ταχύς
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ταχύς | η | ταχεία | το | ταχύ |
γενική | του | ταχύ & ταχέος |
της | ταχείας | του | ταχέος |
αιτιατική | τον | ταχύ | την | ταχεία | το | ταχύ |
κλητική | ταχύ | ταχεία | ταχύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ταχείς | οι | ταχείες | τα | ταχέα |
γενική | των | ταχέων | των | ταχειών | των | ταχέων |
αιτιατική | τους | ταχείς | τις | ταχείες | τα | ταχέα |
κλητική | ταχείς | ταχείες | ταχέα | |||
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταχύς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /taˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χύς
Επίθετο
[επεξεργασία]ταχύς, -εία, -ύ
Βαθμοί επιθέτου & επιρρήματος
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ταχυ-
ταχυ-
όπως ενδεικτικά
→ δείτε και τις λέξεις ταχογράφος, ταχόμετρο και ταχύμετρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχύς
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχύς < πιθανόν να συνδέεται με το ὠκύς όχι μόνο εννοιολογικά αλλά και ετυμολογικά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]ταχύς, -εῖα, -ύ', συγκριτικός : ταχύτερος, υπερθετικός : ταχύτατος, τάχιστος, θάσσων και θάττων
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ταχυ-
ταχυ-
- τάχα (επίρρημα: αμέσως, γρήγορα, αλλά και ίσως, πιθανότατα και ασφαλώς)
- ταχέως και ταχύ (επιρρήματα: γρήγορα, με συγκριτικό βαθμό θᾶσσον και θᾶττον)
- ταχινός (ταχύς)
- τάχος
- ταχύνοος, ταχύνους
- ταχύνω
- ταχύτης
- ταχυ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ταχυ- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
- Λέξεις ταχυ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
[επεξεργασία]- ταχύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταχύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ευθύς' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)