|
1. |
|
|
|
|
Εγνατία
Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία
με τα κεσάτια της.
Δε μυρμηγκιάζει πια η ομορφιά
στα παραβαρδάρια –
κάτι έχει αλλάξει,
αρχίσαμε κι εδώ τα καμώματα της Αθήνας,
όσοι δε φεύγουν για τη Γερμανία ακριβοπληρώνονται,
ανέβηκαν πολύ οι ταρίφες,
πού ο καιρός που τριγυρνούσαμε χωρίς λεφτά,
κάνοντας κιόλας και τον δύσκολο.
Πρέπει να βρω μια άλλη Εγνατία.
|
|
2. |
|
|
|
|
Βαρδάρης
Χασμίν στην Αλεξάνδρεια
Σιμούν μες στη Σαχάρα
της Σαλονίκης μοναχά
Βαρδάρης στην Καμάρα.
Τυφώνας στο Λος Άντζελες
μουσώνας στη Βομβάη
Βαρδάρης στο Θερμαϊκό
φυσάει και μας πετάει.
Βοριάς φυσάει στο Αϊβαλί
αύρα στον κόλπο Γέρας
για μας Βαρδάρης ο τρελός
αφέντης και πατέρας.
Έλα κι εσύ σκληρέ Γαρμπή
και τι θα βρεις να πάρεις
μας έπνιξε η μοναξιά
μας σκόρπισε ο Βαρδάρης.
|
|
3. |
|
|
|
|
Βαρδάρι
Απόψε πάλι τριγυρνώ
μονάχος στο Βαρδάρι.
Χτύπησα πόρτες, μα κανείς
δε μου ’κανε τη χάρη.
Απ’ έξω απ’ τα σινεμά
η δίψα μου με στήνει.
Στη ρημαγμένη μου καρδιά
η αρχοντιά μου σβήνει.
Τους φίλους μου τους ντρέπομαι,
τους ξένους τους φοβάμαι
και μέσα στην κατάντια μου
τη μάνα μου λυπάμαι.
|
|
4. |
|
|
|
|
Εδώ μωρή θα λέγεσαι Μαρία
Λαμέ, εμπριμέ, ψηλό τακούνι
ο έρωτας μυρίζει Ουκρανία.
Σαράντα χρόνια δάνειο
αμάξι, ανοιχτό, απ’ την Ασία
σκυλάδικο, σαπίζει η επαρχία.
-Εδώ, μωρή, θα λέγεσαι Μαρία.
Χρυσό σταυρό και μέσα λέρα
στα δώδεκα τον ‘πιάσαν για ληστεία.
-Μην ψάχνεις πώς τη γλίτωσα
δεν έχει πια καμία σημασία.
Δεν ξέρω πώς σε ‘λέγαν στη Ρωσία
εδώ, μωρή, θα λέγεσαι Μαρία.
Σβηστό το φως, παντού σκοτάδι
τον άφησε, την ψάχνει η αστυνομία.
Πώς πέρασε τα σύνορα
αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Της έσπασε τα δόντια με μανία.
-Εδώ, μωρή, θα λέγεσαι Μαρία.
Τι βρήκε και τι έχασε κανένας μας δεν ξέρει.
Το όνομά της ξέχασε, το φύσηξε τ’ αγέρι.
|
|
5. |
|
|
|
|
Αμαρτωλό
Στη Σμύρνη Λέλα, Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό...
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Νίκη...
Ο τόπος μου ποιός ήταν; Ποιοί οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με!
Σπίτι, πατρίδα μου έχω τα μπορντέλα...
Ως κι οι αθώοι χρόνοι οι παιδικοί μου
θολές σβησμένες ζωγραφιές
κι είναι αδειανό σεντούκι η θύμησή μου!
Το σήμερα χειρότερο απ' το χτες
και τ' αύριο απ' το σήμερα θε να 'ναι...
Φιλιά από στόματα άγνωστα, βρισιές
κι οι πολισμάνοι να με τραβολογάνε...
Γλέντια, καβγάδες ως να φέξει,
αρρώστιες, αμφιθέατρο του Συγγρού
κι ενέσεις 606.
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλη η ζωή μου του χαμού...
Μ’ από την κόλασή μου στο φωνάζω:
εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.
|
|
6. |
|
|
|
|
Τραίνο εξορίας
Στὴν ἀγορά, Σάββατο βράδυ
χωρὶς παλτὸ καὶ δίχως χάδι
μέσα στὸν κόσμο τὴ ματιά σου ἀναζητῶ
βλέπω ἄλλα ἀπὸ κεῖνα ποὺ ποθῶ.
Νὰ ξέρω θέλω ποιὸν κοιτᾶς, μὲ ποιὸν ταιριάζεις
ἂν καίγεσαι ἀργὰ κι ἀναστενάζεις
νὰ ρίχνω σπίρτο καὶ ἁλάτι στὴν πληγὴ
φτάνει ὁ πόνος ποὺ πονάω νά ῾σαι σύ.
Ἡ ἀγάπη μου εἶναι τραῖνο ἐξορίας
σὲ πάει κι ἐσὺ κρυφογελᾶς
ἀπ᾿ τὸ παράθυρό σου μὲ κοιτάζεις
μὰ ὅ,τι μένει πίσω τὸ ξεχνᾶς.
Στὴν ἀγορά, Σάββατο βράδυ
χωρὶς φιλὶ καὶ τὸ μυαλὸ ρημάδι
θέλω ἡ σκέψη μου γιὰ σένα νὰ καεῖ
κι ἀπὸ τὶς στάχτες πάλι ἐσένα νὰ σκεφτεῖ.
Τρελὸς κι αὐτὸς ποὺ κυνηγάει μιὰ ὀπτασία
ποὺ ψάχνει τὴ δική του τιμωρία
ὥρα τὴν ὥρα, ξέρω, θά ῾ρθει νὰ μὲ βρεῖ
θά ῾ναι ἡ ματιά σου μὰ δὲ θὰ κοιτᾶς ἐσύ.
|
|
7. |
|
|
|
|
Τύψεις
Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες –
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλωμή
|
|
8. |
|
|
|
|
Όσο με πληγώνεις
Ολόκληρος στον έρωτα δοσμένος,
άλλη χαρά δεν έχω παρά μόνο
στην άγρια σου ματιά να κρυφολιώνω
και να σου είμαι πάντα υποταγμένος.
Κι όταν στα πόδια σου γονατισμένος,
τ’ απελπισμένα χέρια μου απλώνω
κι εσύ με διώχνεις, νιώθω τέτοιον πόνο,
που ευφραίνομαι, σα σκύλος κλοτσημένος.
Σκληρό αγόρι, όσο με πληγώνεις,
τόσο και πιο πολλή χαρά μού δίνεις∙
σκιρτά η ψυχή μου όταν τη ματώνεις
και τρέμει από φόβο μήπως γίνεις
πιο τρυφερός μια μέρα – γιατί ξέρει
να χαίρεται μονάχα αν υποφέρει.
|
|
9. |
|
|
|
|
Τα περιστέρια στην οδό Μοναστηρίου
Τα περιστέρια στην οδό Μοναστηρίου
Στο διάλειμμα τους τα ταΐζουν ψυχολόγοι
Της κοινωνίας λειτουργοί και γυρολόγοι
Ψίχουλα σκόρπια ως την πλατεία Βαρδαρίου
Τα περιστέρια στην οδό Μοναστηρίου
Έχω πια μάθει πως λατρεύουνε τα τρένα
να παν στην δύση αφού δεν πήγαν στον πυθμένα
Όπως και οι πρόσφυγες του διπλανού γραφείου
Κάνουν τσιγάρα να φυσήξουνε τον κόπο
Και έχουν παρέα τα θλιμμένα περιστέρια
Μαζί παρέα εκσφενδονίζουνε αστέρια
Γλείφουν πληγές σε αυτούς που χάσανε τον τόπο
Τα περιστέρια στην οδό Μοναστηρίου
Την νύχτα ξέρουνε όσους πουλάν βιτρίνα
Στης Αφροδίτης το στενό ξεσπά ρουτίνα
Έρωτες ντρόγκια και ιστορίες μυστηρίου
Τα περιστέρια στην οδό Μοναστηρίου
Αράζουν έξω απ’ των φτωχών τα κυβερνεία
Κλαίνε όταν βλέπουνε της Ράμι την πορνεία
Τζογάρουνε με τους παίκτες κάποιου πρακτορείου
Με ανθρώπους μόνους παν και κάνουνε παρέα
Κορίτσια όμορφα μεγάλα αλλά και νέα
Παιδάκια μόνα τους παιδάκια θαρραλέα
Αμερικάνικη αγορά και αγόρια αγοραία
|
|
10. |
|
|
|
|
Το ταγκαλάκι
Η νύχτα πέφτει πάνω στο Γεντί Κουλέ,
οι δερβισόμαγκες τον αργιλέ φουμάρουν,
στη «Διαγώνιο» το δικό μας ραντεβού
για όσους κεφάρουμε, για όσους μας γουστάρουν.
Στην Τούμπα η μάνα σου θα ψήσει τον καφέ,
δυο αλάνια ζόρικα απόψε μας φλερτάρουν,
αύριο ποιός ξέρει άλλη πιάτσα αν θα βρεθεί,
ποιος ξέρει και ποιοι δρόμοι θα μας πάρουν.
Ήθελα νά ξερα τί μάγος είσαι εσύ,
πώς το κατάφερες αυτό το ταγκαλάκι,
να ρίχνει βόλτες με ρεμπέτικη πενιά
και να γλυκάνει της ψυχής σου το σαράκι
Ήθελα νά ξερα τί μάγος είσαι εσύ,
πώς το κατάφερες αυτό το ταγκαλάκι.
Κόψε την πρόγκα τώρα και τον σαρκασμό,
ρίξ’ το σ’ ανέκδοτα τρελά και παραμύθια,
να μου γιατρέψει η συντροφιά σου μια στιγμή
παλιά σεκλέτια που μου έκαψαν τα στήθια.
Ήταν της μοίρας σου με εξευτελισμό
να ξεπληρώνεις όσα σου φορτώσαν χρέη,
να γράφεις ποιήματα στου κόσμου τον χαμό
εκεί που κάποτε μαρτύρησαν οι Εβραίοι.
*από την τουρκική λέξη tangalak (άξεστος, αμόρφωτος),
για τους Καππαδόκες, το διαβολάκι.
|
|
11. |
|
|
|
|
Τι να πω
Ήρθε βαρύ κι απλώνεται το βράδυ
φώτα τρεμίζουνε θολά στην υγρασία
μπαίνεις σφιχτά μέσα στων ρούχων σου το χάδι
και η βουβή της παραλίας ησυχία
Αγιάζι γύρω και πλακόστρωτα βρεμένα
ριγάς μες στην ομίχλη που χει πέσει
στα καφενεία όλα τα τζάμια θαμπωμένα
χνώτα βαριά και στα τραπέζια ούτε μια θέση
Και οι λέξεις φοβούνται να βρουν το σωστό
συμμορίες πλανόδιες που αλλάζουν σταθμό
Κι εγώ μέσα μου πεθαίνω, για να μάθω να ζω
τι να πω… σ΄ αγαπώ
Περαστικοί, μοναχικοί κι όλο βιασύνη
και το ψιλόβροχο, το ξέρω, σε κουράζει
γυρεύω ανέκδοτο να βρω, κάποιο παλιό
να διώξω αυτήν την ενοχή που σε δικάζει
σαν τα φανάρια στου Βαρδάρη τα στενά
θολώσανε τα μάτια σου και τρέμεις
κι όλο διπλώνεσαι σε πιο μικρή γωνιά
δεν ξέρω αν κλαις, ή κάτι ακόμη περιμένεις
Και οι λέξεις φοβούνται να βρουν το σωστό
σαν παρέες της νύχτας που όλο αλλάζουν σταθμό
κι αν το γέλιο σου μπορέσει και κρατήσει έστω κι ένα λεπτό
τι να πω… σ΄ αγαπώ
|