ταχύς

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 15:56, 6 Φεβρουαρίου 2024 από τον 2a02:214c:876f:e400:519a:d692:a189:b90b (συζήτηση) (Ετυμολογία)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχύς η ταχεία το ταχύ
      γενική του ταχύ
ταχέος
της ταχείας του ταχέος
    αιτιατική τον ταχύ την ταχεία το ταχύ
     κλητική ταχύ ταχεία ταχύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχείς οι ταχείες τα ταχέα
      γενική των ταχέων των ταχειών των ταχέων
    αιτιατική τους ταχείς τις ταχείες τα ταχέα
     κλητική ταχείς ταχείες ταχέα
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταχύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταχύς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /taˈçis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χύς

Επίθετο

[επεξεργασία]

ταχύς, -εία, -ύ

Βαθμοί επιθέτου & επιρρήματος

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ταχυ- 

όπως ενδεικτικά

→ δείτε και τις λέξεις ταχογράφος, ταχόμετρο και ταχύμετρο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταχύς < πιθανόν να συνδέεται με το ὠκύς όχι μόνο εννοιολογικά αλλά και ετυμολογικά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

ταχύς, -εῖα, -ύ', συγκριτικός: ταχύτερος, υπερθετικός:  ταχύτατος, τάχιστος, θάσσων και θάττων

  1. γοργός
  2. ορμητικός
  3. ευκίνητος
  4. αιφνίδιος
  5. σύντομος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ταχυ-