disponible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
disponible disponibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

disponible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διαθέσιμος
  2. ετοιμοπαράδοτος

Συγγενικά

[επεξεργασία]