.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Stefan Zweig. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Stefan Zweig. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Ξεχασμένα όνειρα - Stefan Zweig



Η έπαυλη ήταν δίπλα στη θάλασσα.
Στα ήσυχα, γεμάτα σκιές δρομάκια ανάμεσα στα πεύκα ανάσαινε η γεμάτη δύναμη αλατισμένη θαλασσινή ατμόσφαιρα, και ένα ελαφρύ, επίμονο αεράκι παιχνίδιζε γύρω από τις πορτοκαλιές κι εγώ, με δάχτυλα προσεκτικά, έκοβα πότε πότε έναν πολύχρωμο ανθό. Ο ηλιόλουστος ορίζοντας, οι λόφοι, όπου τα καλαίσθητα σπίτια άστραφταν σαν άσπρα μαργαριτάρια, ένας φάρος μίλια μακριά που υψωνόταν σαν λαμπάδα στον ουρανό, όλα λαμπύριζαν με καθαρό, αυστηρά οριοθετημένο περίγραμμα και βυθίζονταν, σαν αστραφτερό μωσαϊκό, στο βαθύ γαλάζιο του αιθέρα. Η θάλασσα, όπου πολύ, πολύ μακριά διακρίνονταν σπάνια κάποιες άσπρες σπίθες και τα λαμπερά πανιά μοναχικών πλοίων, ακουμπούσε με συνεχή κίνηση των κυμάτων της στο κλιμακωτό πλακόστρωτο απ’ όπου ξεκινούσε η έπαυλη, για να υψωθεί όλο και πιο βαθιά στο πράσινο ενός μεγάλου σκιερού κήπου και να χαθεί έπειτα σ’ ένα ήσυχο παραμυθένιο πάρκο.
Μπροστά από το σπίτι, που κοιμόταν και το βάραινε η πρωινή ζέστη, περνούσε σαν λευκή γραμμή ένας στενός χαλικόστρωτος δρόμος που οδηγούσε στο δροσερό ξάγναντο, κι από κάτω βούιζαν τα κύματα με άγριες, ασταμάτητες επιθέσεις και εδώ κι εκεί ξεπετάγονταν στον αέρα αστραφτερές σταγόνες νερού, που λαμποκοπούσαν στο έντονο φως του ήλιου σαν διαμάντια στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Εκεί οι ακτίνες του ήλιου έσπαγαν είτε πάνω στις κορυφές των πεύκων, που στέκονταν κοντά κοντά σαν σε μια ιδιαίτερα προσωπική συζήτηση, είτε τις σταματούσε κάποιο μεγάλο παρασόλι που πάνω του ήταν αιχμαλωτισμένες αστείες φιγούρες με έντονα, ενοχλητικά χρώματα.
Κάτω από τη σκιά αυτής της ομπρέλας, σε μια μαλακή ψάθινη πολυθρόνα με την πλάτη γερμένη προς τα πίσω, καθόταν μια γυναικεία φιγούρα, με την ωραία της σιλουέτα να ακουμπάει ευχάριστα στην εύκαμπτη ψάθα. Το χέρι της, λεπτό και χωρίς δαχτυλίδια, κρεμόταν κάτω σαν ξεχασμένο και έπαιζε χαϊδεύοντας σιγανά, απολαυστικά, το γυαλιστερό, μεταξένιο τρίχωμα ενός σκύλου, ενώ με το άλλο της χέρι κρατούσε ένα βιβλίο, στο οποίο τα σκούρα της μάτια με τις μαύρες βλεφαρίδες, που έκρυβαν μέσα τους κάτι σαν συγκρατημένο χαμόγελο, ήταν επικεντρωμένα με αμέριστη προσοχή. Ήταν μάτια μεγάλα, ανήσυχα, που την ομορφιά τους τη μεγάλωνε ακόμα περισσότερο μια αδύναμη, συγκαλυμμένη λάμψη. Γενικά, η έντονη, ελκυστική επίδραση που ασκούσε αυτό το οβάλ πρόσωπο με το έντονο περίγραμμα δεν ήταν φυσική, ενιαία, ήταν μεμονωμένα τα χαρακτηριστικά που προβάλλονταν με τρόπο εκλεπτυσμένο και περιποιημένα με φροντίδα και καλαισθησία. Ο φαινομενικά ατημέλητος τρόπος που έπεφταν οι ευωδιαστές, αστραφτερές της μπούκλες παρέπεμπε στο επίπονο έργο μιας καλλιτέχνιδας, αλλά και το σιγανό χαμόγελο, που τρεμόπαιζε γύρω από τα χείλη της ενώ εκείνη διάβαζε και αποκάλυπτε έτσι το άσπρο, γυαλιστερό σμάλτο των δοντιών της, ήταν το αποτέλεσμα μακρόχρονων δοκιμών μπροστά στον καθρέφτη, τώρα όμως είχε γίνει πλέον μια σταθερή καλλιτεχνική συνήθεια που δεν γινόταν να αποβληθεί.
Κάτι ακούστηκε να σπάει στο χώμα.
Εκείνη κοιτάζει, χωρίς να αλλάξει στάση, σαν γάτα που είναι ξαπλωμένη και λούζεται στο εκτυφλωτικό, ζεστό φως του ήλιου και απλώς έχει μισανοίξει τα μάτια της που φωσφορίζουν κοιτώντας αυτόν που έρχεται.
Τα βήματα πλησιάζουν γρήγορα και ένας υπηρέτης ντυμένος με λιβρέα στέκεται μπροστά της, για να της δώσει ένα μικρό επισκεπτήριο κι έπειτα να κάνει πίσω περιμένοντας για λίγο.
Διάβασε το όνομα που έγραφε η κάρτα μ’ εκείνη την έκφραση έκπληξης που έχει στο πρόσωπο κανείς όταν τον χαιρετήσει στον δρόμο ένας άγνωστος με μεγάλη οικειότητα. Για μια στιγμή ανεπαίσθητες ρυτίδες εμφανίστηκαν πάνω από τα έντονα μαύρα φρύδια, ρυτίδες που φανέρωναν πόσο προσπαθούσε να σκεφτεί, κι έπειτα παιχνίδισε ξαφνικά μια χαρούμενη λάμψη σε όλο της το πρόσωπο, τα μάτια της άστραψαν με μια παράτολμη λάμψη,καθώς θυμήθηκε τις μέρες της νιότης της, που είχαν περάσει προ πολλού, που είχαν ξεχαστεί τελείως και που τις φευγαλέες τους εικόνες ξύπνησε πάλι αυτό το όνομα. Φιγούρες και όνειρα πήραν πάλι ξεκάθαρη μορφή και ξεκαθάρισαν μπροστά στα μάτια της σαν να ήταν πραγματικές.
«Α, μάλιστα» είπε καθώς επανήλθε στην πραγματικότητα και στράφηκε πάλι στον υπηρέτη «ο κύριος μπορεί φυσικά να περάσει».
Ο υπηρέτης έφυγε με βήμα σιγανό και δουλοπρεπές. Για μια στιγμή απλώθηκε ησυχία, μονάχα ο ακούραστος άνεμος τραγουδούσε σιγανά μέσα στις κορυφές των δέντρων, που τις βάραινε το χρυσάφι του μεσημεριού.
Και μετά ακούστηκαν ξάφνου βήματα έντονα, που αντήχησαν δυναμικά στο χαλικόστρωτο δρομάκι, μια μακριά σκιά που έφτανε μέχρι και τα πόδια της, και μια αντρική φιγούρα βρέθηκε να στέκει μπροστά στη γυναίκα, που σηκώθηκε ζωηρά από την πολυθρόνα της.
Πρώτα συναντήθηκαν τα βλέμματά τους. Εκείνος διέτρεξε με ένα φευγαλέο βλέμμα την κομψή της φιγούρα, ενώ το ελαφρύ, ειρωνικό της χαμόγελο φώτισε μέχρι και τα μάτια της.
«Είναι πραγματικά πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που με σκεφτήκατε» άρχισε να λέει εκείνη, απλώνοντας προς το μέρος του το λεπτό, περιποιημένο της χέρι, κι εκείνος το έφερε ευλαβικά στα χείλη του.
«Αγαπητή κυρία, θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας, εφόσον είναι η πρώτη φορά που ξανασυναντιόμαστε ύστερα από χρόνια και, όπως φοβάμαι, η τελευταία για τα επόμενα. Είναι μάλλον σύμπτωση το γεγονός ότι βρίσκομαι εδώ, το όνομα του ιδιοκτήτη αυτού του ανακτόρου, για το οποίο ρώτησα κι έμαθα λόγω της εξαιρετικής θέσης στην οποία βρίσκεται, μου έφερε εσάς στον νου. Και έτσι βρέθηκα εδώ, κατ’ ουσίαν νιώθοντας ένοχος».
«Αυτό όμως δεν σας κάνει λιγότερο ευπρόσδεκτο, γιατί ούτε κι εγώ σας θυμήθηκα αμέσως, παρόλο που κάποτε υπήρξατε τόσο σημαντικός για μένα».
Τώρα χαμογέλασαν και οι δύο. Το γλυκό, ελαφρύ άρωμα του πρώτου, εν μέρει αποσιωπημένου νεανικού έρωτα είχε ξυπνήσει μέσα τους με όλη του τη μεθυστική γλύκα, σαν ένα όνειρο για το οποίο όταν ξυπνήσει κανείς στραβώνει περιφρονητικά τα χείλη, παρόλο που θα ήθελε να το ξαναδεί, να το ξαναζήσει. Το ωραίο όνειρο της προχειρότητας, που μονάχα επιθυμεί και δεν τολμά να απαιτήσει, που μόνο υπόσχεται και δεν δίνει.
Συνέχισαν να μιλούν. Και υπήρχε ήδη μια εγκαρδιότητα στη φωνή τους, μια τρυφερή οικειότητα, τη μόνη που επέτρεπε ένα τόσο ρόδινο, ξεθωριασμένο πια μυστικό. Με λόγια σιγανά, που ανάμεσά τους κάποιο χαρωπό γέλιο πετούσε πότε πότε τις κελαρυστές του πέρλες, μιλούσαν για πράγματα περασμένα, για ξεχασμένα ποιήματα, μαραμένα λουλούδια, χαμένες και κατεστραμμένες κορδέλες, μικρά σημάδια έρωτα που αντάλλασσαν μεταξύ τους στη μικρή εκείνη πόλη όπου πέρασαν τα νιάτα τους. Οι παλιές ιστορίες, που σαν σβησμένοι θρύλοι έκαναν μέσα στην καρδιά τους να χτυπήσουν καμπάνες που σιωπούσαν για καιρό, σκονισμένες, πλημμύριζαν σιγά σιγά, πολύ σιγά από μια μελαγχολική, κουρασμένη επισημότητα, ο απόηχος του νεκρού νεανικού τους έρωτα πρόσθεσε στη συζήτησή τους μια βαθιά, σχεδόν θλιβερή σοβαρότητα.
Και η φωνή του, σκοτεινά μελωδική, παλλόταν όταν της είπε:
«Στην άλλη πλευρά του ωκεανού, στην Αμερική, έμαθα ότι αρραβωνιαστήκατε όταν ο γάμος πρέπει να είχε ήδη γίνει».
Δεν του απάντησε. Οι σκέψεις της είχαν γυρίσει δέκα χρόνια πίσω.
Κι έπειτα τον ρώτησε σιγανά, μόλις που ακούστηκε:
«Τι σκεφτήκατε τότε για μένα;».
Εκείνος σήκωσε έκπληκτος το βλέμμα του.
«Μπορώ να σας το πω ανοιχτά, αφού αύριο γυρίζω πάλι πίσω στην καινούργια μου πατρίδα. Δεν σας θύμωσα, δεν υπήρξε καμία στιγμή που να κατέληξα σε μπερδεμένα, εχθρικά συναισθήματα, αφού η ζωή είχε ήδη παγώσει την φωτεινή, δυνατή φωτιά του έρωτα σε μια σπίθα συμπάθειας που πλέον τρεμόπαιζε. Δεν σας καταλάβαινα, απλώς – σαν να λυπόμουν».
Ένα ελαφρύ κοκκίνισμα έβαψε τα μάγουλά της και τα μάτια της άστραφταν ακόμα περισσότερο όταν φώναξε ταραγμένη:
«Με λυπόσασταν! Δεν καταλαβαίνω γιατί».
«Επειδή σκεφτόμουν τον μέλλοντα σύζυγό σας, τον ανάλγητο αυτόν άνθρωπο που το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα αποκτήσει περισσότερα χρήματα – μη με διακόψετε, δεν έχω καμία πρόθεση να θίξω τον άντρα σας, τον οποίο άλλωστε πάντοτε σεβόμουν – και επειδή σκεφτόμουν εσάς, το κορίτσι που είχα αφήσει πίσω. Διότι μου ήταν αδιανόητο το πώς εσείς, η μοναχική, η ιδεαλίστρια, που αντιμετώπιζε τη ρουτίνα με περιφρονητική ειρωνεία, θα μπορούσατε να γίνετε η καθωσπρέπει γυναίκα ενός συνηθισμένου ανθρώπου».
«Κι αν έτσι ήταν τα πράγματα, τότε γιατί να παντρευόμουν;»
«Δεν ήξερα. Ίσως να διέθετε κρυμμένα προσόντα που με μια φευγαλέα ματιά δεν γίνονται αντιληπτά και που αρχίζουν να διαφαίνονται μόνο στην πολύ στενή επαφή με κάποιον. Και αυτό ήταν η εύκολη λύση του αινίγματος, διότι ένα πράγμα δεν μπορούσα και δεν ήθελα να σκέφτομαι».
«Ποιο;»
«Το ότι τον παντρευτήκατε για τον τίτλο του κόμη και για τα εκατομμύριά του. Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που θεωρούσα απίθανο».
Ήταν σάμπως αυτό το τελευταίο να μην το άκουσε, διότι έβαλε αντήλιο το χέρι της, που έλαμπε στο φως του ήλιου με ένα βαθύ ροδαλό χρώμα σαν πορφυρό κοχύλι, και κοίταξε πέρα μακριά, στον κρυμμένο πίσω από ένα πέπλο ομίχλης ορίζοντα όπου ο ουρανός βουτούσε τον αχνογάλαζο μανδύα του μέσα στη σκοτεινή μεγαλοπρέπεια των κυμάτων.
Είχε χαθεί κι εκείνος σε βαθιές σκέψεις και σχεδόν είχε ξεχάσει τα τελευταία του λόγια, όταν εκείνη, γυρίζοντας από την άλλη πλευρά και με φωνή σχεδόν ανεπαίσθητη, είπε ξαφνικά:
«Κι όμως έτσι ήταν».
Την κοίταξε έκπληκτος, σχεδόν τρομαγμένος, ενώ εκείνη κάθισε πάλι στην πολυθρόνα της και με μια ατάραχη, προφανώς επιτηδευμένη ψυχραιμία και με μια κρυφή μελαγχολία συνέχισε να μιλάει μονότονα κουνώντας ελάχιστα τα χείλη της:
«Κανείς σας δεν με καταλάβαινε, κι όταν ήμουν ακόμα εκείνο το μικρό κορίτσι που μιλούσε φοβισμένα και παιδικά, ούτε κι εσείς, που ήσασταν τόσο κοντά μου. Ίσως ούτε εγώ η ίδια. Το σκέφτομαι συχνά και δεν καταλαβαίνω τον εαυτό μου, γιατί τι ξέρουν οι γυναίκες για την κοριτσίστικη ψυχή που πιστεύει στα θαύματα, που τα όνειρά τους τα παρασέρνει το πρώτο φύσημα της πραγματικότητας σαν τρυφερά μικρά λευκά άνθη; Κι εγώ δεν ήμουν όπως όλα τα άλλα κορίτσια που ονειρεύονταν νεαρούς δυνατούς ιππότες που θα έκαναν τον πόθο τους λαμπρή ευτυχία, τις σιωπηρές τους εικασίες απολαυστική γνώση και που θα τα λύτρωναν από τον αβέβαιο, ασαφή, ακατανόητο κι ωστόσο αισθητό πόνο που επισκιάζει τα κοριτσίστικα χρόνια τους και γίνεται όλο και πιο σκοτεινός, απειλητικός, βαρύς. Δεν τα ένιωσα ποτέ όλα αυτά, η ψυχή μου με άλλα όνειρα έπλεε προς το κρυμμένο ιερό άλσος του μέλλοντος, που ήταν τυλιγμένο από την ομίχλη των ημερών που θα έρχονταν. Τα δικά μου όνειρα ήταν παράξενα. Ονειρευόμουν πάντα ότι ήμουν βασιλοπούλα, σαν κι αυτές στα παλιά παραμύθια, που έπαιζαν με αστραφτερά, λαμπερά πετράδια, που έχωναν τα χέρια τους μέσα στη χρυσαφένια λάμψη παραμυθένιων θησαυρών και που τα μακριά τους φορέματα ήταν ανεκτίμητης αξίας.
»Ονειρευόμουν την πολυτέλεια και τη μεγαλοπρέπεια, γιατί τα αγαπούσα και τα δύο. Τι ευχαρίστηση να αφήνω τα χέρια μου να χαϊδεύουν το τρεμάμενο μετάξι που θροΐζει απαλά, να ακουμπώ τα δάχτυλά μου, σαν να κοιμούνται, πάνω στο απαλό χνούδι με τα σκοτεινά όνειρα που έχει το βαρύ βελούδο! Ήμουν ευτυχισμένη όταν μπορούσα να φοράω κοσμήματα στα τρεμάμενα από χαρά δάχτυλά μου, όταν στον πυκνό χείμαρρο των μαλλιών άστραφταν λευκά πετράδια σαν πέρλες από σαπούνι, ύψιστος στόχος μου ήταν να κάθομαι στα μαλακά καθίσματα ενός κομψού μεταφορικού μέσου. Εκείνη την εποχή με είχε κυριεύσει η μέθη της τεχνητής ομορφιάς, που με έκανε να περιφρονώ την πραγματική μου ζωή. Μισούσα τον εαυτό μου όταν φορούσα τα καθημερινά μου φορέματα, ταπεινή και απλή σαν καλόγρια, και συχνά έμενα για μέρες ολόκληρες στο σπίτι επειδή ντρεπόμουν για την τόσο συνηθισμένη μου ύπαρξη, κρυβόμουν μέσα στο μικρό, άσχημο δωμάτιό μου – εγώ, που το πιο ωραίο μου όνειρο ήταν να ζω μόνη κοντά στη θάλασσα, σε ένα οίκημα χτισμένο με λαμπρότητα και συγχρόνως με καλαισθησία, με σκιερά, πράσινα δρομάκια μέσα στα δέντρα, όπου η ταπεινότητα του κοινού εργαζόμενου κόσμου δεν απλώνει τα βρόμικα χέρια της, όπου υπάρχει πλούτος και γαλήνη – σχεδόν όπως εδώ. Γιατί αυτό που επιθυμούσα στα όνειρά μου ο άντρας μου το έκανε πραγματικότητα, και ακριβώς επειδή μπορούσε να το κάνει έγινε
σύζυγός μου».
Σιώπησε και στο πρόσωπό της απλώθηκε μια διονυσιακή ομορφιά. Η λάμψη στα μάτια έγινε έντονη και απειλητική και το κοκκίνισμα στα μάγουλά της φούντωνε όλο και περισσότερο.
Απλώθηκε βαθιά σιωπή.
Από κάτω ακουγόταν μόνο το ρυθμικό, μονότονο τραγούδισμα των αστραφτερών κυμάτων, που έπεφταν στα σκαλιά της βεράντας σαν πάνω σε στήθος αγαπημένο.
Τότε εκείνος είπε σιγανά, σαν να μονολογούσε:
«Κι ο έρωτας;».
Άκουσε τι της είπε. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της.
«Εξακολουθείτε να πιστεύετε σε όλα εκείνα τα ιδανικά σας, σε όλα εκείνα που πήρατε μαζί σας στον μακρινό τόπο όπου πήγατε; Τα διατηρήσατε όλα, άθικτα, ή μήπως κάποια χάθηκαν, μαράζωσαν; Ή μήπως στο τέλος σάς τα ξερίζωσαν από μέσα σας και τα πέταξαν μέσα στις βρομιές, όπου τα συνέθλιψαν οι χιλιάδες ρόδες που οι άμαξές τους οδηγούσαν στον στόχο της ζωής; Ή μήπως δεν χάσατε κανένα;»
Εκείνος γνέφει σκυθρωπός και σιωπά.
Και ξαφνικά φέρνει το χέρι της στα χείλη του και το φιλάει σιωπηλός. Έπειτα λέει με εγκάρδιο τόνο: «Σας εύχομαι κάθε καλό!».
Του ανταποδίδει την ευχή σθεναρά και ειλικρινά. Δεν νιώθει καμία ντροπή που έχει αποκαλύψει το μυστικό της και έχει φανερώσει την ψυχή της σε έναν άντρα που πλέον της είναι ξένος. Χαμογελώντας τον κοιτάζει να απομακρύνεται και σκέφτεται τα λόγια που της είπε για τον έρωτα, και το παρελθόν παρεμβάλλεται με σιγανά, ανεπαίσθητα βήματα ανάμεσα σ’ εκείνη και στο παρόν. Και ξαφνικά σκέφτεται ότι εκείνος θα μπορούσε να είχε κατευθύνει τη ζωή της, και η σκέψη της ζωγραφίζει αυτή την παράξενη ιδέα με χρώμα.
Και αργά, πολύ αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, το χαμόγελο σβήνει από τα χείλη της που ονειρεύονται…


Stefan Zweig
Ο ονειροπόλος κύριος Τσβάιχ - Εννέα ιστορίες
Mετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου
Eκδόσεις Μεταίχμιο 2015

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Στο πλοίο - Stefan Zweig


Όταν στο πρακτορείο θαλασσίων ταξιδιών της Καλκούτας, θέλησα να κρατήσω μια θέση στην Ωκεανία, για να ξαναγυρίσω στην Ευρώπη, ο υπάλληλος σήκωσε τους ώμους του, σε ένδειξη λύπης: δεν ήξερε αν θα του ήταν δυνατό να μου εξασφαλίσει μια καμπίνα, γιατί στη εποχή που βρισκόμαστε, δηλαδή στην παραμονή της περιόδου των βροχών, το πλοίο συνηθισμένα ήταν υπερπλήρες απ' την αναχώρησή του κιόλας απ' την Αυστραλία κι ο υπάλληλος έπρεπε να περιμένει, για να μου απαντήσει, τηλεγράφημα απ' τη Σιγκαπούρη που θα τον πληροφορούσε σχετικά.
Την άλλη μέρα μου έδωσε την ευχάριστη είδηση πως θα μου κρατούσε μια θέση. Αληθινά, δεν ήταν παρά μια καμπίνα ελάχιστα άνετη, κάτω απ' το κατάστρωμα στη μέση ακριβώς του πλοίου. Καθώς όμως ανυπομονούσα να ξαναγυρίσω στην πατρίδα μου, δεν δίστασα πολύ και κράτησα την καμπίνα.
Ο υπάλληλος δε μ' είχε γελάσει. Το πλοίο ήταν παραφορτωμένο και η καμπίνα στενόχωρη. Ήταν ένα στενό τετράπλευρο, στριμωγμένο κοντά στη μηχανή και μοναδικά φωτισμένο απ' το τρεμάμενο φως ενός στρογγυλού φεγγίτη.
Ο βαρύς και πνιχτικός αέρας μύριζε λάδι και μούχλα. Δε μπορούσε κανένας να ξεφύγει ούτε μια στιγμή απ' το βούισμα του ηλεκτρικού ανεμιστήρα που γύριζε πάνω απ' το κρανίο του. Κάτω η μηχανή στέναζε και βογκούσε, όπως ένας καρβουνιάρης που φορτωμένος ανεβοκατεβαίνει αδιάκοπα λαχανιασμένος την ίδια σκάλα. Κι από πάνω άκουγε κανένας ακατάπαυστα να γλιστράει στο κατάστρωμα το πηγαινέλα απ' τους επιβάτες. Γι' αυτό, μόλις έμπασα το δέμα μου σ' αυτήν την καμπίνα που 'μοιαζε σαν τάφος, κι ήταν φραγμένη με γκρίζα δοκάρια και γεμάτη δύσοσμες αναθυμιάσεις, έτρεξα και κατάφυγα στο κατάστρωμα και, βγαίνοντας απ' τα σκοτάδια ανάπνεα, το γλυκό, θερμό αέρα της γης, που φυσούσε πάνω απ' τα κύματα.
Και στο κατάστρωμα όμως κυριαρχούσε η στενοχώρια κι ο θόρυβος: ήταν ένα στριφογύρισμα, ένα ανακάτεμα από ανθρώπους, που, με τη νευρική έξαψη φυλακισμένων, καταδικασμένων στην αδράνεια ανέβαιναν, κατέβαιναν και φλυαρούσαν ασταμάτητα. Οι ζωηρές αστειολογίες των γυναικών, η αδιάκοπη κυκλοφορία στο στενό διάδρομο του καταστρώματος, όπου το σμήνος των περαστικών έσπαζε σαν πολύβουο κύμα στα πόδια των καθισμάτων, με το θόρυβο των συζητήσεων, για να ξαναγυρίσει πάλι στο ίδιο σημείο, όλα αυτά μου προξενούσαν δεν ξέρω κι εγώ τι στενοχώρια.
Μόλις είχα διατρέξει έναν καινούργιο κόσμο για μένα κι είχα φυλαγμένο στο πνεύμα μου ένα πλήθος από εικόνες που, η μιά κοντά στην άλλη, σπρώχνονταν με μια μανιασμένη βιασύνη. Τώρα ποθούσα να συλλογιστώ κάθε τι που είδα, να το ξεκαθαρίσω, να το ταξινομήσω, για να δώσω μια μορφή σ' αυτό το πολυταραχο σύμπαν πούχε εφορμήσει στα μάτια μου. Εδώ όμως, σε τούτο το μέρος το κατακλύσμένο απ' το πλήθος, δεν υπήρχε ούτε ένα λεπτό για ανάπαυση και ησυχία. Αν έπαιρνα ένα βιβλίο, οι γραμμές του κείμενου εξαφανίζονταν μέσα στο κινούμενο χάος των σκιών που προβάλλονταν απ' το περνοδιάβασμα αυτού του κόσμου, που τον είχε κυριέψει η μανία της φλυαρίας. Αδύνατο να συγκεντρωθεί κάπως κανένας σε τούτο το στενό κομμάτι του πλοίου, σε τούτον τον αϊσκιωτο δρόμο, που ξεχειλίζει απ' την κυκλοφορία.
Τρεις ολόκληρες μέρες γύρευα να βρω λίγη μοναξιά, και καρτερικά κοίταζα τη θάλασσα και τους ανθρώπους. Η θάλασσα όμως έμενε πάντα η ίδια, βαθυγάλαζη κι άδεια, εκτός απ' το ηλιοβασίλεμα, όταν ξαφνικά πάνω στα νερά άναβε ένα πολύχρωμο πυροτέχνημα. Όσο για τους ανθρώπους, τους γνώρισα όλους, τέλεια, μέσα σε τρία εικοσιτετράωρα. Κάθε πρόσωπο μου έγινε γνώριμο ίσαμε σημείο βαρυεστημάρας, το στριγγό γέλιο των γυναικών δε μ' ενδιέφερε πια, ούτε κι η φωνακλάδικη συζήτηση δυό Ολλανδών αξιωματικών που 'σαν γείτονές μου. Δεν μου απόμενε παρά να καταφύγω αλλού, η καμπίνα όμως φλεγόταν απ' τη ζέστη κι ήταν πλημμυρισμένη από ατμούς. Στο σαλόνι, νεαρές Εγγλέζες αδιάκοπα συνέχιζαν το άτεχνο πιάνισμά τους, συνοδεύοντας αποτυχημένα βαλς. Τέλος, αναστρέφοντας αποφασιστικά την τάξη των ωρών κατέβηκα και κλείστηκα στην καμπίνα από το απόγευμα αφού προηγούμενα ζαλίστηκα με μερικά ποτήρια μπύρα, για να μπορέσω να κοιμηθώ την ώρα που οι άλλοι θάτρωγαν και θα χόρευαν.
Όταν ξύπνησα, όλα ήταν σκοτεινά και νοτισμένα σ' αυτό το μικρό μνήμα, που ήταν η καμπίνα μου. Όπως είχα σταματήσει τον ανεμιστήρα, ο βαρύς και υγρός αέρας πυρπολούσε τους κροτάφους μου. Οι αισθήσεις μου λες κι είχαν ναρκωθεί: μου χρειάστηκαν αρκετές στιγμές για να θυμηθώ το χρόνο και το μέρος όπου βρισκόμουνα. Ήταν δίχως άλλο, περασμένα μεσάνυχτα, γιατί δεν άκουγα ούτε μουσική, ούτε το ασταμάτητο γλίστρημα των βημάτων. Μονάχα η μηχανή, η λαχανιασμένη καρδιά του Λεβιάθαν, έσπρωχνε παντοτεινά πνευστιώντας, το μαύρο κουφάρι του πλοίου προς το αόρατο, όπου εισχωρούσε ψαύοντας τα κύματα.
Ψηλαφητά ανέβηκα στο κατάστρωμα. Ήταν έρημο. Κι όπως σήκωσα το βλέμμα μου προς την τσιμινιέρα, που ορθωνόταν σαν πύργος που κάπνιζε, και στα κατάρτια που πρόβαιναν σαν φαντάσματα, μια θαυμαστήλάμψη γέμισε απότομα τα μάτια μου. Το στερέωμα φεγγοβολούσε. Γύρω απ' τα αστέρια, που το κεντούσαν με λευκές μαρμαρυγές, απλωνόταν το σκοτάδι, κι όμως, ο ουρανός αχτινοβολούσε. Θάλεγε κανένας πως μια βελουδένια κουρτίνα ήταν τοποθετημένη κει, μπροστά σ' ένα φοβερό φως, και τ' αστέρια ήταν οι χαραμάδες και οι φεγγίτες απ' όπου γλιστρούσε το ασθενικό φως της απερίγραπτης αυτής λάμψης. Ποτέ δεν είχα ξαναθωρίσει τον ουρανό, όπως κείνη τη νύχτα, αχτινοβόλον, ολόλαμπρον, ολόβουο και ξεχειλισμένον από φως από ένα φως πούπεφτε, σαν ανάμεσα από πέπλο, απ' το φεγγάρι και τ' αστέρια και που φαινόταν νάκαιγε σε μια μυστηριακή εστία. Σαν ολόλευκη γκομαλάκκα, όλες οι γραμμές του πλοίου έλαμπαν φανταχτερά στο φεγγαρίσιο φως, πάνω στο σκοτεινόχρωμο βελούδο της θάλασσας. Τα παλαμάρια, οι αντέννες, όλα τα ξάρτια, όλες οι γραμμές χάνονταν σ' αυτήν την κυματιστή αίγλη: τα φώτα των καταρτιών και, πιο ψηλά ακόμα, το στρογγυλό φανάρι της σκοπιάς φαινόνταν πως κρεμόνταν στο κενό, σαν ωχρά γήινα αστέρια ανάμεσα στ' αχτινοβόλα άστρα τ' ουρανού.
Ακριβώς πάνω απ' το κεφάλι μου ο μαγικός αστερισμός του Νότιου Σταυρού ήτανε καθηλωμένος στο άπειρο, με θαμπωτικά διαμαντένια καρφιά, και φαινόταν πως μετακινιόταν, ενώ μονάχα το πλοίο έδινε αυτή την αυταπάτη της κίνησης, αυτό, που σκαμπανεβάζοντας απαλά, με λαχανιασμένο το στήθος, όπως ένας γιγάντιος κολυμβητής, άνοιγε το δρόμο του ανάμεσα απ' τα σκοτεινά κύματα. Στεκόμουν όρθιος κοιτάζοντας προς τα πάνω: μου φαινόταν πως βρισκόμουν σ' ένα λουτρό, όπου το θερμό νερό πέφτει από πάνω στο σώμα μας, μ' αυτή τη διαφορά πως εδώ ήταν το φως, που λευκό και χλιαρό κυλούσε πάνω στα χέρια μου, που μου σκέπαζε απαλά τους ώμους και το κεφάλι και που, λες φαινόταν πως ήθελε να εισδύσει στα τρισβαθα του είναι μου, γιατί κάθε νάρκη είχε απότομα ξεμακρυνθεί από κοντά μου. Ανάπνεα λυτρωμένος, και ολότελα γαληνεμένος. Με μια καινούργια ηδονή γευόμουνα πάνω στα χείλη μου, σαν το πιο αγνό πιοτό, το γλυκόν αγέρα, τον πεντακάθαρο κι ανάλαφρα μεθυστικό, πούφερνε μαζί του την πνοή των καρπών και το άρωμα των μακρινών νησιών. Τώρα, για πρώτη φορά από τότε που ανέβηκα στο πλοίο, με κυρίεψε ο άγιος πόθος της ονειροπόλησης, όπως κι αυτή η απλή επιθυμία, η πιο αισθησιακή, που μ' έκανε να ποθώ ν' αφήσω, σαν γυναίκα, το σώμα μου σ' αυτήν τη χαύνωση, που μ' έσφιγγε απ' όλες τις μεριές. Θέλησα να ξαπλωθώ, με το βλέμμα γυρισμένο στα λευκά ιερογλυφικά, αλλά οι πολυθρόνες και τα καθίσματα του καταστρώματος είχαν πιαστεί και πουθενά πάνω στο έρημο κατάστρωμα δε βρισκόταν μια θέση για να δοθεί κανένας σε μια γαλήνια ονειροπόληση.
Έτσι ψηλαφώντας έφτασα στην πλώρη του πλοίου, κυκλωμένος απ' το φως που φαινόταν να πέφτει από παντού με μιαν ορμή ολοένα μεγαλύτερη, για να εισδύσει εντός μου. Το φως αυτό των άστρων, με τη χιονάτη λευκότητα και τη θαμπωτική λάμψη, μούκανε σχεδόν κακό. Ήθελα να κρυφτώ κάπου στον ίσκιο, να ξαπλωθώ σε μια ψάθα, να μη νιώθω πια μέσα μου, αλλά μονάχα πάνω μου, αυτή την ακτινοβολία που την αντανακλούσαν τα πράγματα – έτσι όπως κοιτάζουμε ένα τοπίο απ' το εσωτερικό ενός δωμάτιου βυθισμένου στο σκοτάδι. Τέλος, σκοντάφτοντας στα παλαμάρια και περνώντας ανάμεσα απ' τα σιδερένια ξάρτια έφτασα στην άκρη και κοίταζα την πλώρη του πλοίου να προχωρεί στη σκιά και το υγρό φως του φεγγαριού ν' αναβρύζει, αφρίζοντας απ' τις δυό πλευρές της τροπίδας. Παντοτεινά αυτό το θαλάσσιο αλέτρι ανασηκωνόταν και ξαναβυθιζόταν σ' αυτό το χωράφι των μαύρων κυμάτων. Και σ' αυτό το αχτινοβόλο παιχνίδι, δοκίμαζα όλη την οδύνη του νικημένου στοιχείου, αισθανόμουνα όλη τη χαρά της γήινης δύναμης. Βυθισμένος στους κόλπους αυτής της θεώρησης είχα χάσει την έννοια του χρόνου: είχε περάσει μια ώρα που βρισκόμουνα ακουμπώντας στην άκρη του πλοίου, ή μονάχα λίγα λεπτά; Σκαμπανεβάζοντας, αυτό το γιγάντιο λίκνο, το βαπόρι, με νανούριζε συνεπαίρνοντάς με πέρα απ' το χρόνο. Μόνο ένα πράγμα ένιωθα: με κατάκλυζε μια κούραση, μια κούραση σαν ηδονή. Ήθελα να κοιμηθώ, να ονειρευτώ κι όμως να μην ξεμακρύνω απ' αυτή τη μαγεία, να μην ξανακατέβω σ' αυτό το φέρετρο. Άθελά μου το πόδι μου πάτησε σ' ένα σωρό από παλαμάρια. Κάθησα, με κλειστά τα μάτια, δίχως όμως να με σκεπάσει ο ίσκιος, γιατί πάνωθέ τους και πάνω μου αχτινοβολούσε η ασημένια λάμψη. Κάτωθέ μου άκουγα το νερό να βουίζει απαλά και πάνωθέ μου, με μια ανεπαίσθητη αντήχηση, τη λευκή ροή τούτου του κόσμου. Σιγά-σιγά, το μουρμουρητό αυτό τρύπωσε μέσα στις φλέβες μου κι έχασα την έννοια της ύπαρξης: δεν ήξερα πια αν τούτη η αναπνοή ήταν δική μου ή αν ήταν τα καρδιοχτύπια του πλοίου. Είχα παρασυρθεί και εκμηδενισθεί μέσα στο αδιάκοπο μουρμουρητό του νυχτερινού κόσμου.
Ένας ελαφρός ξερόβηχας που ακούστηκε κοντά μου μ' έκανε ν' αναπηδήσω. Βγήκα τρομαγμένος, απ' την ονειροπόληση, που με είχε σχεδόν μεθύσει...



Stefan Zweig
ΑΜΟΚ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΚΩΣΤΗΣ ΜΕΡΑΝΑΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΣΤΕΡΙ 1980