on foot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
on foot < → δείτε τις λέξεις on και foot

Έκφραση

[επεξεργασία]

on foot (en)

  • πεζός, με τα πόδια
    ⮡  I went to my office on foot.
    Πηγαίνω πεζός στο γραφείου μου.
    ⮡  Let’s go on foot, leave the car at home!
    Ας πάμε με τα πόδια, άσε το αμάξι στο σπίτι!
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 676. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πεζός