηρές συμπλοκές. Αυτοί οι αγώνες δεν σταμάτησαν ποτέ. Οι αρχηγοί άδραξαν την ευκαιρία για να προβάλουν ένα καινούριο επιχείρημα, ότι ο πύργος λόγω έλλειψης της απαραίτητης συγκέντρωσης, έπρεπε να χτιστεί πολύ αργά ή, ακόμα καλύτερα, ύστερα από μια γενική συνθήκη ειρήνης. Βέβαια, τον καιρό τους δεν τον σπαταλούσαν μονάχα σε αγώνες, αλλά στα διαλείμματα ομόρφαιναν την πόλη και απ’ αυτό δημιουργιόταν καινούριος φθόνος και νέοι αγώνες.
Έτσι κύλησε ο χρόνος της πρώτης γενιάς, αλλά καμιά απ’ αυτές που ακολούθησαν δεν ήταν διαφορετική, μονάχα οι τεχνικές γνώσεις βελτιώνονταν και μαζί μ’ αυτές η μανία του αγώνα. Σ’ αυτό προστέθηκε ότι η δεύτερη ή η τρίτη γενιά αναγνώρισε το παράλογο της κατασκευής ενός πύργου που θα έφτανε ως τον ουρανό, αλλά οι άνθρωποι είχαν ήδη συνδεθεί πάρα πολύ μεταξύ τους για να εγκαταλείψουν την πόλη. Όσα τραγούδια και θρύλοι γεννήθηκαν σε αυτή την πόλη είναι γεμάτα από τη νοσταλγία μιας προφητικής μέρας, κατά την οποία η πόλη θα γίνει συντρίμμια από μια πελώρια γροθιά σε πέντε διαδοχικά χτυπήματα. Γι’ αυτό και η πόλη έχει τη γροθιά στο έμβλημά της.


Franz Kafka
Η Σιωπή των Σειρήνων και Άλλα Διηγήματα
Μετάφραση Γιώργος Κώνστας
Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος & Σια Ο.Ε. 1989

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Ένας Κινέζος - Franz Kafka

 


Γέρος, με το ογκώδες σώμα μου, με ελαφρές καρδιακές ενοχλήσεις, ήμουν ξαπλωμένος στο ανάκλιντρο ύστερα από το μεσημεριανό φαγητό, με το ένα πόδι να ακουμπά στο πάτωμα, και διάβαζα ένα ιστορικό βιβλίο. Η υπηρέτρια, φέρνοντας δυο δάχτυλα στα χείλη της, ήρθε και μου ανήγγειλε σιγανά έναν επισκέπτη.
«Ποιος είναι;» ρώτησα ενοχλημένος, γιατί δεν είχα καμιά όρεξη να δεχτώ έναν επισκέπτη, την ώρα πού περίμενα τον απογευματινό καφέ.
«Ένας Κινέζος», είπε ή υπηρέτρια, κάνοντας σπασμωδικές προσπάθειες να μη γελάσει δυνατά και την ακούσει ο επισκέπτης πίσω από την πόρτα.
«Ένας Κινέζος; Σε μένα; Φοράει κινέζικα ρούχα;»
«Πες του το όνομά μου και ρώτησέ τον, αν πράγματι θέλει έμενα, πού όσο άγνωστος είμαι στο γειτονικό σπίτι, άλλο τόσο και πόσο περισσότερο άγνωστος πρέπει να είμαι στην Κίνα».
Ή υπηρέτρια γλίστρησε κοντά μου και μου ψιθύρισε:
«Κρατάει μόνο ένα επισκεπτήριο, πού γράφει πάνω την παράκληση να γίνει δεκτός. Δεν ξέρει Γερμανικά, μιλάει μια ακατανόητη γλώσσα, φοβάμαι να του πάρω την κάρτα».
«Να περάσει», φώναξα, πέταξα από τον ερεθισμό, πού μ’ έπιανε συχνά εξαιτίας της καρδιάς μου, το βιβλίο στο πάτωμα, και καταράστηκα την αδεξιότητα τής υπηρέτριας. Σηκώθηκα, και τεντώνοντας το τεράστιο σώμα μου, πού μέσα στο χαμηλό δωμάτιο θα φόβιζε κάθε επισκέπτη, πήγα στην πόρτα. Πράγματι, μόλις ο Κινέζος με αντίκρισε, το έβαλε στα πόδια. Τον έφτασα στον διάδρομο και τον τράβηξα προσεχτικά από την μεταξωτή ζώνη του στο δωμάτιό μου. Ήταν προφανώς ένας Μανδαρίνος, μικρόσωμος, αδύνατος, με γυαλιά σε κοκάλινο σκελετό, με αραιό γκριζόμαυρο σκληρό γένι. Ένα ευχάριστο ανθρωπάκι, κρατούσε το κεφάλι σκυφτό και χαμογελούσε με μισόκλειστα μάτια. 



 Franz Kafka
ΤΑ ΜΠΛΕ ΤΕΤΡΑΔΙΑ
Μετάφραση Γιώργος Βαμβαλής
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ 1982

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Παραιτήσου! – Franz Kafka




Ήταν νωρίς το πρωί, οι δρόμοι καθαροί και άδειοι, πήγαινα στο σταθμό. Καθώς σύγκρινα την ώρα του ρολογιού μου με την ώρα του ρολογιού ενός καμπαναριού, είδα πως ήταν πολύ πιο αργά απ' όσο πίστευα, έπρεπε να βιαστώ πολύ, ο τρόμος απ' αυτή την ανακάλυψη με έκανε να μην είμαι σίγουρος για το δρόμο, δεν γνώριζα ακόμα πολύ καλά αυτή την πόλη, ευτυχώς που εκεί κοντά ήταν ένας πολισμάνος, έτρεξα προς το μέρος του και τον ρώτησα χωρίς ανάσα για το δρόμο.
Χαμογέλασε και είπε: «Από μένα περιμένεις να μάθεις το δρόμο;» «Ναι», του απάντησα, «αφού δεν μπορώ να τον βρω μόνος μου». «Παραιτήσου, παραιτήσου», μου είπε, και μ' ένα μεγάλο άλμα μου γύρισε την πλάτη, όπως οι άνθρωποι που θέλουν νάναι μόνοι με το γέλιο τους.


Franz Kafka
Το Σινικό Τείχος
και άλλα διηγήματα
Μετάφραση Γιώργος Βαμβαλής
Εκδόσεις Επίκουρος 1981

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Το γεφύρι – Franz Kafka


Ήμουνα ψυχρός και στέρεος, ένα γεφύρι ήμουνα, τεντωμένος πάνω από μια χαράδρα. Με τα μεγάλα δάχτυλα του ποδιού μου απ' τη μια, και με τ' άλλα σφιγμένα απ' την άλλη, ήμουνα σταθερά σφηνωμένος στον ετοιμόρροπο άργιλο. Τα ρούχα μου ανέμιζαν πλάι μου. Κάτω, μακριά, πάφλαζε ο παγωμένος χείμαρρος. Κανένας τουρίστας δεν τολμούσε να πλησιάσει σ' αυτά τα δυσθεώρητα ύψη. Ήμουν ένα γεφύρι που δεν αναφερόταν σε κανένα γεωγραφικό χάρτη. Έτσι, έμενα τεντωμένος και περίμενα. Άλλωστε, δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Όσο δεν πέφτει, κανένα γεφύρι που μένει στη θέση του δεν παύει να 'ναι γεφύρι.
Ένα απογευματάκι – το πρώτο; το χιλιοστό; όρκο δεν παίρνω – οι σκέψεις μου συγκεχυμένες γύριζαν αδιάκοπα γύρω απ' το ίδιο θέμα. Ήταν καλοκαίρι, γύρω στο βραδάκι. Το πάφλασμα του χειμάρρου ακουγόταν πιο ήρεμο, σαν άκουσα το θόρυβο ανθρώπινης περπατησιάς που πλησίαζε, όλο και πλησίαζε...
- Γεφύρι τεντώσου, τεντώσου καλά, βάλε τα δυνατά σου να σηκώσεις το διαβάτη που σ' εμπιστεύεται, είπα μέσα μου. Αν το βήμα του δεν είναι σίγουρο, κάν' του το εσύ σταθερό, δίχως να σε νιώσει, αλλά αν χάσει την ισορροπία του, δείξε του από τι είσαι φτιαγμένο και, σαν τον καλό Θεό του δάσους, πέταξέ τον στην απέναντι μεριά, στο στέρεο έδαφος.
Ήρθε. Δοκίμασε στην αρχή την αντοχή μου με τη σιδερένια μύτη του μπαστουνιού του. Ύστερα, με την ίδια μύτη, ανασήκωσε και τακτοποίησε τα ρούχα μου, πίσω μου. Μετά την έχωσε στ' ανακατωμένα μου μαλλιά και την άφησε εκεί για πολύ, ξεχνώντας ασφαλώς, ενώ έριχνε ολόγυρά του άγριες ματιές. Σε μια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, τότε ακριβώς που άρχιζα να τον ακολουθώ με τη σκέψη μου πάνω από πεδιάδες και βουνά, αυτός πήδηξε στη μέση του κορμιού μου με τα πόδια του ενωμένα. Ένιωσα έναν πόνο άγριο, χωρίς να καταλάβω τι συνέβαινε. Μα τι ήταν λοιπόν; Παιδί, όνειρο ήταν, ένας ταξιδιώτης, πειρασμός μήπως αυτοκτονούσε κανείς, ή κάποιος που ήθελε να καταστρέψει, μόνο για να καταστρέψει; Γύρισα να δω. Αλλά, ένα γεφύρι μπορεί άραγε να γυρίσει το κεφάλι; Δεν πρόλαβα να τελειώσω την κίνησή μου κι αμέσως άρχισα να πέφτω, να πέφτω και ξάφνου σκίστηκα στα δύο. Τα μυτερά βράχια, που άλλοτε τόσο ήρεμα με κοίταζαν από κάτω, ενώ διάβαιναν τα κύματα, χώθηκαν στο κορμί μου και με διαπέρασαν πέρα ως πέρα.

Franz Kafka
Μεταθανάτια Διηγήματα
Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Η δοκιμασία – Φραντς Κάφκα



Είμαι υπηρέτης, αλλά δουλειά δεν υπάρχει για μένα εδώ. Είμαι φοβισμένος και δεν κάνω βήμα προς τα μπρος, δεν μπαίνω καν στην ίδια γραμμή με τους άλλους, αλλά αυτό είναι μόνο η μια αιτία της απραξίας μου, και μπορεί κιόλας να μην έχει να κάνει τίποτα με την απραξία μου, η ουσία πάντως είναι, πως δεν καλούμαι για υπηρεσία, άλλοι έχουν κληθεί και δεν το έχουν επιδιώξει περισσότερο από μένα, ίσως και να μην είχαν ούτε την επιθυμία να κληθούν, ενώ εγώ τουλάχιστον την αισθάνομαι μερικές φορές πολύ έντονα.
Έτσι λοιπόν κάθομαι ξαπλωμένος στο ξυλοκρέβατό μου στην κάμαρα των υπηρετών, κοιτάζω τα δοκάρια ψηλά στην οροφή, αποκοιμιέμαι, ξυπνάω και ξανακοιμάμαι. Καμιά φορά πηγαίνω απέναντι στο καπηλειό, που σερβίρουν μια ξυνή μπύρα, έχει τύχει κιόλας να χύσω το ποτήρι μου από αηδία, μετά όμως ξαναπίνω. Μου αρέσει να κάθομαι εκεί, γιατί πίσω από το κλειστό παραθυράκι, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός από κανέναν, μπορώ να ατενίζω τα παράθυρα του οίκου μας. Δεν μπορείς να δεις και πολλά πράγματα εκεί προς την πλευρά του δρόμου, θαρρώ μόνο τα παράθυρα των διαδρόμων και φυσικά όχι εκείνων των διαδρόμων, που οδηγούν στις κατοικίες των κυρίων. Αλλά είναι δυνατό και να κάνω λάθος, κάποιος το είχε ισχυριστεί κάποτε, χωρίς μάλιστα να τον ρωτήσω γι' αυτό, και η γενική εντύπωση, που δίνει αυτή η πλευρά του σπιτιού, το επιβεβαιώνει. Σπάνια μόνο ανοίγονται τα παράθυρα, κι αν γίνει καμιά φορά αυτό, το κάνει κάποιος υπηρέτης, που ακουμπάει τότε στο παραπέτο και κοιτάζει για λίγο κάτω. Πρόκειται λοιπόν για διαδρόμους, όπου δεν θα τον αιφνιδιάσει κανείς. Εξάλλου δεν γνωρίζω αυτούς τους υπηρέτες, οι μόνιμα εκεί πάνω απασχολούμενοι υπηρέτες κοιμούνται αλλού, όχι στην κάμαρά μου.
Κάποτε, καθώς μπήκα στο καπηλειό, είδα στη θέση μου στο παρατηρητήριο να κάθεται κάποιος άλλος. Δεν τολμούσα να κοιτάξω καλά και δοκίμασα από την πόρτα να στρίψω και να φύγω. Αλλά ο επισκέπτης με φώναξε κοντά του και αποδείχτηκε, πως κι αυτός ήταν υπηρέτης, που κάπου τον είχε κάποτε πάρει το μάτι μου, χωρίς όμως να έχω μιλήσεςι μέχρι τώρα μαζί του.
«Γιατί θέλεις να φύγεις; Κάθησε κάτω και πιες! Κερνάω». Κάθησα λοιπόν. Με ρώτησε μερικά πράγματα, δεν ήξερα να του απαντήσω, ναι, δεν καταλάβαινα καν τις ερωτήσεις. Γι' αυτό του είπα: «Ίσως να μετανιώνεις τώρα, που με κάλεσες, γι' αυτό φεύγω», κι έκανα να σηκωθώ. Άπλωσε όμως το χέρι του πάνω από το τραπέζι και με τράβηξε κάτω: «Μείνε», μου είπε, «ήταν μονάχα μαι δοκιμασία. Όποιος δεν απαντά στις ερωτήσεις, έχει περάσει τη δοκιμασία”.


ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
Το Σινικό Τείχος
και άλλα διηγήματα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΜΒΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Ποσειδώνας - Φραντς Κάφκα



Ο Ποσειδώνας καθόταν στο γραφείο του και λογάριαζε.
Η διακυβέρνηση όλων των υδάτων του κόσμου τον έκανε να δουλεύει ασταμάτητα. Θα μπορούσε να έχει όση βοήθεια ήθελε, και είχε αρκετή, επειδή όμως είχε πάρει πολύ σοβαρά τα καθήκοντά του, λογάριαζε τα πάντα ακόμα μια φορά, κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει ικανοποιητικά. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι του 'κανε κέφι να δουλεύει. Προσπαθούσε να τελειώσει επειδή ήταν υποχρεωμένος.
Μα, φυσικά, και είχε προσπαθήσει να βρει μια πιο χαρούμενη εργασία - αυτή ήταν η έκφρασή του -, αλλά πάντοτε, όταν του γινόντουσαν διάφορες προτάσεις, έδειχνε να μην τις δέχεται όπως τα μέχρι τώρα καθήκοντά του. Εκτός αυτού, ήταν πάρα πολύ δύσκολο βρεθεί κάτι άλλο για κείνον. Ήταν απίθανο να του ανατεθεί μια ορισμένη θάλασσα. Εξάλλου, η δουλειά που έκανε τώρα δεν ήταν μικρότερη μονάχα, αλλά ευτελής.
Ο Μεγάλος Ποσειδώνας δεν μπορούσε ν' αναλάβει παρά μονάχα μια πολύ υψηλή θέση. Κι αν του πρόσφερε κανείς μια θέση έξω από τα νερά του, και μόνο στην ιδέα αρρώσταινε, η θεϊκή του αναπνοή κοβόταν και το σεβάσμιο στήθος του έτρεμε. Παρ' όλ' αυτά κανείς δεν έπαιρνε τις δυσκολίες του στα σοβαρά.
Όταν ένας ισχυρός υποφέρει, πρέπει κανείς, ακόμα και στην πιο απελπιστική κατάσταση, να τον παραδεχτεί. Κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί ν' απαλλάξει τον Ποσειδώνα από τα καθήκοντά του, από την αρχή της αρχής ήταν ο Ποσειδώνας ο θεός της θάλασσας κι είναι υποχρεωμένος να παραμείνει, ακόμα κι αν δεν του γουστάρει. Πιο πολύ απ' όλα εξοργίζεται - κι αυτό προξενεί κυρίως τη δυσαρέσκειά του σε σχέση με τη θέση του - όταν αντιλαμβάνεται την ιδέα που έχουν οι άλλοι γι' αυτόν, ότι συνέχεια κόβει βόλτες πάνω στα κύματα κρατώντας την τρίαινά του.
Αντί γι' αυτό, κάθεται στο βυθό του Ωκεανού και λογαριάζει ασταμάτητα.
Μονάχα ένα ταξίδι που έκανε που και που για να συναντήσει το Δία ήταν η μοναδική παύση στη ρουτίνα του, ένα ταξίδι από το οποίο επέστρεφε κάθε φορά εξοργισμένος. Έτσι δεν είχε μπορέσει να δει τη θάλασσα σχεδόν καθόλου, μονάχα όταν βιαστικά πετούσε προς τον Όλυμπο, και ποτέ δεν την είχε ταξιδέψει από την μια άκρη στην άλλη. Φρόντιζε να λέει ότι περιμένει την καταστροφή του κόσμου, τότε θα μπορούσε να βρει μια στιγμή ησυχίας, έτσι ώστε λίγο πριν το τέλος, καθώς θα έριχνε μια τελευταία ματιά στους λογαριασμούς, θα μπορούσε να κάνει ένα μικρό ταξιδάκι, μια τόση δα εκδρομούλα.


Φραντς Κάφκα
Η σιωπή των σειρήνων
Μετάφραση: Γιώργος Κώνστας
Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Για τις αλληγορίες - Φραντς Κάφκα

Για σένα οι τρεις "δυναμίτες" από πάνω. Το κείμενο έτσι ή αλλιώς δεν σε "κόβω" να το διαβάζεις.
Παίξ' τα δυνατά. Όχι "οικιακά".
Ζω.Ν.

Πολλοί παραπονιούνται ότι τα λόγια των σοφών είναι πάντα αλληγορίες, αλλά ανεφάρμοστες στην καθημερινή ζωή, ενώ εμείς έχουμε μόνο αυτήν. Όταν ο σοφός λέει: "Πήγαινε απέναντι", δεν εννοεί ότι πρέπει κανείς να πάει στο απέναντι μέρος, πράγμα που δίχως άλλο θα μπορούσε να το κάνει, αν το αποτέλεσμα του δρόμου άξιζε, αλλά εννοεί κάποιο μυθικό απέναντι, κάτι που εμείς δε γνωρίζουμε, που κι αυτός ακόμη δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει καθαρότερα και δεν μπορεί λοιπόν να μας βοηθήσει σε τίποτε εδώ. Όλες αυτές οι αλληγορίες θέλουν στην πραγματικότητα να πουν ότι το ασύλληπτο είναι ασύλληπτο, και αυτό το ξέραμε. Αλλά αυτό που μας απασχολεί τρομερά κάθε μέρα είναι άλλο πράγμα.
Τότε είπε ένας: "Γιατί αντιστέκεστε; Αν ακολουθούσατε τις αλληγορίες, θα είχατε γίνει κι εσείς οι ίδιοι αλληγορίες και έτσι θα απαλλασσόσασταν από την καθημερινή κούραση".
Ένας άλλος είπε: "Στοιχηματίζω πως κι αυτό είναι μια αλληγορία".
Ο πρώτος είπε: "Κέρδισες".
Ο δεύτερος είπε: "Αλλά δυστυχώς μόνο στην αλληγορία".
Ο πρώτος είπε: "Όχι, στην πραγματικότητα· στην αλληγορία έχασες".


Φραντς Κάφκα
Η γέφυρα και άλλα κείμενα
Μετάφραση: Ιωάννης Κωνσταντάκης
Εκδόσεις Ύψιλον / βιβλία

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Στη γαλαρία – ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ


Αν μια οποιαδήποτε καχεκτική, φυματική αμαζόνα, καθισμένη πάνω σ' ένα ταλαντευόμενο άλογο, μπροστά σ' ένα άπληστο κοινό και σ' ένα σκληρό αφεντικό που κουνά χωρίς διακοπή το μαστίγιό του, έκανε γύρους χωρίς σταματημό μήνες ολόκληρους πάνω στην πλατεία του τσίρκου. Αν τρανταζόταν πάνω στο άλογο, σκόρπιζε φιλιά, έσπαζε τη μέση της κι αν το θέαμα αυτό συνεχιζόταν μέσα στα ασταμάτητα βουητά της ορχήστρας και των ανεμιστήρων κι ολοένα προχωρούσε στο ανοιχτό και σκοτεινό μέλλον με χειροκροτήματα που σβήνουν και πάλι δυναμώνουν ζωηρά -ίσως τότε να ορμούσε κάποιος νεαρός παό τη γαλαρία, να δρασκελούσε τη μακριά σκάλα και φτάνοντας στην πλατεία να κραύγαζε “στματείστε!” Κι όλα αυτά ανάμεσα σε σαλπίσματα ταιριασμένα με την ορχήστρα.
Αλλά τα πράγματα δε γίνονται έτσι. Μια ωραία κυρία, λευκή και ρόδινη, ξεπετιέται από τα παραπετάσματα που ανοίγουν μπροστά της περήφανοι υπηρέτες. Ο διευθυντής, ζητώντας τη ματιά της γεμάτος τρυφερή αφοσίωση, την πλησιάζει με μια ζωώδη κίνηση, τη βάζει να καθίσει στο ψαρί άλογο, σα να 'ταν η πιο αγαπημένη του εγγονή που πάει σε επικίνδυνο ταξίδι. Διστάζει να δώσει το χτύπημα για την εκκίνηση, μα τελικά κυριαρχώντας στον εαυτό του δίνει το χτύπημα. Τρέχει κοντά στο άλογο με στόμα ανοιχτό. Με βλέμμα που πετάει σπίθες παρακολουθεί τα πηδήματα της αμαζόνας. Δε μπορεί να συλλάβει την άπιαστη τέχνη της. Με εγγλέζικα παραγγέλματα προσπαθεί να την προειδοποιεί. Τους βοηθούς που κρατούν τους κρίκους τους φωνάζει άγρια να 'ναι προσεχτικοί. Λίγο πριν από το salto mortale εξορκίζει με υψωμένα χέρια την ορχήστρα να σταματήσει το παίξιμο. Τελικά σηκώνει τη μικρή από το άλογο που τρέμει, της δίνει φιλήματα στα δύο μάγουλα και βρίσκει κάθε επιδοκιμασία του κοινού όχι ικανοποιητική ενώ αυτή, στηριγμένη πάνω του, στα άκροα των ποδιών, κυκλωμένη από σκόνη, με ανοιχτά τα μπράτσα και με το κεφάλι προς τα πίσω θέλει να μοιραστεί την ευτυχία της με όλο το τσίρκο -μια λοιπόν που τα πράγματα είναι έτσι, ο νεαρός της γαλαρίας γέρνει κι ακουμπά το πρόσωπό του πάνω στα κάγκελα και στο τέλος της παράστασης, βυθισμένος σ' ένα φοβερό όνειρο, κλαίει χωρίς να ξέρει το λόγο.

ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ (ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΣΤΑΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ – ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ

Ο ΙΩΣΗΦ Κ. ονειρεύτηκε:
Ηταν μια εξαίσια μέρα και ο Κ. θέλησε να πάει περίπατο. Δεν πρόλαβε να κάνει δύο βήματα κι έφτασε κιόλας στο νεκροταφείο. Υπήρχαν εκεί δρόμοι πολύ τεχνητοί, που ξετυλίγονταν με τρόπο όχι και πολύ πρακτικό, όμως εκείνος γλίστρησε πάνω σ' έναν τέτοιο δρόμο, όπως πάνω σε νερό που κυλάει ορμητικά, σε μια ακλόνητα αιωρούμενη στάση. Από απόσταση κιόλας έπεσε το μάτι του σ' ένα φρεσκοφτιαγμένο τύμβο, κοντά στον οποίο θέλησε να κάνει μια στάση.
Αυτός λοιπόν, ο τύμβος εξασκούσε μια κάποια γοητεία πάνω του κι είχε την εντύπωση ότι θα 'κανε πολλήν ώρα να φτάσει ως εκεί. Κάποιες φορές μόλις μπορούσε να διακρίνει τον τύμβο, του κρυβόταν από σημαίες, που τα πανιά τους κυμάτιζαν και χτυπιόντουσαν μεταξύ τους με μεγάλη δύναμη. Τους σημαιοφόρους δεν μπορούσε να τους διακρίνει, αλλά ένιωθε ότι εκεί γιόρταζαν κάτι μέσα σε απεριγραπτο ενθουσιασμό. Ενω εξακολουθούσε να έχει τα μάτια του καρφωμένα πέρα, μακριά, αντίκρισε ξαφνικά τον ίδιο τύμβο, δίπλα του, στο δρόμο, και μάλιστα σχεδόν στα νώτα του. Έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε στο γρασίδι.
Επειδή ο δρόμος εξακολουθούσε να κυλάει με δύναμη κάτω από τα πόδια του, καθώς έκανε το σάλτο, ταλαντεύτηκε κι έπεσε ακριβώς μπροστά στον τύμβο με τα γόνατα. Πίσω από το μεγάλο μνήμα βρισκόντουσαν δύο άντρες που κράταγαν ανάμεσά τους μια ταφόπετρα και την είχαν σηκώσει ψηλά. Μόλις φάνηκε ο Κ. χώσανε την πέτρα στη γή, κι αυτή ορθώθηκε και στάθηκε σαν να ήταν στέρεα χτισμένη. Αμέσως πρόβαλε πίσω από κάτι θάμνους ένας τρίτος άντρας, που ο Κ. αναγνώρισε στην μορφή του τον καλλιτέχνη. Φορούσε μονάχα παντελόνι κι ένα πουκάμισο που ήταν κουμπωμένο στραβά. Στο κεφάλι του είχε ένα βελούδινο σκούφο. Στο χέρι του κρατούσε ένα συνηθισμένο μολύβι με το οποίο, μόλις ήρθε κοντά, άρχισε να σχηματίζει διάφορες φιγούρες στον αέρα. Μ' αυτό το μολύβι λοιπόν πήρε θέση πάνω στην πέτρα. Η πέτρα ήταν πολύ ψηλή, δε χρειαζόταν καθόλου να σκύψει, έπρεπε μονάχα να γείρει λικάκι μπροστά, επειδή ο τύμβος, που δεν ήθελε να πατήσει, τον χωριζε από την πέτρα.
Στεκόταν, λοιπόν, τεντωμένος πάνω στις μύτες των ποδιών του και με το αριστερό του χέρι στηριζόταν πάνω στην επιφάνεια της πέτρας. Μ' έναν ιδιαίτερα επιδέξιο χειρισμό κατάφερε να σχηματίσει μ' αυτό το συνηθισμένο μολύβι ολόχρυσα γράμματα. Εγραψε: “Εδώ αναπαύεται”. Το κάθε γράμμα φάνταζε ολοκάθαρο και όμορφο, βαθιά χαραγμένο με ατόφιο χρυσάφι. Οταν έγραψε τις δύο λέξεις, έριξε μια ματιά πίσω, προς το μέρος του Κ. Ο Κ., που ήταν πολύ περίεργος για τη συνέχιση της επιγραφής, δεν πρόσεχε καθόλου τον άντρα, αλλά είχε καρφωμένο το βλέμμα του μόνο στην πέτρα.
Ο άντρας συνέχισε το γράψιμο, σταμάτησε όμως πάλι. Φαίνεται πως υπήρχε κάτι που τον εμπόδιζε. Αφησε το μολύβι να του πέσει και ξαναγύρισε στον Κ. Τώρα είδε και ο Κ. τον επιγραφοποιό και παρατήρησε πως βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία, δεν μπόρεσε όμως να εξηγήσει την αιτία. Ολη η προηγούμενη ζωηράδα του είχε εξαφανιστεί. Ετσι, ξαφνικά, αισθάνθηκε και ο Κ. αμηχανία. Ανταλάξανε απορημένα βλέμματα. Ειχε δημιουργηθεί μια πολύ άσκημη παρεξήγηση, που κανένας δεν μπορούσε να διαλύσει.
Εκτός αυτού, άρχισε κιόλας να ηχεί άκαιρα μια μικρή καμπάνα από το παρεκκλήσι του νεκροταφείου, όμως ο επιγραφοποιός έσφιξε σε γροθιά το υψωμένο του χέρι κι αυτή σίγησε. Υστερα από μια στιγμούλα ξανάρχισε. Αυτή τη φορά όμως πολύ σιγανά, και, δίχως να τη διατάξει κανείς, σταμάτησε αμέσως. Ηταν σαν να ήθελε να δοκιμάσει μονάχα τον ήχο της. Ο Κ. ένιωθε απαρηγόρητος για την κατάσταση του επιγραφοποιού, έβαλε τα κλάματα και για πολλήν ώρα έκλαιγε με λυγμούς, σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια του. Ο επιγραφοποιός περίμενε μέχρις ότου ο Κ. ηρέμησε κι αποφάσισε κατόπιν, μια και δεν έβρισκε άλλη διέξοδο, να συνεχίσει το γράψιμο. Η πρώτη μικρή γραμμή που χάραξε ήταν για τον Κ. λυτρωτική, όμως ο επιγραφοποιός, όπως φαίνεται, την έκανε καταβάλλοντας τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια.
Ο γραφικός χαρακτήρας δεν ήταν σαν πρώτα τόσο όμορφος, έδειχνε κυρίως να του λείπει το χρυσό. Μισοσβησμένη και ασταθής τραβιόταν η μολυβιά και το γράμμα αυτή τη φορά έγινε πολύ μεγάλο. Ηταν ένα Ι, είχε πια σχεδόν τελειώσει, όταν ο επιγραφοποιός άρχισε να τσαλαβουτάει με το 'να του πόδι μέσα στον τύμβο, έτσι που το χώμα τιναζόταν ένα γύρο ψηλά στον αέρα. Επιτέλους, ο Κ. τον κατάλαβε. Δεν ήταν καιρός για παρακάλια πια. Μ' όλα του τα δάχτυλα έσκαψε βαθιά μες στο χώμα, που σχεδόν δεν του έφερε την παραμικρή αντίσταση. Ολα φαινόντουσαν προετοιμασμένα. Μόνο για τα μάτια, ήταν στρωμένη από πάνω μαι λεπτή κρούστα γης. Ακριβώς πίσω απ' αυτή σχηματίστηκε μια μεγάλη τρύπα με απότομα τοιχώματα, μέσα στην οποία, γυρισμένος ανάσκελα από ένα απαλό ρεύμα βυθίστηκε ο Κ. Ενώ όμως αυτόν κάτω τον κατάπινε το αδιαπέραστο χάος, με το κεφάλι ανασηκωμένο ακόμα ψηλά στον αυχένα, είδε να γράφεται τ' όνομά του πάνω στην πέτρα, ψηλά, με τεράστια καλλιγραφικά γράμματα. Συνεπαρμένος από τούτο το θέαμα ξύπνησε.

ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ - Φραντς Κάφκα

ΟΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ σωτήρια μπορεί να φανούν και τα ανεπαρκή, ακόμη και τα παιδαριώδη μέσα:
Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες -εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά- ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια. Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπέθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.
Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.
Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας˙ γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με τη σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο - εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.
Ο Οδυσσέας όμως, τη σιωπή τους, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του. Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μα­κριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.
Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα απαίσια μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν - μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ.
Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως˙ απλώς, ο Οδυσσέας τους ξέφυγε.
Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η Θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική - ίσως να πρόσεξε στ' αλήθεια πως σωπαίναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.

μτφρ. Τζένη Μαστοράκη - Νάσος Βαγενάς

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

ΠΡΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ - ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ

Προ του νόμου ίσταται φύλαξ.Εις τον φύλακα τούτον έρχεται άνθρωπος χωρικός και τον ικετεύει να του επιτρέψει την έισοδον εις τον Νόμον. Αλλ΄ο φύλαξ λέγει ότι, επί του παρόντος, αδυνατεί να τον δεχθεί. Ο άνθρωπος, σκεπτικός, τον ερωτά εάν θα του επιτραπεί να εισέλθη αργότερον . ‘Ισως’, αποκρίνεται ο φύλαξ, ‘πάντως όχι επί του παρόντος’. Επειδή η πύλη, η οποία οδηγεί εις τον Νόμον είναι ανοιχτή, ως συνήθως, και ο φύλαξ ίσταται παραπλεύρως, ο άνθρωπος κύπτει δια να ίδη εκ της εισόδου. Οταν ο φύλαξ τον αντιλαμβάνεται γελά και του λέγει: ‘Εφ’ όσον τόσον σφοδρώς το επιθυμείς, δικίμασε να εισέλθης άνευ της ιδικής μου αδείας. Πρόσεχε όμως διότι είμαι ισχυρός. Εγώ δε είμαι ο έσχατος των φυλάκων. Προ εκάστης αιθούσης υπάρχουν φύλακες, ο εις ισχυρότερος του άλλου. Ο τρίτος ήδη έχει τόσον φοβεράν όψιν, ώστε ακόμη και εγώ αδυνατώ να τον ατενίσω’. Ο χωρικός ουδόλως ανέμενε να ευρεθή προ τοιούτων δυσχερειών. Ο Νόμος, σκέπτεται, ώφειλε να είναι προσιτός εις πάντας και ανά πάσαν στιγμήν, και όταν εξετάζη προσεχτικώτερα τον φύλακα, με την γούνα του, την πελώριαν σουβλερήν μύτην του και την αραιάν ταταρικήν γενειάδαν του, αποφασίζει ότι είναι προτιμότερον να αναμείνει έως ότου του επιτραπή η είσοδος. Ο φύλαξ του προσφέρει έδρανον και του επιτρέπει να καθίση πλησίον της πύλης. Εκείνος κάθηται και αναμένει επί ημέρας και έτη. Πολλάκις αποπειράται να λάβη την άδειαν εισόδου, και μετά φορτικότητος ωχλεί τον φύλακα. Συχνάκις ο φύλαξ συζητεί μετ’ ολίγον μετ’ αυτού και τον ερωτά δια τον τόπον του και δι’ άλλα ζητήματα, αι ερωτήσεις όμως υποβάλλονται τελείως απροσώπως, καθ’ ον τρόπον ερωτούν οι μεγάλοι άνδρες, πάντοτε δε η συζήτησις καταλήγει εις την δήλωσιν ότι η είσοδος δεν του επιτρέπεται ακόμη. Ο άνθρωπος, ο οποίος ήτο καλώς εφοδιασμένος δια το ταξίδι, προσφέρει όλα του τα υπάρχοντα, οσονδήποτε πολύτιμα και αν είναι, με την ελπίδα ότι θα εξαγοράσει τον φύλακα. Ο φύλαξ τα δεχετα όλα, λέγων όμως καθώς λαμβάνει έκαστον δώρον: ‘ Το λαμβάνω δια να μην νομίσεις ότι κάτι παρέλειψες’. Καθ’ όλα τα μακρά έτη ο άνθρωπος σχεδόν αδιαλείπτως ατενίζει τον φύλακα. Λησμονεί τους άλλους φύλακας και νομίζει ότι αυτός είναι το μόνον προ του Νόμου εμπόδιον. Κατά τα πρώτα έτη καταράται μεγαλοφώνως την κακήν του μοίραν. Αργότερον, καθώς γηράσκει, γογγύζει μόνον κατ’ ιδίαν. Γίνεται παλίμπαις. Και επειδή κατά την μακράν αγρυπνίαν του εγνώρισε ακόμα και τους ψύλλους εις την γούναν του φύλακος, ικετεύει αυτούς τούτους τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και να πείσουν τον φύλακα να μεταβάλη γνώμην. Εν τέλει, οι οφθαλμοί του εξασθενίζουν και δεν γνωρίζει πλέον εάν πράγματι ο κόσμος αμαυρούται ή εάν οι οφθαλμοί του τον εξαπατούν. Αλλ’ εις το σκότος δύναται τώρα να βλέπει φως αϊδιον, το οποίον εκπέμπεται εκ της πύλης του Νόμου. Η ζωή του εγγίζει πλέον το τέλος της. Πριν ή αποθάνη, η πείρα όλου του βίου του συνοψίζεται εις εν ερώτημα το οποίον ουδέποτε υπέβαλεν εις τον φύλακα. Επειδή αδυνατεί πλέον να ανυψώση το αποσκληρυμένον του σώμα, νεύει εις τον φύλακα, εκείνος κύπτει βαθέως δια να ακούση διότι η διαφορά του αναστήματος των έχει υπεραυξηθή εις βάρος του ανθρώπου. ‘Τι επιθυμείς να γνωρίσεις;’ Ερωτά ο φύλαξ. ‘Είσαι ακόρεστος’. ‘Ολοι επιθυμούν να φθάσουν εις τον Νόμον’, αποκρίνεται ο άνθρωπος. ‘Πως λοιπόν, επί τόσα έτη ουδείς άλλος πλην εμού προσήλθε δια να γίνει δεκτός;’ Ο φύλαξ αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος είναι τελείως εξαντλημένος και ότι η ακοή του εξασθενίζει, δι’ αυτό του φωνάζει εις το ους του: ‘Ουδείς άλλος πλην εσού ηδύνατο να εισέλθη δια της πύλης αυτής, διότι η πύλη αυτή προωρίζετο αποκλειστικώς δι’ εσέ. Τωρα θα την κλείσω’.»

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ "Η ΔΙΚΗ"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΥ: Για όσους αναρωτιούνται σχετικά με την έννοια του Νόμου θα υπενθυμίσω ότι ο Κάφκα είχε Εβραϊκή καταγωγή, στα Εβραϊκά δε ο Νόμος λέγεται «ΤΟΡΆ». Η ίδια λέξη όμως χρησιμοποιείται και για την Αλήθεια. Ισως με αυτή την διευκρίνηση το ανωτέρω κείμενο γίνεται πιό κατανοητό.