Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) μεταφέρει στις αφηγήσεις του τις εμπειρίες των παιδικών του χρόνων, εμπλουτισμένες με τους λαϊκούς θρύλους και τις αφελείς δεισιδαιμονίες του θρακιώτικου χωριού του. Χρησιμοποιώντας πότε το όνειρο, πότε τις παραισθήσεις και καταφεύγοντας συχνά στο απρόοπτο, εισδύει σε βάθος στα ψυχικά κίνητρα των πρωταγωνιστών. Το "Αμάρτημα της μητρός μου" είναι το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού - και το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα.
Ο Βιζυηνός (English: Georgios Vizyinos) γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Σε ηλικία δέκα ετών, οι γονείς του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του, όπου παραμένει μέχρι την ηλικία των 19 ετών. Προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου ζεί για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια). Το 1874, το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό.
Την ίδια χρονιά γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία , στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878. Το 1876, η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπωνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή.
Μέχρι το 1884, ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882) όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα και το Λονδίνο, 1883, όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι. Την ίδια χρονιά (1883), δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως και το Ποίος ήτο ο φονεύς του αδερφού μου. Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.
Ένα χρόνο αργότερα, εκλέγεται υφηγητής φιλοσοφίας με την διατριβή του Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Παράλληλα δημοσιεύοντια τα διηγήματά του Αι συνέπεια της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Το 1886 γράφει το Μοσκώβ-Σελήμ που διαδραματίζεται στη Θράκη. Τελικά εγκαταλείπει την Αθήνα κι εγκαθίσταται μόνιμα στη γενέτειρά του.
Το 1890 αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν πόνοι από νόσημα του μυελού των οστών που του φέρνουν αυπνίες, τον καθιστούν ανίκανο να εργαστεί και τον εξαντλούν σωματικά κι οικονομικά. Το 1892 το νόσημα εξελίσσεται σε φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος σε ουτοπικές εμμονές του. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.
ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας μας που διδάσκεται στη γ΄λυκείου στη θεωρητική κατεύθυνση! Λιτό, περιεκτικό διήγημα ξεφεύγει από τα στενά όρια της ηθογραφίας δίνοντας ψυχογραφικές προεκτάσεις!!
Δεν είχα ξαναδιαβάσει Βιζυηνό, και πραγματικά το αγάπησα αυτό. Δεν είχα κάποια ιδιαίτερη επαφή με την ελληνική λογοτεχνία στο σχολείο, εκτός από τα άθλια μαθήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας, που συνήθως μας έκανε κάποιος βαριεστημένος καθηγητής, βάζοντάς μας να μαθαίνουμε παπαγαλία εισαγωγές, και πετώντας όλη την ουσία απ' το παράθυρο. Με έξέπληξε το γεγονός ότι το συγκεκριμένο διήγημα πιάνει ένα τόσο ανθρώπινο, αλλά τόσο απαγορευμένο (ταμπού) θέμα. Η γραφή απλή, νομίζω τονίζει ακόμα παραπάνω την τραγικότητα των συμβάντων. Το προτείνω ανεπιφύλακτα, ειδικά αφού είναι ένα μικρό διήγημα και δεν παίρνει πολλή ώρα για να διαβαστεί.
Όπως πολλοί, έτσι κι εγώ έδειχνα μια αποστροφή στα πονήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καθώς τα μόλυνε μια ανούσια και ανέπνευστη διδασκαλία. Μέτα, έχοντας απομακρυνθεί και σχεδόν ξεχάσει τις επιρροές αυτές, βυθίστηκα αγνός κι αμόλυντος, με μια άνασα στο σύμπαν του Βυζηινού και λάτρεψα τη φαινομενικά δύσκολή του γλώσσα, τον μετεωρισμό των χαρακτήρων του ανάμεσα σε δεισιδαιμονίες και θρησκοληψίες και -πολύ φυσικά- την αλήθεια που επιφύλασσε το φινάλε του.
Το διάβασα μονορούφι. Αν και δεν είναι το πιο συναρπαστικό κείμενο που έχω διαβάσει, μόλις ο εγκέφαλος μου "κατέβασε" τα drivers για καθαρεύουσα εκτίμησα πάρα πολύ την αφήγηση και την τραγωδία των χαρακτήρων. Επίσης, βοηθάει το ότι είναι μικρή ιστορία.
Ένα εξαιρετικό αλλά και σκληρό ψυχογράφημα που με καθήλωσε, στο τέλος δε του διηγήματος η γροθιά στο στομάχι με ξάφνιασε τόσο πολύ και όλα μπήκαν στη θέση τους..
Διαβάζοντάς το μετά από 9 χρόνια αφότου το διδάχθηκα στο σχολείο ,συγκινούμαι πάρα πολύ και καταλαβαίνω γιατί το θυμάμαι με τόση νοσταλγία .
Απαραίτητο το διάβασμά του αλλά και το ξαναδιάβασμά του.Η τραγική φιγούρα της μητέρας που ζει ακόμα στο παρελθόν και υιοθετεί κορίτσια είναι τουλάχιστον καθηλωτική ενώ η περιγραφή της κοινωνίας και των δεισιδαιμονιών της εποχής είναι τόσο παραστατική που ο αναγνώστης περιορίζεται και εγκλωβίζεται σαν να τα ζει ο ίδιος.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην ελληνική εκπαίδευση γι'αυτήν την εμπειρία ! Ένα ακόμα μεγαλύτερο ευχαριστώ στο συγγραφέα!
Althouth this book was what i had to read for my final exams and it was actually the one that we finally get examed on,that didn't make me hate it (i mean the exams were so hard they eventually dropped my overall grades).An amazing book i was so glad to read,with a difficult but wonderfull language and really vivid character descriptions!
Από τις λίγες φορές που μπορώ να ευχαριστήσω το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και αυτό γιατί το συγκεκριμένο διήγημα μου διδάχθηκε στο Λύκειο. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό οικογενειακό δράμα που διεισδύει σε βάθος στην ανθρώπινη ψυχή. Η τραγική φιγούρα της μητέρας με τις τύψεις και της εμμονές της με τις υιοθεσίες κοριτσιών σε καθηλώνει.
The ending and how it kind of leaves some loose ends and makes you think and feel stuff.
Couple stuff I wanted to point out:
I read The Murderess(η Φόνισσα) recently and I couldn't help but draw mental comparisons. It's really interesting reading those two books back to back as there are a lot of similarities, differences and parallels. How girls are valued in one novel and devalued in another, the difference in relationships between mothers and sons.
Again, the way kids are treated (their death, their upbringing ect) is so obviously different. For example the mother in the story wishes God would take one of her boys instead of taking her dying girl. And after the narrator hears this and snaps at her, he is the one who feels like he has unfairly burdened her. The son is supposed to handle complex and difficult emotions just like an adult. And that is definitely different from what we would find acceptable now. On the other hand it is completely understandable given the harshness of the time period.
Overall I liked the Murderess better but this was not bad.
Διάβασα ξανά το διήγημα σε μεγαλύτερη ηλικία, παράλληλα με την βιογραφία του συγγραφέα. Είναι ένα "σκληρό", δραματικό για την ψυχή κείμενο, είναι η πένα ενός ανθρώπου που ανέπτυξε ψυχική νόσο. Αριστοτεχνικά γραμμένο, σε τόσο λίγες σελίδες, τόσα πολλά να αναλογιστείς.
Είχα την τύχη να το διαβάσω πρώτη φορά στην τρίτη λυκείου, οπότε και στα πλαίσια της προετοιμασίας για τις πανελλήνιες εξετάσεις είχαμε προβεί σε εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυσή του και έτσι μπόρεσα να εκτιμήσω όλο το βάθος της αριστουργηματικής σύλληψης του Βιζυηνού. Μάλιστα, εκείνη την χρονιά (2014) το συγκεκριμένο διήγημα αποτέλεσε το αντικείμενο της εξέτασης, κάτι που μπορώ να πω ότι με ευνόησε ιδιαίτερα, όπως φάνηκε και στην τελική βαθμολογία. Μετά από κάποια χρόνια, θέλησα να εμβαθύνω στο έργο του Βιζυηνού και σκέφτηκα να ξεκινήσω από την σταθερή αξία, δηλαδή αυτό εδώ. Δεν έχει χάσει ούτε ίχνος της μαγείας του παρά την πάροδο του χρόνου και τις πολλαπλές αναγνώσεις. Η λεπτή ειρωνεία, η εύστοχη και καθόλου κουραστική απόδοση των ηθών της εποχής, η απλή χρήση της φαινομενικά σύνθετης καθαρεύουσας, η οξύτατη ψυχογράφηση των χαρακτήρων, η σταδιακή αποκάλυψη του μυστηρίου καθ' οδόν προς τη συνταρακτική κορύφωση, η λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που του χαρίζουν μια θέση στο πάνθεον της ελληνικής - και όχι μόνο - λογοτεχνίας. Προσπαθώντας να ξεχωρίσω κάποιες σκηνές, σίγουρα θα επέλεγα την πρώτη νύχτα στην εκκλησία, τον θάνατο της Αννιώς και φυσικά την εξομολόγηση της μητέρας. Αν κάποιος θέλει να διαβάσει ένα και μόνο βιβλίο σε όλη του τη ζωή, θα πρότεινα να είναι αυτό. Συνολικά, 5/5.
Στην αρχή βλέποντας πως το διήγημα είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, πίστεψα πως σύντομα θα με κουράσει. Όμως η γλώσσα και η έκφραση του συγγραφέα, παρότι απλή, είναι καθηλωτική. Αποδίδονται τέλεια τα συναισθήματα και ο ψυχισμός των χαρακτήρων, με τρόπο βαθειά συγκινητικό.
Εξαιρετικό! Ήθελα να το διαβάσω εδώ και πολύ καιρό και χαίρομαι που επιτέλους το έκανα. Ψυχογράφημα, τόσο της μάνας όσο και του γιου. Καμία μάνα δεν θα ήθελε να έχει αυτή την αμαρτία...
Παρόλο που γνώριζα το τέλος, η γραφή του Βιζυηνού με ενθουσίασε και το έργο με κράτησε σε αγωνία- σε κάποιο βαθμό. Είναι κρίμα που τέτοια διηγήματα δεν διαβάζονται πλέον
Να βάλω spoiler alert για «Το Αμάρτημα της Μητρός Μου»; --- SPOILER ALERT λοιπόν!
Τι θα μπορούσα να προσθέσω στις αναλύσεις, τους σχολιασμούς και την κριτική, που έχουν κάνει σε αυτόν τον πυλώνα της ελληνικής διηγηματογραφίας (που ξαναδιάβασα τώρα, πρώτη φορά μετά το Λύκειο) οι διαπρεπέστεροι φιλόλογοι, κριτικοί και πνευματικοί άνθρωποι της χώρας εδώ και 1,5 αιώνα; Τι θα μπορούσα να τονίσω ή να επισημάνω προς όλους τους αναγνώστες που έχουν διαβάσει και έχουν συγκλονιστεί, συγκινηθεί, σκεφτεί και λυτρωθεί από την ιστορία της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσσας, που μετά το ασυγχώρητο έγκλημά της ύστερα από μια νύχτα, μόνο μια νύχτα, ξεγνοιασιάς, περνάει όλη την υπόλοιπη ζωή της πληρώνοντας το τίμημα, ξέροντας ότι η ίδια ποτέ δεν θα μπορέσει να νιώσει πλήρως λυτρωμένη όσο ζει;
Μια από τις πιο όμορφες γλωσσικές εμπειρίες, η ανάγνωση της γλώσσας του Βιζυηνού ανοίγει έναν ολόκληρο κόσμο, όπου η καθαρεύουσα του «σπουδαγμένου» αφηγητή παντρεύεται με τη δημοτική των διαλόγων, γεμάτη από ντόπιες λέξεις και ιδιώματα της Ανατολικής Θράκης, με ψήγματα ιερατικής γλώσσας, επιστημονικών όρων της ψυχολογίας ακόμα και λέξεων καθαρά παιδικών. Όλα μαζί δημιουργούν ένα κράμα, όπου ακόμα και όταν δεν ξέρεις μια συγκεκριμένη λέξη, εύκολα καταλαβαίνεις το νόημα της από τα συμφραζόμενα και αμέσως συμφωνείς ότι ήταν η καταλληλότερη για την περίσταση. Μια γλώσσα που «εξελίσσεται» καθώς ο αφηγητής μεγαλώνει, που στην αρχή εκφράζει προλήψεις και δεισιδαιμονίες του χωριού ιδωμένες μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, αλλά στις τελευταίες παραγράφους εκφράζει επιστημονικά διδάγματα του πανεπιστημιακού χώρου μέσα από τα μάτια του ακαδημαϊκού που έγινε ο Βιζυηνός, χωρίς όμως να χάνει στιγμή τη ζωντάνια της.
Όλοι είναι τραγικά πρόσωπα στο «Αμάρτημα της Μητρός Μου»: Η Δεσποινιώ, που δεν μπορεί να λυτρωθεί από τις τύψεις της και ούτε θα μπορέσει ποτέ να το κάνει οριστικά μέχρι να πεθάνει, που θέλει να τιμωρηθεί και να βασανιστεί σκληρά σε αυτή τη ζωή, για να μην τιμωρείται αιώνια μετά θάνατον (το συγκλονιστικό και επαναλαμβανόμενο «Ευχαριστώ σε, Κύριε»). Η αξιαγάπητη Αννιώ, που λιώνει από την ασθένεια αλλά από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή είναι ένα πλάσμα φωτεινό και αγνά καλό, ένα απόλυτα αθώο ον που κερδίζει πραγματικά την συμπάθεια κάθε αναγνώστη, ο οποίος κλαίει για τη μοίρα της. Ο αφηγητής («το Γιωργί» – ο Βιζυηνός) που φτάνει να κατηγορεί ανοιχτά τη μητέρα του για τις επιλογές της, την παρεξηγεί ότι θέλει να τον προσφέρει «θυσία» για την υγεία της Αννιώς, μέχρι που το μετανιώνει πικρά όταν μαθαίνει τους λόγους για αυτές τις πράξεις απελπισίας. Ο ήδη νεκρός πατέρας του, ο Μιχαλιός, άντρας λεβέντης και εξωστρεφής, που γεμίζει τύψεις γιατί ένιωσε ότι αυτός έφταιξε που η γυναίκα του ήταν τόσο κουρασμένη και μεθυσμένη το μοιραίο βράδυ, ενώ αυτός ήθελε μόνο να περάσει και αυτή μερικές στιγμές χαράς και ξεγνοιασιάς μετά τη γέννα της αλλά που πνίγει τη θλίψη του, την προστατεύει σαν βράχος μέχρι το τέλος της ζωής του και αγαπά όλα τα παιδιά του εξίσου. Τα αδέλφια του αφηγητή, που επιφορτίζονται να δουλεύουν σε δύσκολες συνθήκες για να πληρώνουν τα έξοδα και την προίκα των «ξένων» κοριτσιών, που δεν ήταν βιολογικές αδελφές τους και δεν θα μάθουν ποτέ το λόγο για αυτό. Η πρώτη ψυχοκόρη της Δεσποινιώς, που ενώ ευεργετήθηκε και προικίστηκε, αποδείχτηκε αχάριστη, όπως και οι βιολογικοί της γονείς που αναγκάστηκαν να την δώσουν με πόνο ψυχής γιατί δεν μπορούσαν να τη μεγαλώσουν. Η δεύτερη ψυχοκόρη, το Κατερινιώ, που ήταν κακότροπη και «ανοικοκύρευτη» αν και ίσως δεν έφταιγε αυτή αν θεωρήσουμε ότι είχε κάποιο νοητικό ή νευρολογικό πρόβλημα. Ο παπάς του χωριού που έπρεπε να δώσει στη Δεσποινιώ να καταλάβει με γλυκά λόγια ότι και η «τελευταία της ελπίδα» χάθηκε. Ακόμα και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Β’, που ενώ άσκησε όλη την πνευματική του «εξουσία» και τον παρηγορητικό του λόγο, δεν μπόρεσε να βγάλει οριστικά το βάρος από την καρδιά της Δεσποινιώς. Όλοι είναι τραγικά πρόσωπα και μόνο η Αννιώ λυτρώνεται ουσιαστικά από τα βάσανά της και αυτό μόνο επειδή πεθαίνει.
Γεμάτο λαογραφικά στοιχεία, το διήγημα μας γνωρίζει την ζωή στην Ανατολική Θράκη, με τις δεισιδαιμονίες γύρω από την υγεία και την ασθένεια, τις πρακτικές ίασης, ιατρικές ή «γιατροσοφικές», το ρόλο της εκκλησίας στην καθημερινή ζωή, τις οικογενειακές σχέσεις, το ρόλο ανδρών, γυναικών και παιδιών μέσα στην οικογένεια και στη δουλειά, την δουλειά στα χωράφια και στο σπίτι, τα εργόχειρα και τα υφαντά, τους γάμους και τα γλέντια, το θάνατο και τα έθιμα γύρω από αυτόν όπως το «προσωπικό μοιρολόι», τους κουρείς-πρακτικούς γιατρούς, τους Τσιγγάνους γανωματήδες και οργανοπαίκτες, σε μια πολύχρωμη, όσο και αν αυτό φαίνεται οξύμωρο για αυτό το «βαρύ» διήγημα, εικόνα μιας κοινωνίας. Η περιγραφή του «τελετουργικού» της υιοθεσίας, στην οποία εμπλέκεται η εκκλησία και η κοινότητα, η περιγραφή του «τελετουργικού» κατά το οποίο η μητέρα «καλεί» την ψυχή του πατέρα και διάφορες άλλες τελετουργίες αποτελούν σημαντικές καταγραφές των πρακτικών του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής.
Τέλος, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς και τα στοιχεία Τρόμου στο έργο, αν και ιδωμένα μέσα από την παιδική φαντασία και την αίσθηση υποβολής του νεαρού Γιωργή, όταν φαντάζεται τους αγίους να ξεπηδούν από τις εικόνες τους στο σκοτάδι, έναν σκελετό να ζεσταίνεται στη φωτιά ή τους νεκρούς του νεκροταφείου να ανεβαίνουν στα παράθυρα προσπαθώντας να μπουν μέσα στην εκκλησία και τον ίδιο το Θάνατο να τον κυνηγάει μέσα στο χωριό, δίνοντάς μας μερικές έντονες εικόνες φρίκης, αλλά και την υποβλητική ατμόσφαιρα της σκηνής του «καλέσματος» της ψυχής του πατέρα και των τελευταίων στιγμών της Αννιώς, που διαθέτουν μια «κινηματογραφική» ποιότητα και μια περιγραφική δύναμη που εντυπώνεται στο μυαλό. Όλα στο μισοσκόταδο, όλα με το φως τον κεριών και των καντηλιών, γιατί ο Θεός παρακολουθεί και κρίνει με όλες τις πληροφορίες που διαθέτει ως παντογνώστης και πανταχού παρών, ενώ οι άνθρωποι κρίνουν πάντα μόνο αυτό που βλέπουν, χωρίς να γνωρίζουν.
Τελικά τίποτα δεν πρόσθεσα στην ανάλυση του εμβληματικού αυτού έργου, πως θα μπορούσα άλλωστε; Όμως αποκόμισα κάτι από αυτό, ίσως το ίδιο, ίσως διαφορετικό από ό,τι αποκομίζει κάθε αναγνώστης του. Και πιστεύω – ελπίζω – ότι, όπως και ο αφηγητής, μέχρι το τέλος του έγινα κι εγώ λίγο καλύτερος άνθρωπος, μαθαίνοντας να κρίνω λιγότερο και να κατανοώ περισσότερο.
Υ.Γ. Έχω μια φίλη που μου έχει εκμυστηρευτεί ότι, έχοντας διαβάσει το «Αμάρτημα» σε νεαρή ηλικία, της δημιουργήθηκε πραγματική φοβία και άρνηση να θηλάσει άμα γεννούσε και όταν τελικά γέννησε ήταν πάντα πολύ προσεκτική για το μέρος, τη στάση και τον τρόπο κρατήματος του μωρού, πάντα σκεπτόμενη τη Δεσποινιώ. Πραγματικό γνώρισμα της μεγάλης λογοτεχνίας είναι τελικά ότι και πριν καν διαβάσεις την τελευταία λέξη της, έχει γίνει κομμάτι της ζωής σου, με τρόπους που δεν είχες φανταστεί όταν διάβασες την πρώτη.
Μια συγκινητική, ηθογραφική, νουβέλα του Βιζυηνού. Η γραφή είναι καθαρεύουσα, περισσότερο δημοτική όμως στα διαλογικά μέρη. Υπάρχουν εξάλλου αρκετές υποσημειώσεις που βοηθούν ακόμα περισσότερο στα δύσκολα σημεία του κειμένου. Το τέλος της νουβέλας συγκλονίζει και είναι σχεδόν αδύνατο να το ξεχάσει κανείς.