disponible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
      ενικός         πληθυντικός  
disponible disponibles

Ετυμολογία

disponible < λατινική disponibilis

Προφορά

ΔΦΑ : /dis.pɔ.nibl/

Επίθετο

disponible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διαθέσιμος
  2. ετοιμοπαράδοτος

Συγγενικά