Αναγνώστες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κλικ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κλικ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ:'' Όψεις του δημοσίου και αντινομίες των αξιών στη σημερινή ''..ενα εξαιρετικά ενδιαφερον βιβλιο για την εισβολή του lIfe style τυπου ΚΛΙΚ(και οχι μόνο) στην Ελλάδα της δεκαετιαςτου 90

Όψεις του δημοσίου και αντινομίες των αξιών στη σημερινή Ελλάδα
Συγγραφέας: ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ
Εκδόσεις: ΣΑΒΒΑΛΑΣ
Η μελέτη του Νικόλα Σεβαστάκη επιχειρεί να απαντήσει κριτικά στις απορίες ενός ρευστού δημόσιου χώρου που διατρέχεται από αντιφατικές προσδοκίες. Ανάμεσα στην επίτευξη του εκσυγχρονισμού και στην κοινωνική δυσφορία, ανάμεσα στον «μεταμοντερνισμό» της εμπορικής κουλτούρας και στις αγωνίες για την εθνική ταυτότητα σωρεύονται διλήμματα πολιτικής και αμηχανίες της δημοκρατίας.

Ο Σεβαστάκης ερευνά τους λόγους που οδηγούν στη διαμόρφωση μιας ελληνικής δημοκρατίας κυβερνημένης στο «Κέντρο». Σε αυτήν τη δημοκρατία η καταπράυνση των πολιτικών παθών αναπληρώνεται με τις γοητευτικές στρατηγικές του life-style και τις παρηγορητικές σκηνοθεσίες του εθνικού μύθου. Ο συγγραφέας διακρίνει την άνοδο νέων μορφών κοινωνικού συντηρητισμού σε μια περίοδο όπου απελευθερώνονται οι ατομικές προσδοκίες και συρρικνώνεται δραματικά κάθε συλλογικό αίτημα. Ο ελληνικός δημόσιος χώρος γίνεται πλέον περισσότερο φιλελεύθερος και συγχρόνως πιο κλειστός απέναντι στην κριτική και στην πραγματική διαφωνία. Ο εκσυγχρονισμός γίνεται μια νέα κομφορμιστική ορθοδοξία και συναντά έτσι τη νοσταλγική ετεροδοξία μιας «μυθικής» ιδιαιτερότητας. Το βιβλίο εξετάζει αυτή τη συνύπαρξη των αντιθέτων και επιχειρεί να διαγνώσει τις συνέπειες που έχει για την ιδεολογία, το σύστημα των αξιών και την «κοινωνία των πολιτών» της σημερινής Ελλάδας. 
 πηγη
ΑΠΟΠΑΣΜΑΤΑ   απο το βιβλιο

 ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ

(τα αποσπασματα δημοσιευονται με την αδεια του συγγραφεα )

Ρητορικές της  αυτοπεποίθησης

        Ο πολιτικός μοντερνισμός προσεγγίζει, όπως ήδη σημειώθηκε, την εθνική ιδιαιτερότητα με επιτιμητικούς ή όρους φρονηματισμού. Στην πρώιμη μορφοποίησή του διέπεται από μια έντονη διάθεση ενοχοποίησης και στιγματισμού των ελληνικών παράδοξων: η νεοελληνική περιπέτεια παρουσιάζεται κυρίως ως σώρευση αποτυχιών ή ημιτελών και άκαρπων προσπαθειών, ως μια σειρά από κακοδαιμονίες, ατοπήματα και λάθος απαντήσεις28.

Η έννοια-κλειδί σε αυτού του τύπου την προσέγγιση είναι η δυσλειτουργία και η έλλειψη προσαρμογής. Στο επίπεδο της μακροθεωρίας, η κίνηση ακολουθεί το μονοπάτι από τις θεωρίες του στρεβλού και εξαρτημένου καπιταλισμού (δεκαετία του ΄70) στις αντιλήψεις για την «ανορθολογική» δημόσια διοίκηση και την κομματική παραμόρφωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.  Απεναντίας, στην ελεύθερη αγορά των ιδεών και των πολιτισμικών τάσεων βλέπουμε ότι η όποια αρνητική συνείδηση απαλύνεται ευθύς εξαρχής από μια πραγματιστική διάθεση συνδιαλλαγής με τις ελληνικές αντιφάσεις και τις ασταθείς πρακτικές, συμπεριφορές και στάσεις που αναδύονται από τους πόρους της κοινωνίας. Η λογική του remix, του αμαλγάματος και του πολιτισμικού συγκρητισμού ευνοεί μια περισσότερο ευέλικτη διαπραγμάτευση των διλημμάτων της εποχής. Το αυστηρό πρωτόκολλο του εκσυγχρονισμού εναλλάσσεται με μια χαλαρή ατμόσφαιρα στην οποία προέχει η τόνωση του ηθικού και η εμψύχωση του κοινού, πριν αρθρωθεί η όποια φράση σωφρονισμού και επιτίμησης.
       Σε μια χρονική συγκυρία στην οποία για μια σημαντική μερίδα της θεσμικής διανόησης, ο ελληνικός εθνικισμός έφτανε στο αποκορύφωμα του παραλογισμού και της επίδρασής του, διαβάζουμε σε ένα άλλο ύφος: «η Ελλάδα είναι Μόδα»29. Το θέμα του κειμένου με αυτόν τον προκλητικό τίτλο είναι ακριβώς ο νέος ελληνικός εθνικισμός, η επιστροφή του εθνικού αισθήματος στη ζωή των Ελλήνων. Το κείμενο αναφέρεται σε έναν εθνικισμό που «είναι καιρός να ξαναανακαλύψουν οι Έλληνες» γιατί «φέρει σφραγίδα γνησιότητας», είναι, όπως λέγεται, ένα trademark. Ποια είναι όμως η ταυτότητα και τα διακριτικά γνωρίσματα αυτού του εθνικισμού; Με ποιο τρόπο μπορεί να αναγνωριστεί σε αυτόν μια σύγχρονη και επίκαιρη διάσταση, μια πρωτογενής και απενοχοποιημένη θετικότητα; Ο εθνικισμός που σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου οφείλουμε να «ανακαλύψουμε εκ νέου» αναδύεται σχετικά αλώβητος από την κατάρρευση των μοντέρνων ιδεολογιών. Ο εθνικισμός, λέγει, υπήρξε εγκληματικός «μόνο όταν υποτάχθηκε» στις ιδεολογικές ουτοπίες των νεώτερων χρόνων (αναφέρεται ρητά ο φιλελευθερισμός και ο κομμουνισμός). Τώρα όμως:
   Όλα ξεφούσκωσαν,  ιδεολογίες, προγράμματα,  άνθρωποι, κόμματα  γιατί κάτω από  τα ρούχα δεν  υπήρχε τίποτα.  
Η νέα  περίοδος μπορεί να δικαιώσει λοιπόν την εθνική αφύπνιση όχι όμως κάθε τύπο εθνικισμού. Στο περιγραφικό  μέρος του κειμένου αναπτύσσεται το θέμα της απελευθέρωσης της κοινωνίας από το «κράτος»30. Δείγματα αυτής της προϊούσας απελευθέρωσης είναι ο πολλαπλασιασμός των δημιουργικών Ελλήνων και οι υψηλές επιδόσεις που σημειώνουν συγκεκριμένες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες (επιχειρηματίες, διαφημιστές, επιστήμονες, αρχιτέκτονες). Η νέα εθνική κοινότητα προσεγγίζεται έτσι, καταρχήν, ως μια κοινότητα που τα υποκείμενά τους είναι καλοί παραγωγοί πλούτου, κοινότητα που υπερβαίνει, ως εκ τούτου, το παρακμιακή και μίζερη παλαιο-ελλάδα. Όμως αυτού του τύπου η δικαιολόγηση του νέου εθνικισμού δεν εκπληρώνει την παρηγορητική και εμψυχωτική λειτουργία η οποία και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα κάθε αποτελεσματικού ιδεολογικού λόγου31. Το έθνος-επιχείρηση και συμβιωτική οικονομική κοινότητα συνιστούν κομβικά σημεία αναφοράς σε όλες τις εγχώριες μεταμοντερνιστικές και εκσυγχρονιστικές παραλλαγές. Η ιδέα ωστόσο της κοινότητας των παραγωγικών και επιτυχημένων δεν διατυπώνεται εδώ με διδακτικούς όρους όπως στον δεοντολογικό λόγο του πολιτικού μοντερνισμού. Υποδεικνύεται περισσότερο ως ένα γοητευτικό παζλ εικόνων και διαφημιστικό tableau vivant παρά ως διακήρυξη. Γι αυτό και μεγάλο κομμάτι στο συγκεκριμένο άρθρο καλύπτεται από ένα είδος ανάλαφρου και χιουμοριστικού συγκριτικού τεστ, όπου εγκωμιάζονται οι μοναδικές αρετές και ποιότητες της φυλής σε διαφορετικούς τομείς:
  • Στο σεξ και στα ερωτικά ήθη.
  • Στη μουσική, στη διασκέδαση, στον τρόπο ζωής.
  • Στην ποιότητα της τηλεόρασης.
  • Στην μακροβιότητα και την υγεία.
  • Στις πνευματικές/ πολιτιστικές επιδόσεις.

Σε κάθε μια από αυτές τις κατηγορίες, οι «Έλληνες» διαφέρουν και υπερέχουν έναντι διαφόρων μειονεκτικών άλλων. Το ενδιαφέρον είναι εδώ ότι οι άλλοι στο συγκεκριμένο άρθρο είναι κυρίως εκπρόσωποι περισσότερο προηγμένων κοινωνιών (Γάλλοι, Αμερικανοί, Σκωτσέζοι κλπ). Η τόνωση της εθνικής αυτοπεποίθησης δεν μπορεί φυσικά να επιτευχθεί με συγκρίσεις «προς τα κάτω». Ο νέος εθνικισμός παρουσιάζεται, με τρόπο που ανασκάπτει τυπικά την πιο παραδοσιακή εθνικιστική ρητορεία, ως φορέας της κληρονομιάς « της πιο ιστορικής χώρας του κόσμου». Την ίδια στιγμή όμως που λέγεται κάτι τέτοιο, ακολουθεί η απόρριψη κάθε ιδέας εδαφικού επεκτατισμού και τοπικού ιμπεριαλισμού. Η κοινωνική λειτουργικότητα του νέου εθνικισμού προσδιορίζεται με αρκετή ενάργεια:
    Όταν όλες οι κοσμοθεωρίες κοινωνικής και οικονομικής προόδου έχουν καταρρεύσει, παραμένει η μοναδική συνιστώσα που μπορεί να μας δώσει την κλωτσιά προς τα μπρος. Δεν προϋποθέτει ούτε τσεμπέρια, ούτε τσαρούχια, αλλά ούτε και το όνειρο του ξιπασμένου που ήθελε να γίνει άλλος. Και βέβαια είναι φανατικός εχθρός της ξενοφοβίας, της απομόνωσης και του συνδρόμου του αιώνια κυνηγημένου, του παρατημένου και του έρμαιου στις διαθέσεις των μεγάλων.
         Η δυναμική του νέου εθνικισμού  συμπυκνώνει έτσι ετερογενή υλικά  και αναπαραστάσεις. Για παράδειγμα, συντηρεί την κοινόχρηστη ιδέα της μέγιστης και αξεπέραστης ιστορικής κληρονομιάς (που αντιδιαστέλλεται ρητώς στους λαούς χωρίς ιστορία ή στους λαούς με μικρή ιστορία όπως οι Αμερικανοί) αλλά προσχωρεί και στη ρήξη με τα ελλαδικά εθνογραφικά στερεότυπα. Ο νέος εθνικισμός θέλει να αντιπαρέλθει τη μιμητική ξενολατρία (δεν θέλουμε να γίνουμε άλλοι) την ίδια στιγμή που αποποιείται τον αμυντικό ναρκισσισμό του θύματος κα του διωκόμενου (δεν έχουμε σύνδρομο μειονεξίας έναντι των μεγάλων). Στο ίδιο κείμενο απαξιώνονται σαρκαστικά οι παλαιές ιστορικές «παρεξηγήσεις» - η εθνικοφροσύνη της Δεξιάς αλλά και ο διεθνισμός της Αριστεράς- και  στο τέλος ο αναγνώστης προσκαλείται να μοιραστεί τη μελοδραματική απλότητα και αφέλεια μιας προσωπικής εξομολόγησης:
    Το μόνο που ξέρω είναι ότι από τότε που τέλειωσα το Δημοτικό κανείς σε αυτόν τον τόπο δεν μου είπε ότι πρέπει να είμαι περήφανος που γεννήθηκα και παρέμεινα Έλληνας  
      Ένα χρόνο μετά, το πλαίσιο  ενός εκσυγχρονισμένου εθνικισμού  δίνει τον τόνο και σε ένα  άλλο κείμενο στο ΚΛΙΚ με τον παιγνιώδη τίτλο: Say it loud. I’ m Greek and I’m proud!- και υπότιτλο « γιατί έτσι γουστάρω, ενοχλώ κανένα;»32. Στο άρθρο αυτό κυριαρχεί ακόμα εντονότερα μια εγκωμιαστική εθνο-λατρευτική διάσταση, ένα είδος άσεμνης και διονυσιακής αγιογραφίας του «εμείς οι Έλληνες». Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει εδώ το λεξικό των κοινών τόπων που πλαισιώνουν την ηδονιστική, επιπόλαιη, ευρύχωρη και αυτοσχεδιαστική persona του Έλληνα. Ο αίνος περιλαμβάνει τα πάντα: τη γεύση του φαγητού, τους κώδικες της ερωτικής ζωής αλλά και την Ορθόδοξη θρησκεία που αντιδιαστέλλεται στη στυφή, δογματική και ηθικίστικη φύση του Καθολικισμού. Το ελληνικό ήθος παρουσιάζεται ως κατεξοχήν τέχνη του ωραίου βίου όπου βρίσκουν τη θέση τους η χαρά, η γενναιοδωρία, η γνώση «ζωής και ψυχής», η αντίθεση στη σεμνοτυφία, η κοινωνικότητα και η αγάπη. Σε κάθε παράγραφο του άρθρου οι «Έλληνες» εμφανίζονται ως φορείς μιας πολυδιάστατης αριστείας: έχουν παρέες – δεν είναι μόνοι και δυστυχείς-, είναι χαλαροί και ήπιοι στους εργασιακούς ρυθμούς – διαφέρουν από τους αλκοολικούς της εργασίας και μονόχνοτους Δυτικούς-, είναι άνθρωποι της σημερινής μέρας – δεν ζουν αναβάλλοντας τις ηδονές για το Αύριο κλπ. Στην αφήγηση το εγκώμιο λειτουργεί ως τέχνασμα γοητείας. Η αρνητικότητα, η επιτίμηση και η στηλίτευση του Έλληνα ( υπερβολικά παρούσες στον εκσυγχρονιστικό λόγο της ίδιας περιόδου) φαίνεται να έχουν ανασταλεί. Οι τόνοι δημοκρατικού ηδονισμού που διαπνέουν το κείμενο, ο μεθυστικός συμφιλιωτικός του οίστρος33 κορυφώνονται σε ένα θέμα που θα λειτουργήσει ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο και συστατικός μύθος της νέας Ελλάδας: το μοτίβο της διαταξικής ή αταξικής φύσης της ελληνικής κοινωνίας.
      Η ταξική απροσδιοριστία και  η περιγραφή της ελληνικής  ζωής ως ένα είδος αταξικού  melting pot επανέρχεται σταθερά στις αφηγήσεις της νέας εθνικής κοινότητας. Στον πυρήνα του θέματος θα συναντήσουμε την ιδέα μιας «απέραντης μεσαίας τάξης»34 η οποία διαλύει τις αντιθέσεις μέσα στον ευφορικό συγχρωτισμό του τρόπου ζωής, στη συμβιωτικότητα του life-style. Τα σκηνικά και εικονογραφικά δρώμενα που «υποδεικνύουν» τον αταξικό/ διαταξικό μύθο θα αποτελέσουν οργανικά στοιχεία στα πολιτισμικά κείμενα της ύστερης ελληνικής νεωτερικότητας. Η ίδια «απέραντη μεσαία τάξη» θα καταστεί ουσιαστικά το θεμελιώδες περιπλανώμενο σημαίνον της ιδεολογίας του Σύγχρονου:
  • Στον λόγο του πολιτικού μοντερνισμού θα αναχθεί κυρίως σε αναπτυξιακό, ορθολογικό φορέα της σύγχρονης δημοκρατικής καθολικότητας.
  • Ο εγχώριος μεταμοντερνισμός θα αναμίξει από την πλευρά του το αναπτυξιακό με το ηδονιστικό, το αυστηρό πρόγραμμα του έθνους-επιχείρηση με την ήπια αποδοχή του ελληνικού χάους.
Στις  εγχώριες παραλλαγές μεταμοντερνισμού, οι εκσυγχρονιστικοί προγραμματικοί στόχοι διατηρούνται άθικτοι ή οξύνονται  και καθίστανται επιθετικότεροι. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, πλαισιώνονται  και με άλλα στοιχεία ακόμα και  από «προ» ή μη-νεωτερικές μορφές ζωής. Αν στο αυστηρό πρωτόκολλο του εκσυγχρονιστικού φρονηματισμού ενοχοποιούνται οι πρακτικές που παραπέμπουν λ.χ. στην «τεμπελιά» και στην ανευθυνότητα του Έλληνα, οι μεταμοντέρνες στρατηγικές ακολουθούν διαφορετικά μονοπάτια ενθάρρυνσης και παρωδιακής ενσωμάτωσης: ενώ και αυτοί οι λόγοι εγγράφονται στην πλειονότητά τους στο κυρίαρχο παράδειγμα του νεοκαπιταλιστικού εξορθολογισμού, δεξιώνονται συχνότερα αποκλίσεις και διαφορές στο επίπεδο των ηθών και των πρακτικών της βιωμένης καθημερινότητας. Η προσπέλαση στην εμπειρική σφαίρα του βίου συνδυάζει εδώ το εγκώμιο «στα τραπεζάκια έξω»35 και τον ανηλεή στιγματισμό των αποτυχημένων κρατικοδίαιτων στρωμάτων και της νεοελληνικής «μιζέριας». Είναι μια προσέγγιση ανοιχτή στη χαλαρότητα και στην ηθολογική διαφοροποίηση ενώ την ίδια στιγμή αποκρούει κάθε αντιπαραγωγική και τεχνο-οικονομικά ασυμμόρφωτη υποκειμενικότητα.
        Φυσικά δεν βρίσκουμε μία μόνο  αφήγηση της εθνικής κοινότητας  από μία και μόνο μεταμοντερνιστική  προοπτική. Κατατμήσεις στον επαγγελματικό-διευθυντικό πόλο, ιδιοσυγκρασιακές και πολιτικές διαφορές ανάμεσα σε προσωπικότητες, στελέχη ή εκδοτικές ομάδες, αλλαγές στην κοινωνικοπολιτική συγκυρία συμβάλλουν σε διαφοροποιήσεις και σημαντικές αποχρώσεις. Για να μείνουμε στο παράδειγμα που χρησιμοποιούμε κυρίως εδώ, στο περιοδικό ΚΛΙΚ, είναι πρόδηλες οι διαφορές μεταξύ της πρώτης περιόδου, μέχρι το 1996, και της κατοπινής. Στην πρώτη περίοδο προβάλει ένα επιθετικό Life-style συνδυασμένο με μια ωμή, λαϊκότροπη αργκό γραφή36. Η δεύτερη περίοδος αντίθετα διατρέχεται από μια διάθεση υπαναχώρησης σε σχέση με τις υπερβολές του προηγούμενου νεόπλουτου πνεύματος καθώς και από μια περισσότερο δεσμευμένη στο εκσυγχρονιστικό πρόταγμα ματιά. Επίσης, τόσο η στρατηγική ιδιοποίησης του «εθνικιστικού» κλίματος των αρχών της δεκαετίας του ΄90, όσο και ο επιθετικός σεξισμός δεν συναντώνται στην ύστερη φάση. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές διαφορές ύφους και εκδοτικής φιλοσοφίας, η μετασημασιολόγηση του έθνους και του λαού συντελούνται με αρκετά γειτνιάζοντες όρους : ο  νέος εθνικισμός των άρθρων του ΄90-92  όπως και ο κοσμοπολίτικος αντιεθνικισμός μετά το 1996 λειτουργούν υποστηρικτικά ως προς το νέο συλλογικό φαντασιακό του έθνους της ευημερίας υποδεικνύοντας συνεχώς μέτωπα και τομές μεταξύ παλαιού και νέου, παρωχημένου και σύγχρονου, εντός και εκτός (in/ out). Η αναπαραγωγή των μεταμοντερνιστικών κωδίκων δεν υπακούει άλλωστε σε ομοιόμορφα μοντέλα και σχήματα ανάπτυξης. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι έντονο το παιχνίδι των συρραφών και της χρήσης παραδοσιακότροπων σχημάτων της «λαϊκής» ιδεολογίας και γλώσσας. Άλλοτε πάλι είναι σαφέστερες οι προθέσεις απόστασης από κάθε λαϊκή και λαϊκίστικη έγκληση37 όπως και η διάθεση προσέγγισης σε ένα πιο καθαρό μοντέλο προσαρμογής στον «διεθνή» κώδικα ενός φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού.
        Χρειάζεται εδώ να φύγουμε για λίγο από το παράδειγμα και να υπενθυμίσουμε εκ νέου την υπόθεσή μας για την ανάδυση του επαγγελματικού-διευθυντικού πόλου και τη στρατηγική του σημασία στο σύστημα σημασιών της νέας ελληνικής ζωής. Ο πόλος αυτός και τα στρώματα που τον συναπαρτίζουν συγκροτείται όλα αυτά τα χρόνια μέσα σε πολιτικο-οικονομικές συγκυρίες που αλλάζουν από χρόνο σε χρόνο. Η διαμόρφωσή του όμως είναι παράλληλη και με το σχηματισμό της σύγχρονης μεσο-επικοινωνιακής αγοράς στην οποία στελέχη του κατέχουν ηγετικές θέσεις και κομβικούς δικτυακούς ρόλους. Αυτό σημαίνει ότι και η διάθλαση του συνολικού ταξικού πρίσματος των νέων αστικών μερίδων στον πολιτισμό ακολουθεί τις έντονες τάσεις διαφοροποίησης και κατακερματισμού που χαρακτηρίζουν την επικοινωνιακή αγορά καθώς αλλά και τα κοινωνικά-ψυχικά συστήματα στο σύγχρονο καπιταλισμό. Ωστόσο, οι διαιρέσεις στα επιτελεία της εμπορικής κουλτούρας με κανένα τρόπο δεν φαίνεται να αποδυναμώνουν το συνολικό ταξικό πρίσμα του επαγγελματικού-διευθυντικού πόλου. Αντίθετα, όσο προχωρούμε στη μακροσκοπική μελέτη της τελευταίας πενταετίας γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο το κοινωνικοταξικό πλαίσιο το οποίο ρυθμίζει σε μεγάλο βαθμό τη ροή των κυρίαρχων ηθικών και αισθητικών τάσεων της περιόδου.  
 -----------------------------------------------------------------------

η συζητηση  για το ΚΛΙΚ ξεκινησε 
 εδώ :



βλεπε και τη συνεχεια   ΣΤΟ 

Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων...Aποσπασμα απο το Βιβλιο Του Νικολα Σεβαστακη ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ '''.. ...2.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Και α και ου και Δαπ Νου δυο φου κου (MIA ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ..ΣΥΝΘΗΜΑΤΟς )


-->



Τι σήμαινε αυτό το σύνθημα; Κατ αρχάς δεν νομίζω χαρακτηρίζει ΜΟΝΟ τηνΔΑΠ.. βέβαια ξεκινά από αυτήν

 Όμως δεν χαρακτήριζε άραγε μια  ολόκληρη γενιά; Που ποδοσφαιροποιησε την αντίληψη περί Πολιτικής  σύμφωνα και με το εργο του Μεγάλου Διανοούμενου του Καραμανλισμου  Ζαχοπουλου’’  Η κουλτούρα των Γηπέδων; ‘’Μια γενιά που μεγάλωσε μέσα  στο Θλιβερό ανθοκήπιο του καταναλωτισμού  στην ζούγκλα τν πρωιναδικων και των ρεαλιτυ σωου;

Μια γενιά που δεν ήξερε πώς να χειριστεί την  απληστία  μιας απόλαυσης που την έβλεπε πάντα αλλού και χαμένη;  Αυτοί δεν ζήσανε τα 60 και 70 .. Μεγάλωσαν  στα ενενήντα όταν πολιτική σήμαινε να βάζεις την φωτογραφία του Καραμανλή τζούνιορ  στο κινητό σου..

Αδιέξοδα , υπόκωφη απελπισία μέσα στα Θλιβερά μπαράκια , στοιβαγμένοι στις παραλίες τα καλοκαίρια να κοιτάζουν τα κορμιά τους να κινούνται σε ρυθμό τρανς – Ολη  η Ελλάδα μια απέραντη Βλαχο Ντισκο- κι αυτοί να μη Βρίσκουν διέξοδο… Και Α
ΚΑΙ ΟΥ..
Τι θλιβερή  συμπύκνωση .. Όλη  η απελπισία να ξεσπά σε δυο  κραυγές ..σαν στεναγμός , σαν δάκρυ που δεν βγαίνει..
 Και Α και Ου
 Σαν την απόλαυση που ήταν πάντα αλλού

Και Α και Ου
 Να είσαι νέος και να μην έχεις καν μια αιτία έξω από σένα  για να παθιαστείς , να ζήσεις η να πεθάνεις για αυτήν .Πέρα από την πιο ανόρεκτη την πιο αβάσταχτη  Εξατομίκευση  πέρα από τον πιο Α- Νοητο καταναλωτισμό ,πέρα από...

 Και Α και Ου
 Σαν ομαδικός αναστεναγμός, Σαν  να ξεψυχάς ουρλιάζοντας.. Σα να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο ..
 Χαμένη γενιά του 90, γενιά του και Α και Ου, βουτηγμένη στην πιο ανείπωτη θλίψη, στην πιο αβάσταχτη Ρηχότητα στην πιο στειρα αυταπάτη 

και Α 
 ΚΑΙ
ΟΥ 

ΚΑΙ
A

KAI

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

To φαντασιακό της σύγχρονης εθνικής κοινότητας..ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ 3

-->
          



  3.1.  To φαντασιακό της σύγχρονης εθνικής κοινότητας

           Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80, μια αναφορά φαίνεται να ανακτά δεσπόζουσα θέση στον δημόσιο χώρο και λόγο: η ίδια η «Ελλάδα». Το σημαίνον Ελλάδα και τα παράγωγά του επιστρέφουν εμφατικά στο προσκήνιο, στην πολιτική φρασεολογία αλλά και σε ποικίλα κείμενα της πολιτιστικής δημιουργίας: για παράδειγμα, στο λαϊκό και νέο έντεχνο τραγούδι[1] γίνεται αισθητή η παρουσία ενός στιχουργικού λυρισμού που συνδυάζει πλέον την ερωτική ηδυπάθεια του «ψυχολογικού εγώ» με έναν νοσταλγικό νεορομαντικό ελληνοκεντρισμό. Παρατηρείται επίσης η εκδοτική άνθηση μιας φιλολογίας αφιερωμένης στις θρησκευτικές, εθνολογικές, μυθολογικές ρίζες του ελληνισμού καθώς και ένα γενικότερο κλίμα ενδιαφέροντος για εκλαϊκευμένες αρχαιογνωστικές και «μεταφυσικές» καταβυθίσεις στα άδυτα του εθνικού παρελθόντος[2]. Έτσι, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την εντονότερη συσσωμάτωση στις ευρωπαϊκές και διεθνείς δομές εξουσίας σημειώνεται και εδώ ένα είδος τεχνητής απογείωσης και έξαρσης των διλημμάτων ταυτότητας και «εθνικού προσανατολισμού».
         Το ίδιο το θέμα των εθνοκεντρικών υπερβολών στην πρόσφατη ιστορία έχει κυοφορήσει πολλές προβληματικές γενικεύσεις. Η καταχρηστική ένταξη του συνόλου των κοινωνικών και πολιτιστικών διλημμάτων τα οποία ήλθαν στο φως τις δυο τελευταίες δεκαετίες, στη διελκυστίνδα «παρωχημένου» και «σύγχρονου» αποτέλεσε πιστεύουμε διαρκή πηγή θεωρητικής σύγχυσης και ερμηνευτικών αστοχιών. Με αφετηρία μάλιστα την a priori αναλυτική αξία αυτού του σχήματος οικοδομήθηκε ένας τύπος κριτικής στο οποίο ο εθνικισμός των συγχρόνων καταχωρίζεται λίγο πολύ στα (παθολογικά) υποπροϊόντα μιας παρωχημένης πολιτικής κουλτούρας. Το πλαίσιο στο οποίο εγκλωβίστηκε αυτός ο τύπος κριτικής στον εθνικισμό ήταν – και συνεχίζει ακόμα να είναι- η αντιδιαστολή μεταξύ κωδίκων «σωφροσύνης» και κωδίκων «υπερβολής», έλλογων ή έγκυρων αξιώσεων και παράλογων ή άμετρων διεκδικήσεων. Υπόβαθρο πολλών αναλύσεων υπήρξε σχεδόν πάντα η διελκυστίνδα μεταξύ αναχρονισμού και συγχρονισμού. Στους συγχρόνους (και συγχρονισμένους) αναγνωρίστηκαν, κατά τεκμήριο, στρατηγικές εξορθολογισμού και νοικοκυρέματος της χώρας την ίδια στιγμή που στους παρωχημένους-αναχρονιστικούς λόγους διαγνώστηκαν τα συμπτώματα του λαϊκισμού και τα ζιζάνια της μεταφυσικής εθνο-καπηλείας[3].
         Πέρα ωστόσο από την επιφανειακή του εκτύλιξη, το δράμα ενός πραγματικού ή εικαζόμενου εθνικισμού στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων του εικοστού αιώνα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναπροσαρμογή και μετάπλαση ιδιόμορφων ιδεολογικών κωδίκων και πολιτισμικών διενέξεων. Απαύγασμα της ανάκαμψης του έθνους ως προνομιακού υποκειμένου και κέντρου βάρους των πιο διαφορετικών αφηγήσεων υπήρξε εν τέλει η πληθωρική παρουσία ενός πρώτου πληθυντικού προσώπου, ενός «εμείς» που εξήγγειλε εφεξής ως αυτονόητη αλήθεια ένα «εμείς οι Έλληνες, άνευ άλλης διαφοροποίησης»[4].
Τα περισσότερα από τα σχόλια μιας ολόκληρης περιόδου για τον εθνικισμό της ελληνικής κοινωνίας σπανίως υπερφαλάγγισαν τους κοινούς τόπους αυτού του μετέωρου και αδιαφοροποίητου «εμείς». Έτσι, ερωτήματα για το «συμφέρον της Ελλάδας» ή το «δίκαιο των Ελλήνων» δεν έμειναν απλώς στο επίπεδο της τρέχουσας πολιτικο-δημοσιογραφικής ρητορείας αλλά καταξιώθηκαν, με τον έναν ή άλλον τρόπο, και στις δημόσιες παρεμβάσεις πολλών ακαδημαϊκών και κοινωνικών επιστημόνων. Τολμούμε να ισχυριστούμε ότι έτσι όπως αρθρώθηκαν στον επικαιρικό δημόσιο λόγο και στις παρεμβάσεις επί της συγκυρίας (από το Μακεδονικό/ Σκοπιανό στις αρχές του ΄90 ως την μετά την ΟΝΕ εποχή) πολλές κρίσεις για τον εθνικισμό των Ελλήνων δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τουλάχιστον για την προοπτική αυτής της εργασίας. Αντίθετα αξίζει να αναλυθεί περισσότερο ο λόγος περί Ελλάδας και Ελλήνων και μια ιδιαίτερη εθνική ρητορεία σε κείμενα και περιοχές της δημοσιότητας που δεν εμπίπτουν στην δακτυλοδεικτούμενη ως ελληνοκεντρική «παράταξη». Στο επίπεδο αυτό, η πολιτική φαντασία μεγάλου τμήματος της δημόσιας παρέμβασης των φορέων του εκσυγχρονιστικού credo υπολείπεται σαφώς της κοινωνικής φαντασίας που επέδειξαν τα επιτελεία που απευθύνθηκαν, με διαφορετική γλώσσα, στην ευρύτερη αγορά συμβόλων και αξιών της ευημερούσας Ελλάδας. Βασική αιτία για τούτο είναι ότι στον ερμηνευτικό λόγο των εκσυγχρονιστών διανοουμένων και ακαδημαϊκών, το πρόβλημα των εθνικιστικών παρεκτροπών της δεκαετίας του ΄90 φορτίστηκε σχεδόν αποκλειστικά με ηθικούς και φρονηματικούς όρους. Τα εθνικιστικά συμπτώματα της περιόδου προσεγγίστηκαν εξ αρχής ως εμπειρικά τεκμήρια ενός ευρύτερου κοινωνικού ανορθολογισμού συναρτημένου με μια ατελώς εκσυγχρονισμένη και ανεπαρκώς «φιλελεύθερη» πολιτική κουλτούρα[5]. Η προσέγγιση στα εθνικιστικά φαινόμενα συντελέστηκε, ως επί το πλείστον, με πρόθεση κάθαρσης της κοινωνίας και των πολιτικών της λόγων από τους διάφορους τυφλούς και παθολογικούς «αντιδυτικισμούς». Η προβληματική του εθνικισμού χρησίμευσε, επίσης, ως όχημα για την τόνωση της ιδεολογικής κριτικής, αναπληρώνοντας κάπως την αιδήμονα σιωπή ή την αυξανόμενη αδιαφορία των διανοουμένων της φιλελεύθερης και λόγιας αριστεράς για την «παραδοσιακή» κοινωνική ατζέντα. Καθ’ όλη σχεδόν τη δεκαετία του ΄90, η προβληματική της εθνικιστικής παθογένειας φορτίστηκε έτσι με  εξαιρετικές ανησυχίες για τους άμεσους κινδύνους που αντιμετώπιζε η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας από τη διαβρωτική επενέργεια του διάχυτου λαϊκιστικού ανορθολογισμού ο οποίος θεωρήθηκε κυρίως ως κυματοθραύστης των αναγκαίων αλλαγών σε δομές, νοοτροπίες και κουλτούρες.
       Από την άλλη, το νεόδμητο φαντασιακό του «εμείς οι Έλληνες» έλαβε συγκεκριμένη κοινωνική ενσάρκωση μόνο σε εκείνες τις περιγραφές και διαγνώσεις που παρέκαμψαν, εξαρχής, την ηθική-κανονιστική επίκριση στον εθνικισμό. Η αδυναμία του λόγιου και φρονηματικού αντιεθνικισμού να σταθμίσει τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς όρους της σύγχρονης μεταστοιχειωμένης εθνικής αναφοράς εξισορροπήθηκε έτσι από την παρέμβαση φορέων δράσης σε διαφορετικά δίκτυα του πολιτισμικού πεδίου[6]. Η βασική αμηχανία αυτού του αντιεθνικισμού της σύνεσης προερχόταν ( και εν πολλοίς συνεχίζει να είναι ) από το γεγονός ότι διαμόρφωσε τα περισσότερα επιχειρήματά του στο ίδιο πεδίο με αυτό του αντιπάλου: επί σειρά ετών ο φιλελεύθερος αντιεθνικισμός περιορίστηκε ουσιαστικά σε ένα σύνολο εκκλήσεων υπέρ ενός έγκυρου και λογικού εθνικού οράματος στο οποίο αποδόθηκαν κόσμιοι χαρακτηρισμοί όπως εθνική στρατηγική, ισχυρή Ελλάδα, πολιτική της εθνικής αυτοπεποίθησης κλπ. Από τη στιγμή, ιδίως, που οι ηγετικές πολιτικές ελίτ απαξίωσαν οριστικά όλες τις εκδοχές της ανταγωνιστικής λαϊκής υποκειμενικότητας ως παρωχημένες και καταστροφικές, μοναδικό διαθέσιμο υποκείμενο και αναφορά απόμεινε πλέον το έθνος μας η Ελλάδα ή σε μια άλλη εκδοχή ο «Έλληνας πολίτης». Η στροφή προς το έθνος δεν μεταφράστηκε φυσικά σε σύμπτωση ως προς τα λεξιλόγια με τα οποία χρωματίζονταν η επιδιωκόμενη εθνική ανάταξη. Αν και η Ελλάδα πρόβαλλε ως μοναδικό έγκυρο συλλογικό όραμα και ως αποκλειστικός ιδεολογικός πόρος του πολιτικού τόξου, αναπτύχθηκαν, όπως είναι φυσικό, ποικίλες αφηγήσεις της εθνικής επίτευξης. Νομίζουμε επιπλέον ότι η σχηματική διχοτόμηση μεταξύ ρεαλιστικών και μεταφυσικών εθνικών κωδίκων δεν αρκεί για να εντοπίσει κανείς τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται αυτή την περίοδο. Για παράδειγμα, ο επαναπροσδιορισμός της εθνικής ισχύος ως κυρίως πολιτικού και οικονομικού συγκριτικού πλεονεκτήματος είναι αποδεκτός τόσο από τον πολιτικό αντιεθνικισμό όσο και από μεγάλο τμήμα του εγχώριου μεταμοντερνισμού. Αλλά η πολιτική ενδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας, με εργαλείο ένα αποτελεσματικό και ευφυές κράτος, δεν είναι καθόλου αδιάφορη και  σε ορισμένες, τουλάχιστον, αντιλήψεις που στιγματίστηκαν ως κατεξοχήν εθνικιστικές. Η αντίθεση, εντούτοις, μεταξύ ενός ορθολογικού συνταγματικού πατριωτισμού και ενός ρομαντικού πολιτισμικού εθνικισμού έχει περιορισμένη σημασία στην περίπτωση της όψιμης ελληνικής ιδεολογίας. Και τούτο διότι όλες οι αφηγήσεις και οι κατασκευές του  «εμείς οι Έλληνες» αναπτύσσουν πολιτικές βλέψεις και απηχούν μια ποικιλία πολιτισμικών πρακτικών. Πολλοί αντίπαλοι του αντιεθνικισμού της σύνεσης δεν τον εγκαλούν για τον ρεαλισμό και τη ψυχρή κρατικο-πολιτική λογική του αλλά μάλλον για την τάση του να προσφεύγει στην αγαθή βούληση της διπλωματικής αγαθής βούλησης και στον δεοντολογικό ιδεαλισμό[7] κατά τη διαχείριση των εθνικών υποθέσεων.
       Επανερχόμαστε όμως σε εκείνες τις απολογίες της «σύγχρονης ζωής» που παρέχουν, κατά τη γνώμη μας, έγκυρη πρόσβαση στην κοινωνική τοπιογραφία της νέας εθνικής ευαισθησίας. Ο πυρήνας αυτών των απολογιών εξακτινώθηκε σε κείμενα εκτός της στενής σφαίρας του προγραμματικού πολιτικού λόγου και της ακαδημαϊκής ανάλυσης. Πρόκειται δηλαδή για κείμενα που είδαν το φως στο περιθώριο του φρονηματικού αντιεθνικισμού της σύνεσης όπως αυτός προτάθηκε από τη θεσμική διανόηση. Η απόσταση από τα πρωτόκολλα της πολιτικής και κανονιστικής κριτικής, καθιστά παρόμοιες μαρτυρίες πολύτιμες ως πηγές. Το αξιοσημείωτο, κατά τη γνώμη μας, είναι ότι σε αυτές τις ακάθαρτες περιοχές του δημόσιου λόγου δόθηκε έμφαση στην υλική και κοινωνική συγκρότηση της σύγχρονης εθνικής αναφοράς και όχι στην φιλοσοφική και ηθική της δικαιολόγηση. Γι αυτό και η δραστικότητα αυτών των λόγων στα ευρύτερα κοινά της τελευταίας περιόδου είναι ίσως πολύ πιο σημαντική.
    






[1] Χαρακτηριστική είναι η τάση που αναμιγνύει παραδοσιακούς-δημοτικούς και ανατολίτικους  ήχους με την δυτικότροπη ηλεκτρική και ποπ μπαλάντα. Όπως επίσης και την ίδια περίοδο η μεγάλη επιτυχία τραγουδιών με εθνικά χρωματισμένους στίχους («η εθνική μας μοναξιά»), με αναφορές στις χαμένες πατρίδες («Βόσπορος»), στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία την περίοδο της έξαρσης του «σκοπιανού» ζητήματος κλπ. Κυρίαρχη αναφορά αυτού του ρεύματος είναι μια Βαλκανο-ανατολική ιδέα της ελληνικότητας.
[2] Σε αυτή τη νέα φάση εκδοτικής άνθισης, τα βιβλία ιστορίας, αρχαιολογίας ή θρησκειολογίας με επιστημονικές αξιώσεις και διαπιστευτήρια σοβαρότητας υπερφαλαγγίζονται από πληθώρα «παρα-ιστορικών» κειμένων, ψευδο-αρχαιογνωστικών περιοδικών, μυστικιστικών αναπλάσεων κλπ. Πολλές από τις θεωρίες εθνοφυλετισμού και πολιτισμικού ρατσισμού διαχέονται σε ένα ευρύτερο κοινό μέσα από νέα κανάλια επικοινωνίας, έντυπα και τηλεοπτικά.
[3]  βλ. Άκης Γαβριηλίδης, Ο ‘εκσυγχρονισμός του εθνικισμού’. Στο Ιδεολογικά Ρεύματα…,ο.π. σ.566-592.
[4] Γαβριηλίδης, Στο ίδιο., σ.582-3
[5] Για την προβληματική της σύνδεσης εθνικισμού και κοινωνικού ανορθολογισμού βλ. Θάνος Λίποβατς, «Θέσεις για την πολιτική ψυχολογία των Ελλήνων. Προοπτικές για το έτος 2000», στο Ζητήματα Πολιτικής Ψυχολογίας, Αθήνα, Οδυσσέας, 1991 καθώς και Ηλίας Κατσούλης, «Το ‘ανθρώπινο κεφάλαιο’ στη διαδικασία εκσυγχρονισμού. Η ελληνική ‘αμυντική κοινωνία’ μπροστά στην πρόκληση του 2000», Στο Η. Κατσούλης, Τ. Γιαννίτσης, Γ. Καζάκος, Η Ελλάδα προς το 2000, Αθήνα, 1998.
[6] Αυτοί οι δρώντες, ως μεσολαβητές των αναγκών της νέας πολιτιστικής βιομηχανίας και των μέσων της, είχαν την ικανότητα να κινούνται με ευκολία στο αντιφατικό πεδίο των αυθόρμητων λαϊκών ιδεολογημάτων, να σχηματοποιούν τις μεταβολές στα αξιακά πρότυπα αλλά και την γενικότερη αλλαγή στάσεων που συνόδευσε τη στερέωση του νέου δημόσιου χώρου.
[7] Βλ. Για την οξύτερη διατύπωση μιας παρόμοιας θέσης την παρέμβαση του Παναγιώτη Κονδύλη στο Από τον 20ο στον 21ο αιώνα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1998 και στη Θεωρία του Πολέμου, Αθήνα, Θεμέλιο, 1998. Η γεωπολιτική οπτική του Κονδύλη (κοντά στο μοντέλο της ρεαλιστικής σχολής στις διεθνοπολιτικές σχέσεις) δεν βρίσκει σύμφωνους, φιλοσοφικά, τους περισσότερους εθνορομαντικούς διανοούμενους. Ωστόσο, η θερμή σε εθνικές κρίσεις συγκυρία της δεκαετίας του ΄90 οδήγησε τελικά σε πολιτικές προσεγγίσεις και άτυπες συμμαχίες εναντίον του κοινού εχθρού: της «μαλθακής» εξωτερικής πολιτικής.


ΒΛ ΚΑΙ  
 "Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων...Aποσπασμα απο το Βιβλιο Του Νικολα Σεβαστακη ΚΟΙΝΟΤ




Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Τo lifestyle πέθανε, ζήτω το lifestyle! (δειτε το )


Τo lifestyle πέθανε, ζήτω το lifestyle!

 αποσπασματα
 ''    Το μέτρο, όμως, σπάνια συχνάζει στα μέρη μας. Και, πλέον, το βλέπεις στις συζητήσεις, στη συμπεριφορά, στα status updates στο Τwitter: Πίσω από τη δικαιολογημένη οργή για την αδικία των μέτρων, για την ανικανότητα των πολιτικών, για τους χιλιάδες λόγους για τους οποίους κάποιος έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται, κυριαρχεί το αγανακτισμένο lifestyle. Η αγανάκτηση είναι γενική, άκριτη, χωρίς αυτοκριτική, χωρίς λογική: Την ώρα που κατέρρεε η Imako, στα social media υπήρχε μια πλειοδοσία χαιρεκακίας, κακεντρέχειας, σχεδόν δικαίωσης για το τέλος αυτής της εποχής. Το lifestyle θεωρήθηκε υπαίτιο για το επίπεδο της οικονομικής ζωής, για το χάλι του δημόσιου διαλόγου, για τη μετατροπή της λέξης «κουλτούρα» σε βρισιά. Ελάχιστοι αναφέρθηκαν στην ανεργία των εργαζομένων της εταιρείας, οι περισσότεροι τη θεώρησαν μια δίκαιη τιμωρία σε όσους συμμάχησαν με την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας. Οι περισσότεροι αρνήθηκαν ότι κάποτε διάβασαν ένα τέτοιο περιοδικό, η μπάλα πετάχτηκε στην εξέδρα, η ουσία χάθηκε, ο διάλογος μετατράπηκε, ως συνήθως, σε μια ακατάληπτη κραυγή. Η ρουτίνα του δημόσιου λόγου δηλαδή.''
...........................................................
............................................................


''Στην ουσία, όλα είναι κύκλος. Όπως μετά τη Μεταπολίτευση, όπου η πολιτική ήταν η μόδα, περάσαμε στα 90s, όπου η πολιτική ήταν βαρετή, έτσι και τώρα το νέο σέξι είναι η κραυγή – η υπερβολή της λογικής ενασχόλησης με τα κοινά, οι μεταπράτες της αγανάκτησης είναι οι νέοι ηγέτες του lifestyle. Το 1987, όταν το «Κλικ» ήταν στο τέταρτο τεύχος του και σημείωνε χαμηλές κυκλοφορίες, αποφάσισε να δώσει ως δώρο ένα προφυλακτικό, με αφορμή την αφόρητη υποκρισία με την οποία αντιμετωπιζόταν (και) τότε το AIDS. Σε λίγες μέρες ήταν η νέα μόδα. Ένα περιοδικό στις μέρες μας, για να γίνει μόδα, ίσως θα έπρεπε να δώσει μια ντουντούκα. Για να βοηθήσει πιο πολύ αυτούς που φωνάζουν τις βεβαιότητές τους πιο δυνατά από τους άλλους. Έτσι πήγαινε πάντα όμως…''

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Πέτρος Κωστόπουλος

«Η ώρα του απολογισμού»

Πέτρος Κωστόπουλος newΦτάνει μια μέρα, στη ζωή κάθε άντρα, η στιγμή του απολογισμού. Τώρα είναι η δική μου. Είναι πια προφανές ότι η ΙΜΑΚΟ δεν μπορεί να συνεχίσει κατ’ οποιονδήποτε τρόπο να λειτουργεί όπως συνέβαινε επί 17 συναπτά έτη. Αυτό σημαίνει ότι εγώ απέτυχα -έστω κι αν οι συνθήκες που επικρατούν στο χώρο του Τύπου είναι “δολοφονικές”. Ο τζίρος των περιοδικών έχει πέσει μέσα σε τέσσερα χρόνια από 70% έως 90% ενώ στα ραδιόφωνα οι ζημιές αγγίζουν το 60%. Από το 2008 που ξεκίνησε η κρίση, προσπάθησα με όλους τους τρόπους να κρατήσω την ΙΜΑΚΟ ζωντανή. Ακόμα και στους χειρότερους εφιάλτες μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η εξέλιξη στην οικονομία και ειδικά στον Τύπο θα ήταν τόσο άσχημη, τόσο άγρια. Επί τέσσερα συναπτά έτη προσπάθησα με όλους τους τρόπους να κρατήσω ζωντανό το μαγαζί επενδύοντας ό,τι είχα και δεν είχα σε ψυχικό, σωματικό και οικονομικό δυναμικό. Διαψεύστηκα. Στην προσπάθειά μου αυτή επένδυσα ό,τι είχα και δεν είχα σε κινητό ή ρευστό στην εταιρεία. Τη γέννησα και ο θάνατός της σήμερα ισοδυναμεί με το θάνατο ενός παιδιού μου. Με το θάνατο του μέλλλοντός μου. Γνωρίζω πολύ καλά ότι η ανθρωποφαγία που ειφίσταμαι αυτές τις ημέρες έχει τις ρίζες της σε άλλες αιτίες. Όλα όσα διαβάζω πια ξεπερνούν και την πιο αρρωστημένη φαντασία. Όταν φτάνουμε στο σημείο να υποθέσουμε ότι το ΚΛΙΚ ή το Nitro, δύο και μόνο περιοδικά, είναι αυτά που προκάλεσαν την καθίζηση της χώρας, τότε αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις μεταμορφωθεί στο εξιλαστήριο θύμα μιας στρεβλής κατάστασης! ..
.............................................................................................................................................
δειτε και

Και α και ου και Δαπ Νου δυο φου κου (MIA ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥ 

..ΣΥΝΘΗΜΑΤΟς )

 

Ασχήμια(περι περιοδικου Κλικ και αλλων τινων ) Απο το ιστολογιο Lenin Reloaded

Ασχήμια 

 

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ:'' Όψεις του δημοσίου και αντινομίες των αξιών στη σημερινή ''..ενα εξαιρετικά ενδιαφερον βιβλιο για την εισβολή του lIfe style τυπου ΚΛΙΚ(και οχι μόνο) στην Ελλάδα της δεκαετιαςτου 90

 

To φαντασιακό της σύγχρονης εθνικής κοινότητας..ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ 3

Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων...Aποσπασμα απο το Βιβλιο Του Νικολα Σεβαστακη ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ '''.. ...2.(ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΜΑς ΘΥΜΙΖΕΙ ΜΙΑ ΠΟΛΎ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΑΛΛΆ ΚΑΙ ΠΟΛΎ ΜΑΚΡΥΝΗ ΕΠΟΧΗ..)ΠΟΣΟ ΕΥΚΟΛΑ ΔΙΑΛΥΘΗΚΕ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΌ του Λαιφ Σταιλ...

 

Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων...Aποσπασμα απο το Βιβλιο Του Νικολα Σεβαστακη ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ '''.. ...2.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Ασχήμια(περι περιοδικου Κλικ και αλλων τινων ) Απο το ιστολογιο Lenin Reloaded

Ασχήμια

Τον Απρίλη του 1987, κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος ενός καινούργιου περιοδικού. Ανάμεσα στους τίτλους του εξωφύλλου: "Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις των Ελλήνων"· "Οι μικρές αδυναμίες του Ανδρέα Παπανδρέου"· "Το περιθώριο στην ΕΣΣΔ"· "Σεξ και διαφήμιση". Στο τέταρτο τεύχος, το περιοδικό έρχεται με δώρο ένα προφυλακτικό, και οι πωλήσεις εκτινάζονται· και τα υπόλοιπα είναι ιστορία, όπως συνηθίζεται να λέμε: ως το 1995, το περιοδικό είχε γεννήσει άλλα δύο, καθώς και δικό του ραδιοφωνικό σταθμό.

Μέρος της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των Ελλήνων στην περίοδο αυτή --και βέβαια, η σεξουαλική τους διαπαιδαγώγηση ήταν κύριο κοινωνικό μέλημα, εμπλέκοντας, στον ρόλο του παιδαγωγού, και τον ίδιο τους τον πρωθυπουργό-- ήταν το να πειστούν ότι ήταν, ως τότε, βαθιά, απελπιστικά άσχημοι ως λαός: οι άνδρες πλαδαροί, αγύμναστοι, υπερβολικά τριχωτοί, κακοντυμένοι· οι γυναίκες χοντροκώλες, γεμάτες κυτταρίτιδα, με τριχοφυϊα γύρω απ' τα χείλη που χρειαζόταν μπαρμπέρη, κοντές, και εξίσου κακοντυμένες.

Κι έτσι, σε όλη την δεκαετία του 1990, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες βάλθηκαν να γίνουν ομορφότεροι -- πιο γυμνασμένοι, ψηλότεροι, κομψότεροι, πιο εκλεπτυσμένοι. Και, εν πολλοίς, έγιναν. Η χώρα γέμισε όμορφους ανθρώπους, και αυτοί, με τη σειρά τους, γέμισαν τα νέα κανάλια και περιοδικά, που ειδικεύονταν στο να πλασάρουν όμορφους ανθρώπους, των οποίων τα κεντρικά μελήματα και μέριμνες ήταν, βασικά, δύο: η ομορφιά τους και το σεξ (ως ψυχαναγκαστικό απωθημένο, φυσικά). Οι δύο αυτοί πυλώνες στήριξαν την έκρηξη του καταναλωτισμού την ίδια περίοδο, και έτσι αποκαλύφθηκε η επιχειρηματική ευφυία της προβολής της εξωτερικής ασχήμιας του νεοέλληνα: σκέτη η προτροπή στην "σεξουαλική απελευθέρωση" (με κάποιες δεκαετίες καθυστέρηση), δεν δημιουργεί έσοδα για αυτοκινητοβιομηχανίες, εταιρείες καλλυντικών, κέντρα αδυνατίσματος ή οίκους μόδας. Χρειάζεται συστηματική καλλιέργεια της αίσθησης μειονεξίας, ώστε η κατανάλωση να ιδωθεί ως μέσο αυτοαποζημίωσης για όσα στέρησε η φύση. Και κάπως έτσι μπήκαν τα θεμέλια για την νέα πολιτική οικονομία της χώρας, το πέρασμα απ' τον εμποροαπατεώνα στον Λαυρέντη Λαυρεντιάδη.

Το σπάσιμο της φούσκας στα ιριδίζοντα χρώματα της οποίας η χώρα είδε το μέλλον της έφερε τη σταδιακή εκδήλωση διαφορετικών τρόπων αντίδρασης, από την νεοαποκτημένη, αμερικανικού τύπου αισιοδοξία του "μπόρα είναι, θα περάσει", στην εξίσου αμερικανικού τύπου ανέξοδη εξιδανίκευση του απώτερου παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία η ζωή υπό το βάρος της παγκόσμιας κρίσης του κεφαλαίου θα έμοιαζε αρκετά με το Πάσχα στο χωριό για κανένα τριήμερο. 

Όταν ξεθώριασαν αυτού του είδους οι ερμηνευτικές κατασκευές του τι συνέβαινε, ήρθε η μαζική αντίδραση εκνευρισμένων καταναλωτών που ήθελαν τα λεφτά τους πίσω γιατί η ταινία, τελικά, αποδείχτηκε φάβα. Αλλά, εν μέσω γκλομπ και δακρυγόνων, ο εκνευρισμός έδωσε εύκολα τη θέση του στον φόβο, και ο φόβος οδήγησε γρήγορα στην κατάθλιψη, την κατήφεια, και τον προσωπικό εγκλεισμό.

Και ξαφνικά, το μόνο που μπορεί να βγάλει προς τα έξω αυτή η μεγάλη, αναμφίβολα, μάζα που ακολούθησε τους λαμπερούς δρόμους που σηματοδότησαν το ΚΛΙΚ, το ΠΑΣΟΚ και το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, είναι ασχήμια. Μιζέρια, απαξίωση, κυνισμός, υστερία, ισοπεδωτική αντίληψη και συμπεριφορά, εμμονή στη θέση του κατηγόρου των πάντων, χολερικότητα δίχως προοπτική, αρνητισμός, μίσος, ζυλοτυπία, έλλειψη στοιχειώδους αίσθησης ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, περιφρόνηση, ακόμα και τώρα, για βασικές αξίες στη ζωή -- άνα μείγμα συμπεριφοράς κακομαθημένου παιδιού που πιστεύει ότι θα ανατρέψει το σύμπαν κάνοντας μούτρα, και του ξινού, στριγγλίζοντος μικροαστισμού της εφιαλτικής γειτόνισσας του τρίτου. Είναι σαν όλη αυτή η από τα έξω ομορφιά να πληρώθηκε με το εφιαλτικό τίμημα ενός από τα μέσα τερατομορφισμού, μιας χωρίς προηγούμενο ασχήμιας. 

Η πολιτική, το έχουμε πει πολλές φορές, δεν είναι ηθική. Όμως η πολιτική στάση απέναντι στα πράγματα προϋποθέτει, στο πιο θεμελιακό επίπεδο, ένα συγκεκριμένο ήθος. Οι πολιτικές επιλογές αντικατοπτρίζουν τον χαρακτήρα αυτού του ήθους, τις βασικές του συντεταγμένες. Και το κυρίαρχο ήθος, αυτό που συνεχίζει να καθυπαγορεύει τις βασικές πολιτικές επιλογές, είναι η στάση του ανθρώπου που θεωρεί ότι έχει κάθε δικαίωμα να βρίσκεται καβάλα στο άλογο της ιστορίας χωρίς να αλλάξει το παραμικρό στον τρόπο σκέψης και δράσης του, χωρίς να αναθεωρήσει στην ουσία τίποτα, και χωρίς να επιχειρήσει καν να δει τον εαυτό του από μια απόσταση, να αντιληφθεί ότι υπάρχουν εκατομμύρια ακριβώς σαν αυτόν, με τις ίδιες απαιτήσεις και την ίδια βασική απάθεια και κυνισμό, με την ίδια βαθύτατη αποξένωση από αυτό που --τι ειρωνεία!-- υποστασιοποιείται παντού, εύκολα, ανέξοδα, ως "λαός."


Απέναντι στην φαινομενικά αστείρευτη ικανότητα μιας κοινωνίας να παράγει ασχήμια, να απελευθερώνει όλη την συσσωρευμένη ασχήμια δεκαετιών επιδερμικού εξωραϊσμού και απώθησης μιας ιστορίας θεμελιακά βασισμένης στην περιθωριοποίηση, τον διωγμό, και την καταστολή των κατά καιρούς αντιφρονούντων, στέκεται μια μειονότητα που δεν ετεροκαθορίζεται και δεν φοβάται. Είναι οι άνθρωποι που παρέμειναν, ως επί το πλείστον, εξωτερικά άσχημοι, κακοντυμένοι και απεριποίητοι όλα αυτά τα χρόνια, αυτοί που δεν έπιασαν θέση στο τραίνο που δεν πήγαινε πουθενά. Σήμερα, αγωνίζονται για τους εαυτούς τους και για την τάξη τους, έχοντας απέναντι όχι μόνο την τεράστια συσσωρευμένη δύναμη ντόπιων και ξένων αφεντικών, αλλά όλο αυτό τον νεο-άσχημο συρφετό που δεν έχει καταφέρει να προσφέρει στον τόπο τίποτε περισσότερο από καλοπέραση στους καλούς καιρούς και μούντζες στους κακούς. Και που, τρία περίπου χρόνια μέσα στην κρίση, εξακολουθεί να διυλίζει τον κώνωπα και να καταπίνει την κάμηλο, να μεμψιμοιρεί για τα πάντα αδιακρίτως, να υψώνει το δάχτυλο του κατηγόρου και να αγορεύει στο δικό του φαντασιακό δικαστήριο, ανεύθυνος, πολιτικά άβουλος και πιθανόν μοιραίος, ναρκισσευόμενος --ακόμα και τώρα-- μπροστά στον καθρέφτη αγυρτών που υπόσχονται να τον σώσουν ως άλλο περιούσιο "λαό", ως άχραντο και άμεμπτο θύμα των περιστάσεων και της κακιάς της ώρας, για να επαναλάβει αυτά που έμαθε να πράττει μια ζωή.

Πώς να πεις πως ένας τέτοιος "λαός" όχι μόνο δεν μπορεί να "συντεθεί" σε κάποιου είδους ξαναβαφτισμένη ψευδή ολότητα, αλλά δεν έχει την παραμικρή ιστορική ελπίδα αν δεν αποσυντεθεί στο έπακρο για να ξανασυγκροτηθεί με άλλους όρους και σε άλλη βάση; Πώς να πεις πως όταν κάνουμε λόγο για πολιτική "ανάσταση" μιλούμε επίσης για θάνατο, και τον εννοούμε όσο πιο κυριολεκτικά γίνεται να εννοήσουμε έναν θάνατο που δεν είναι βιολογικός; Δεν μπορείς, κι έτσι σωπαίνεις. Κι έτσι ζεις και αναπνέεις στην ασχήμια που, σαν κάποια τεράστια επιστροφή του κατεσταλμένου, έχει ξαναπλημμυρίσει τη χώρα με ορδές έξαλλων απ' τη στέρηση junkies της αυτοκρατορίας του αισθητού.


δειτε επισης :

Και α και ου και Δαπ Νου δυο φου κου (MIA ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ..ΣΥΝΘΗΜΑΤΟς )

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ:'' Όψεις του δημοσίου και αντινομίες των αξιών στη σημερινή ''..ενα εξαιρετικά ενδιαφερον βιβλιο για την εισβολή του lIfe style τυπου ΚΛΙΚ(και οχι μόνο) στην Ελλάδα της δεκαετιαςτου 90

 

To φαντασιακό της σύγχρονης εθνικής κοινότητας..ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ 3

Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων...Aποσπασμα απο το Βιβλιο Του Νικολα Σεβαστακη ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ '''.. ...2.(ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΜΑς ΘΥΜΙΖΕΙ ΜΙΑ ΠΟΛΎ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΑΛΛΆ ΚΑΙ ΠΟΛΎ ΜΑΚΡΥΝΗ ΕΠΟΧΗ..)ΠΟΣΟ ΕΥΚΟΛΑ ΔΙΑΛΥΘΗΚΕ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΌ του Λαιφ Σταιλ...

 

Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων...Aποσπασμα απο το Βιβλιο Του Νικολα Σεβαστακη ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ '''.. ...2.

  Η άΝοΔος Και η ΠτώΣη της ΓκλαΜουριάς

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων...Aποσπασμα απο το Βιβλιο Του Νικολα Σεβαστακη ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ '''.. ...2.


          3. Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων
                       
          Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, χωρίς ηθικές και πολιτικές αγκυλώσεις, την υψηλή παραγωγικότητα των επιτελείων της πολιτιστικής αγοράς. Ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο συγκροτήθηκε η παρέμβαση αυτών των επιτελείων ήταν εξ αρχής διάφανος και συγκεκριμένος: η κοινωνία προηγείται πλέον των θεσμικών ηγεσιών της, ο «κόσμος» προπορεύεται των πολιτικών και κομματικών ελίτ και φτιάχνει, σχεδόν αβοήθητος, τη σύγχρονη πραγματικότητα παρακάμπτοντας και υπερπηδώντας τα βαρίδια της δημοκρατίας των κομμάτων. Η ιδέα μιας εκρηκτικής κοινωνικής και ατομικής δημιουργικότητας που στρέφεται εναντίον της παρακμής και ιδρύει μια νέα εποχή επιχειρησιακού δυναμισμού αποτελεί προγραμματικό άρθρο πίστης του ελληνικού life-style εντύπου και κοινό τόπο στα κείμενα της νέας δημοσιογραφίας:

   Η κοινωνία είναι πια αλλού. Μόνο οι ξεχασμένοι, οι ανίκανοι και οι ανάπηροι στο μυαλό περιμένουν φως από το κράτος. Πολλαπλασιάζονται καθημερινά οι Έλληνες που όχι μόνο θέλουν αλλά κάνουν και κάτι. Ελληνικές εταιρίες μεγαλουργούν, Έλληνες αρχιτέκτονες, έστω και αποσπασματικά, φτιάχνουν μιαν άλλη πόλη. Κοιτάξτε ψηλά στην Κηφισίας. Στα σούπερ-μάρκετ πια, ανάμεσα στα καλύτερα προιόντα, πάντα υπάρχουν και τα ελληνικά. Τυριά, αλλαντικά, κονσέρβες, κρασιά απ τα καλύτερα στον κόσμο. Ο ελληνικός καφές και το ούζο, απ τα κόκκαλα βγαλμένα παίρνουν την εκδίκησή τους (…). Έλληνες διαφημιστές και σκηνοθέτες φτιάχνουν υποδειγματικά σπότς. Ομάδες επιστημόνων και γιατρών βρίσκονται στις παγκόσμιες πρωτοπορίες[1]

 
 Σε αυτή τη νέα κοινωνία αντιστοιχεί, ήδη εξαρχής, μια νέα φιλοσοφία ζωής. Έτσι, αποκαθίστανται η γιορτή και η χαρά που «βρίσκονται εδώ και πολλά χρόνια στην παρανομία»[2] εξαιτίας των δραματικών πολιτικών φορτίων του παρελθόντος. Στο εξής θα κρίνεται ανεπιθύμητη και κολάσιμη κάθε «γκρίνια» και «γκαντεμιά» ενώ θα στηλιτεύεται οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί ως ενοχοποίηση της απόλαυσης. Όσοι, για παράδειγμα, συνεχίζουν να ασκούν κριτική ή και να αισθάνονται δυσφορία για την κοινωνική εξέλιξη εντάσσονται στο «σωματείο της εθνικής κλάψας»[3], στο καταραμένο σώμα αυτών που χαλούν την ατμόσφαιρα «κάθε φορά που ο τόπος λέει να κάνει ένα βήμα μπροστά». 
       Μια εντυπωσιακή ρητορική εθνικής αυτοεκτίμησης εμποτίζει τους λόγους του Σύγχρονου ανατροφοδοτώντας αντιπαλότητες, ειρωνείες και πολεμικές. Η κατηγορία της «γκρίνιας» και το μοτίβο του loser, του κακόμοιρου και πλεγματικού υποκειμένου προβάλλονται σε κάθε ευκαιρία. Σε μια Ελλάδα που παρουσιάζεται διχασμένη ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, το «σύμπλεγμα απέναντι στο success symbol που μοιάζει να είναι για ορισμένους ο εκσυγχρονισμός»[4] αφορά, κατά σύμπτωση, όλες τις φιγούρες της λαϊκής κινητοποίησης και διαμαρτυρίας.
   Χθες κάποιοι αγρότες, σήμερα ορισμένοι ναυτεργάτες, αύριο μερικοί μαθητές θα ενσαρκώνουν (ή απλώς θα συμβολίζουν) μια ευρύτερη επιθυμία ανατροπής της νέας κοινωνικής πορείας[5]
   
 Στις αφηγήσεις από τη σκοπιά της επίτευξης του Σύγχρονου κάθε τι μπορεί να αναγορευτεί «πλεγματικό», μεμψίμοιρο, επικίνδυνο ή γραφικό. Από τους απεργούς δασκάλους και αγρότες μέχρι την οργάνωση 17 Νοέμβρη και τους διανοούμενους «πνευματικούς μπάτσους» όλοι καθίστανται ύποπτοι για επιθυμίες κοινωνικής ανατροπής και οπισθοδρόμησης. Η θετικότητα, η κοινωνική και πνευματική υγεία αντιδιαστέλλονται έτσι στον «κομφορμισμό της άρνησης»[6] και στα γηραλέα και δύσκαμπτα υποκείμενά του. Κοινό θέμα των αφηγήσεων της νέας εθνικής αυτοπεποίθησης είναι έτσι η απελευθέρωση του ατομικού και κοινωνικού δυναμισμού. Οι περιγραφές αυτού του δυναμισμού ανακαλούν πάντοτε πληθωρικές εικόνες πλούτου, νεανικότητας, καλού γούστου και μελλοντολογικής ευφορίας. Στη φαντασία των επιτελείων της μεταμοντέρνας δημοσιότητας δεν επιβραβεύεται η ακαλαίσθητη και επαρχιώτικη δίψα της κοινωνικής ανόδου. Ο νέος δημιουργικός Έλληνας στον οποίο αναφέρονται αυτοί οι λόγοι οφείλει να είναι έξυπνος, ευαίσθητος, ανοιχτός στο καινούριο αλλά όχι «ξιπασμένος». Τα ακατέργαστα και άξεστα όνειρα του μοντέρνου Έλληνα του Εξήντα και του Εβδομήντα παραχωρούν τη θέση τους σε περισσότερο κομψές και έξυπνες επιλογές. Το Μαιάμι μπορεί έτσι να παρουσιάζεται ως ρεαλιστικό αναπτυξιακό πρότυπο για την Ελλάδα του 2000. Ένα ηλιόλουστο, κομψό και high tech Μαιάμι που αντιδιαστέλλεται στο «Αλιβέρι» της Εύβοιας υποδηλώνοντας ότι η κοινωνία των υπηρεσιών πρέπει να υποκαταστήσει επιτέλους την απαρχαιωμένη βιομηχανική κοινωνία του δεξιού και αριστερού κρατισμού: 
  Υπηρεσίες ελαφρές αλλά τεχνολογικά υπερμοντέρνες βιομηχανίες, επαγγέλματα της σόου-μπιζ (μουσικά και κινηματογραφικά στούντιο, μόδα, διαφημιστικές εταιρίες) μεταφέρονται ταχύτητα στη Φλόριδα[7]           

Η σκηνογραφία της επιτυχίας και της επίτευξης επανέρχεται συχνά σε τέτοιες εικόνες. Διαφημιστικές εταιρίες, πολυκαταστήματα και σινεμά multiplex, τα «δαιμονισμένα μηχανάκια των couriers» και τα εστιατόρια με σούσι επιστρατεύονται για να επιβεβαιώσουν ότι ζούμε σε ένα καινούριο, ανοιχτό και γοητευτικό σύστημα:
 Ιλιγγιώδες, σκληρό, επικίνδυνο αλλά καλύτερο από το προηγούμενο[8] 

        Η επιθυμία αποσύνδεσης από το παρελθόν χρωματίζεται, ενίοτε, με ευκρινέστερους ιδεολογικούς όρους. Το παρελθόν χαρακτηρίζεται «βαρύ» ή με τόνο ειρωνείας έναντι της αριστερής συνείδησης, «ηρωικό και πένθιμο». Εκπροσωπεί, σχεδόν πάντα, το όνειρο του διορισμού στο Δημόσιο, την παραοικονομία και την διεφθαρμένη κρατολατρεία. Περιλαμβάνει φυσικά «τη χαμένη κιβωτό της ιδεολογίας»[9] και τους «τσομπάνους πολιτικούς», δηλαδή την απουσία στυλ, κομψότητας και χάρης. Στη γλώσσα της νέας δημοσιογραφίας, ο κόσμος, οι ελπίδες και τα συνθήματα του παρελθόντος είναι «ένα σύνολο ψώνιων»[10]. Μια αισθητική του εφήμερου και του άδραξε τη μέρα αντιπαρατίθεται έτσι σε κάθε μεταφυσική της βαρύτητας και της καταθλιπτικής νοσταλγίας. Τα παραδοσιακά υποκείμενα που χαρακτηρίζονταν από αβουλία και ανώριμη εξάρτηση από το κράτος δίνουν τη θέση τους στα ώριμα υποκείμενα της καινούριας, μεταμορφωμένης χώρας:

Εκατοντάδες νέα ονόματα, νέες επιχειρήσεις, νέα στρώματα που περνούν στο προσκήνιο. Υπάρχει κανείς σήμερα που να έχει όνειρο μια θέση στο Δημόσιο; Πρέπει να στενοχωριόμαστε γι αυτό;[11]   

 Η συγκυρία της χρηματιστηριακής έκρηξης του 1999-2000, προσφέρει την αφορμή για μια ελληνική παραλλαγή των θεωριών του αναστοχαστικού και υπεύθυνου – για τη συγκρότηση του εαυτού του- υποκειμένου. Έτσι, ο επενδυτής της Σοφοκλέους αναγορεύεται σε πρωταγωνιστή μιας καινούριας «λευκής οικονομίας» η οποία αποκαθιστά την χαμένη τιμή του επιχειρηματικού κέρδους. Ο επενδυτής ενημερώνεται, διαβάζει, καταλαβαίνει τη σημασία των αριθμών, του πληθωρισμού, των τιμών. Το νέο συλλογικό υποκείμενο είναι πλέον η ίδια η «κοινή γνώμη», το επενδυτικό κοινό που ασκεί, χωρίς τη μεσιτεία των πολιτικών μηχανισμών, μεγάλη πολιτική. Η ενασχόληση με την οικονομία και τις μετοχές, γράφει χαρακτηριστικά ο δημοσιογράφος, είναι θετική γιατί «φτιάχνει ώριμους πολίτες» που καταλαβαίνουν την πραγματική ζωή και απομακρύνονται από τα πλαστά ιδεολογήματα.
Η πραγματική ζωή δεν μεταδίδεται στον αναγνώστη αυτών των κειμένων με αφηρημένους όρους. Η γλώσσα των επιτελείων του νέου πολιτισμού είναι εικονιστική, με εμβόλιμες στατιστικές και ποιητικούς τροπισμούς, συνδυάζοντας την ελευθεριότητα της καθημερινής νεανικής κουβέντας με ένα ύφος πολύ κοντινό σε κλασική πολιτική διακήρυξη:

Πάνω από 25 χρόνια ανάπτυξης την έχουν φέρει [ την Ελλάδα] μέσα στις 20 πλουσιότερες χώρες του κόσμου, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον προθάλαμο της ΟΝΕ και σαφώς στην «προνομιούχο» Δύση. Με 12000000 κωδικούς στο χρηματιστήριο, με 2,5 εκατομμύρια κινητά τηλέφωνα, με 79% ιδιοκατοίκηση (ίσως το υψηλότερο ποσοστό στον κόσμο), με 1 στους 4 Έλληνες να διαθέτει αυτοκίνητο, όταν πριν 20 χρόνια η αναλογία ήταν 97 στους 1000[12]

Χαρακτηριστικό αυτού του λόγου είναι τα συνεχή περάσματα από μια «υλιστική» σε μια «αξιακή» προβληματική. Οι αριθμοί, τα μεγέθη, τα εμπορικά λογότυπα συνδυάζονται με θερμές μάζες επιθέτων και λυρικούς τόνους. Τα περάσματα αυτά διανθίζονται με εγκωμιαστικά και αρνητικά παραδείγματα, καταιγιστικές σεκάνς από τη νέα μητροπολιτική σκηνή. Η αγωγή του μεταπαραδοσιακού Έλληνα στηρίζεται εδώ σε έναν ευφυή περίπλου των αντινομιών της μεταμοντέρνας κουλτούρας που όπως γράφει ο Gilles Lipovetsky «είναι αποκεντρωμένη και ετερόκλητη, υλιστική και ψυ, πορνό και διακριτική, καινοτόμος και ρετρό, καταναλωτική και οικολογική, εξεζητημένη και αυθόρμητη, θεαματική και δημιουργική’ και το μέλλον δεν θα χρειαστεί μάλλον να ταχθεί υπέρ της μιας από τις τάσεις αυτές αλλά, απεναντίας, θα αναπτύξει δυικές λογικές, την εύκαμπτη συμπαρουσία των αντινομιών»[13]
Έτσι, η αποθέωση της αριθμολογίας της ευμάρειας και η τελετουργική επίκληση στα καταναλωτικά αγαθά χρωματίζεται με λυρικούς τόνους και εκδοχές μιας νέας αισθητικότητας. Μέσα στην ίδια παράγραφο οι Έλληνες «αγοράζουν Moda Bagno» και ξαναθυμούνται « την οικολογία, τα κοινωνικά κινήματα, την κοινωνική κριτική (…)»[14]. Ή ακόμα παρέχονται συμβουλές σύγχρονου στυλ στους σοσιαλιστές πολιτικούς που καλούνται να αγοράσουν πουκάμισα με μαλακό κολάρο, να πάνε διακοπές για να χάσουν το «χαλκοπράσινο αντιτηλεοπτικό χρώμα» και να δουν, ανάμεσα στα άλλα, το φίλμ «Ιντιάνα Τζόουνς» μιας και αυτός ο χουλιγουντιανός ήρωας είναι «αντιφασίστας»[15].
Στο συγκεκριμένο χιουμοριστικό λόγο παρατηρούνται οι ίδιες εμμονές. Πρώτον μια σειρά επαναλαμβανόμενες απωθήσεις: το πένθος, η αντίσταση, η βαθιά ιδεολογική δέσμευση, η πνευματικότητα που δυσπιστεί ή δεν παίζει στο επικοινωνιακό παιχνίδι γίνονται αισθητά ως απειλές, απολιθώματα και εξαμβλώματα. Συγχρόνως, πουθενά αλλού δεν είναι πιο έκδηλη η ένθερμη στοίχιση στην νέα οικουμενική οντότητα της «οικονομίας» και του έθνους ως φαντασιακής κοινότητας των επιτυχημένων. Η κρίση του Κωνσταντίνου Τσουκαλά για την «προβολή και φετιχοποίηση της νέας εθνικής οικονομικής κοινότητας» που είναι «ίσως η σημαντικότερη ιδεολογική εξέλιξη των τελευταίων ετών»[16] βρίσκει απόλυτη δικαίωση σε αυτά τα σπαράγματα μεταμοντέρνου λόγου.
        Μια υπερβολική προσοχή στις κειμενικές και ρητορικές ιδιομορφίες της νέας δημοσιογραφίας μας αποσπά ίσως από την ουσία αυτών των λόγων: τη σοβαρή προγραμματική τους συμβολή στη διαμόρφωση του νέου οικονομικού φαντασιακού. Η συμβολή αυτή είναι ουσιαστική. Οι παιγνιώδεις προσκλήσεις συμμετοχής στη γιορτή του Σήμερα απαλύνουν τις αντινομίες μεταξύ οικονομικών και αισθητικών κατηγοριών και καταργούν τελεσίδικα τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του αστού και του νέου μποέμ. Ο άνθρωπος με στυλ είναι πλέον το άλλο όνομα του επενδυτή, εκείνου που δημιουργεί πλούτο. Καλός Έλληνας, γράφεται, δεν είναι αυτός που παίζει «Ξυστό» ούτε ο κακομοίρης της «αρπαχτής» αλλά αυτός που βλέπει τις επενδύσεις του να αποδίδουν κέρδη[17]. Η  παραδοσιακή μικροαστική ανυπομονησία καλείται πλέον να εκπαιδευτεί στο νέο χρηματιστικό ήθος και ο Έλληνας να αποδεσμευτεί από το κατεργάρικο, επιπόλαιο και πρωτόγονο παρελθόν της απλής σπέκουλας.  Σύμφωνα με μια άλλη διατύπωση, οι πρωταγωνιστές της σύγχρονης κοινωνικής αλλαγής θα είναι οι περισσότερο «δραστήριοι», «παραγωγικοί» και «έξυπνοι»[18] των Ελλήνων πολιτών.
      Η κοινωνική σκηνή παρουσιάζεται εν τέλει ως ένα απέραντο πεδίο μάχης μεταξύ των έξυπνων/ παραγωγικών/ δραστήριων από τη μια και των ηλίθιων/ «βολεμένων»/ άχρηστων από την άλλη, δυισμός που αποτελεί άλλη μια αποτύπωση της διχασμένης ελληνικής ταυτότητας. Κατά τεκμήριο, στον πρώτο πόλο συγκαταλέγονται τα υποκείμενα της νοσταλγίας και της αντίδρασης, οι ομάδες και τα άτομα που εμφανίζονται καθηλωμένοι στην Ιδεολογία αλλά και τα παραδοσιακά επιχειρηματικά και πολιτικά δίκτυα του κρατισμού. Αντίθετα, στο δεύτερο πόλο εντάσσονται οι χαρισματικές περιπτώσεις και τα συλλογικά υποκείμενα της νέας οικονομικής παλιγγενεσίας: μια κοινότητα που καλείται να συσπειρώσει τις παραγωγικές δυνάμεις του έθνους στο στόχο της ευημερίας και της εξυγίανσης.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να δούμε ευκρινέστερα και την εκλεκτική συγγένεια μεταξύ των μεταμοντερνιστικών και των πλέον συμβατικών κειμένων της χρηματοοικονομικής ορθοδοξίας[19]. Τα υφολογικά και γλωσσικά χάσματα μεταξύ των δυο ειδών λόγου δεν είναι ικανά να επικαλύψουν βαθύτερες συγκλίσεις και ιδεολογικές ομοδοξίες. Στις γραφές των επιτελείων του νέου λαϊκού πολιτισμού τα δύο έθνη μέσα στο έθνος διαιρούν πλέον τους «ευφυέστερους Έλληνες» από τους «ηλίθιους»[20]. Η διαίρεση αυτή αξιοποιείται συστηματικά για να κριθούν όχι απλώς διαφορετικά στυλ ζωής αλλά και πολιτικές πρακτικές, ιδεολογικές στάσεις, οικονομικές συμπεριφορές. Η αθυροστομία, η ελευθεριότητα, το παραπλανητικό ευφυολόγημα φαίνεται να λειτουργούν υποστηρικτικά στην πιο κοινότοπη εκσυγχρονιστική σχηματοποίηση του ελληνικού παράδοξου. Έτσι, κάθε σοβαρό χάσμα μεταξύ επιτρεπτικών και περιοριστικών εγκλήσεων καταβαραθρώνεται κάτω από το βάρος μιας πολύχρωμης μεν, ομόθυμης δε στράτευσης στη νέα καπιταλιστική εθνική κοινότητα.
 



[1] Από το σημείωμα του Πέτρου Κωστόπουλου, περιοδικό ΚΛΙΚ, Τ.58, Φεβρουάριος 1992.
[2] Π. Κωστόπουλος, Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή, ΚΛΙΚ, τ. 9, Δεκέμβριος 1987.
[3] Γιάννης Πρετεντέρης, «Το σωματείο της εθνικής κλάψας», ΒΗΜΑ, 29/09/96.
[4] Γιάννης Πρετεντέρης, «Οι δυο Ελλάδες», ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-12/96.
[5] Γιάννης Πρετεντέρης, Στο ίδιο.
[6] Φώτης Γεωργελές, «Το κόμμα του Χρηματιστηρίου και το κόμμα του συναισθήματος», ΚΛΙΚ, β΄περίοδος, 12, Αύγουστος 1999.
[7] Πέτρος Κωστόπουλος, «Ελλάδα 2000, Φλόριντα ή Αλιβέρι», ΚΛΙΚ, τ.56, Δεκέμβριος 1991.
[8] Φώτης Γεωργελές, «Το κόμμα του Χρηματιστηρίου και το Κόμμα του Συναισθήματος», ο.π.
[9] Πέτρος Κωστόπουλος, «Η Ελλάδα είναι Μόδα», ο.π.
[10] Γιάννης Πρετεντέρης, «Το σωματείο της εθνικής κλάψας», ο.π.
[11] Φώτης Γεωργελές, Στο ίδιο.
[12] Φώτης Γεωργελές, ο.π.
[13] Gilles Lipovetsky, Η εποχή του Κενού, Δοκίμια για τον σύγχρονο ατομικισμό, εκδόσεις Νησίδες, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, (χ.χ), σ.14.
[14] Φώτης Γεωργελές, « Μια δεκαετία χωρίς τίτλο», ο.π.
[15] Πέτρος Κωστόπουλος, ΚΛΙΚ, τ.28, Ιούλιος 1989.
[16] Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Μύθοι και αλήθειες για την ‘εθνική οικονομία’». ΒΗΜΑ, 15-12-1996.
[17] Φώτης Γεωργελές, Το κόμμα του Χρηματιστηρίου…,ο.π.
[18] Φώτης Γεωργελές, Η κοινή γνώμη ασκεί πολιτική, ο.π.
[19] Μια επισταμένη μελέτη θα έδειχνε ότι ελάχιστες είναι οι διαφορές στην οικονομική φιλοσοφία που συναντούμε στα εκδοτικά σημειώματα του ΚΛΙΚ και στις Εκθέσεις του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος ή στη νεοφιλελεύθερη συμβουλευτική του Οικονομικού Ταχυδρόμου. Οι διαφορές, εντέλει, εντοπίζονται στο lay-out των εντύπων ή στις διαφορετικές γλωσσικές και εικονογραφικές στρατηγικές των δημοσιογραφικών ομάδων.
[20] Φώτης Γεωργελές, Το κόμμα του Χρηματιστηρίου…, ο.π.

Σαββοπουλιάδα

 Σαββοπουλιάδας επιμύθιο  ( Θα το γράφω σιγά σιγά)  ---‐'--','-----'''''.................. 🦋 Σκέφτομαι πως ...